Πάντα θαύμαζα που όταν σε ρωτάω, τι μουσική ακούς; Μπορείς να μου απαντήσεις με σιγουριά. Nα μου πεις ακριβώς το είδος και τους καλλιτέχνες που ακούς. Ξέρεις στίχους απέξω, στίχοι που έχουν γίνει πυξίδα, γιατί σε οδήγησαν ή ταίριαξαν κομμάτια σου, σε έκαναν να νιώσεις λιγότερο μόνος, σε έκαναν να νιώσεις ότι ανήκεις ή μπορεί τόσο απλά αλλά και τόσο βαθιά να σου άλλαξαν λίγο τις μοίρες της ζωής. Όπως οι μοίρες που παίζουν τη ζωή σου σαν χορδή, σαν σε άρπα που βγάζει νότες ευτυχίας, απόλαυσης, απόγνωσης, πόνου, έτσι και το κάθε κομμάτι, συνοδεύει τη στιγμή με ένα παλμό, που αν είναι αρκετά δυνατός, γίνεται αθάνατος στη σκέψη, στη καρδιά σου, μένει για πάντα και σου θυμίζει..
Εγώ από την άλλη δεν ξέρω ποτέ τι να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Πάντα ένιωθα κάπως μειονεκτικά, σαν να μην αξίζω να λέω ότι η μουσική είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα για μένα, ότι μπορεί να μου αλλάξει τη διάθεση μέσα σε δευτερόλεπτα, να με κάνει να χαμογελάσω και να κλάψω, ότι από τη στιγμή που θα ξυπνήσω μέχρι την ώρα που θα κοιμηθώ ακούω μουσική, ότι διαφορετικά κομμάτια και καλλιτέχνες έχουν σημαδέψει και χρωματίσει σχεδόν κάθε μου στιγμή, ότι έχω συνδέσει κομμάτια με ανθρώπους, μέρη, μυρωδιές, εαυτούς, ακριβώς επειδή δεν ξέρω να σου πω τι μουσική ακούω, ούτε πιο είναι το αγαπημένο μου κομμάτι, ούτε ξέρω τι μουσική θέλω να βάλω όταν κάποιος μου ζητάει να βάλω μουσική. Στο μυαλό μου η μουσική που ακούω είναι ένα χάος γεμάτο συνδέσεις, στιγμές και συναισθήματα. Όπως και κάθε άλλο πράγμα για να λέμε την αλήθεια, τίποτα δεν είναι συγκεκριμένο και για να φτάσω στο συγκεκριμένο αν χρειαστεί, πρέπει να καταλάβω τι διάθεση έχω, τι νιώθω και τι θέλω να νιώσω.
Ήμουν στη δουλειά πριν λίγες μέρες, ήταν πρωί. Έπινα ζεστό καφέ και είχα βγει να κάνω ένα τσιγάρο. Το καφέ που έχει δίπλα στο μαγαζί που δουλεύω άρχισε να παίζει το Day Dreaming της Aretha Franklin και άρχισα να χάνομαι… Ένιωσα σαν να βρίσκομαι πάλι στην Αγγλία, είμαι 18 χρόνων, στο δωμάτιο μου στην εστία του πανεπιστημίου, κάθομαι πάνω στο κρεβάτι και να κοιτάω έξω από το παράθυρο, βλέπω το χιονισμένο τοπίο, τα δέντρα χωρίς φύλλα που πάντα με σαγήνευαν, τα γυμνά κλαδιά κόντρα στον ουρανό. Το πεζούλι στο παράθυρο γεμάτο βιβλία, ένα τριαντάφυλλο και ένα κεράκι που έχω ακόμα, δεν το έχω ανάψει. Θυμάμαι το μωβ χρώμα στο πάπλωμα, τα βιβλία που είχα δανειστεί από την βιβλιοθήκη, την έμπνευση που ένιωθα, το άνοιγμα προς τη ζωή και όλες αυτές τις πιθανότητες. Όλες τις ζωές που είχα να ζήσω και όλους τους εαυτούς που είχα γνωρίσω.
Είχε έρθει πριν λίγες μέρες μια φίλη στο σπίτι. Τι ρωτάω τι θέλεις να ακούσουμε; Μου λέει, για μένα πάντα το σπίτι σου θα είναι o David Bowie. Βάλαμε το Βlackstar, μετά το Planet Caravan των Black Sabbath, το L.A. Woman των The Doors, το Whole Lotta Love των Led Zeppelin… πήγα κατευθείαν στον σπίτι μου στον Νέο Κόσμο, δεν μένω εκεί πια, είναι χειμώνας, έχω γυρίσει από την Αγγλία και είμαι στο πρώτο έτος καλών τεχνών στην ΑΚΤΟ, φοράω το αγαπημένο μου κόκκινο πουλόβερ, κάθομαι στο ξύλινο πάτωμα και ζωγραφίζω, μαζί με ένα ποτήρι κακό ροζέ κρασί που έχω πάρει με 2 € από το σουπερμάρκετ, τα χέρια μου είναι μουτζουρωμένα από το μολύβι και έχω αρχίσει να ζαλίζομαι από το κρασί.
Χθες το απόγευμα περπατούσα και άκουγα το Angel of Small Death and the Codeine Scene του Hozier, είχε σκοτεινιάσει και μύριζαν παντού τα νυχτολούλουδα. Η μουσική του με πάει σε κάτι γλυκό και οικείο πάντα, ακόμη και αν οι στίχοι δεν είναι τόσο. Είναι η μυρωδιά του καφέ το πρωί, μία σειρά βιβλίων φαντασίας που διάβαζα και άκουγα playlist με κομμάτια του, σχέδια στο sketchbook μου, βόλτες, κρύες νύχτες κάτω από τα σκεπάσματα.
Είμαι στο μετρό, τελειώνει το κομμάτι που άκουγα και μπαίνει Yungblud. Πριν προλάβω να το αλλάξω, το μυαλό μου πάει στο Λονδίνο πρόπερσι. Περπατάω στο Notting Hill, φοράω μια μπορντό σχεδόν φούξια γούνα, μπαίνω σε ένα καφέ και περιμένω να έρθει μια φίλη μου. Διαβάζω το All about Love της Bell Hooks και κοιτάω μια αφίσα της ταινίας Αμελί που είναι κρεμασμένη πάνω από το τραπέζι μπροστά μου, ο τοίχος είναι κίτρινος, δίπλα μου ένα ζευγάρι παίζει επιτραπέζια, ένα άλλο συζητάει, ξανά κοιτάω την αφίσα, με παίρνει η φίλη μου τηλέφωνο, έχει φτάσει.
Είμαι στη δουλειά, ο σταθμός που ακούμε που συνήθως παίζει House, βάζει το Τυχερό Αστέρι και χαμογελάω, το κομμάτι αυτό είναι το αγόρι μου, είμαστε στο αμάξι, γυρνάμε σπίτι μου και το τραγουδάει όσο πιο δυνατά μπορεί, είναι το καφέ δίπλα στη δουλειά, που οπότε βγαίνω για τσιγάρο και το ακούω να παίζει, τον σκέφτομαι, είναι το μαέστρο που βλέπουμε μαζί αγκαλιά.
Ίσως να είμαι πολύ ρομαντική αλλά, η μουσική για μένα είναι τραγούδια, είναι άνθρωποι είναι στιγμές, είναι τα πάντα.