Κι έτσι, όλοι οι άλλοι δεν σ’ αγαπούσανε κι έτσι ήταν το σωστό – αφού δεν αξίζεις ν’ αγαπηθείς – γι’ αυτό και τους αγόραζες.
Αν τους αγοράζεις, όλοι σ’ αγαπάνε. Ξεκάθαρη συναλλαγή.
Ξεκάθαρο όραμα. Ξεκάθαρα πράγματα.
Ποια είσαι εσύ να το αρνηθείς αυτό;
Ποιος αρνείται να τον αγοράσουν;
Ποιος αρνείται να του κάνουν την ζωή πιο εύκολη;
Επιλογή σου είναι, μου έλεγες.
Η δυσκολία σου είναι επιλογή σου.
Κι εγώ νόμιζα ότι μ’ αγαπούσες χωρίς όρους και όρια.
Ναι, έτσι νόμιζα.
Επιλογή σου είναι να νομίζεις έτσι, μου έλεγες. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Εσύ διαλέγεις να τα βλέπεις έτσι. Εσύ τα κάνεις όλα τραγικά.
Κι εσύ που δεν τα κάνεις, γιατί έχεις να κοιμηθείς τρεις μέρες; Αυτό θα σε ρωτούσα, αν σου απαντούσα. Αλλά δεν σου απαντούσα ποτέ. Γιατί είχα τόση αγάπη να δώσω, που έφτανε και για σένα και για μένα.
Κυρίως για σένα.
Δεν σου απαντούσα ποτέ.
Αντιπαθούσα πάντα την Μαλβίνα, μου φαινόταν αδιανόητο να κάνεις έτσι για την αγάπη. Μου φαινόταν απελπισμένη για αγάπη, πεινασμένη, λιμασμένη – και η απελπισία πάντα με απωθούσε.
Τι ειρωνεία που, τελικά, σ’ αγάπησα με τον τρόπο της.
Επιλογή σου είναι, θα μου έλεγες.
Όταν πια εγώ άρχισα να σου απαντάω, τότε εσύ άρχισες να μου μιλάς λιγότερο.
Επιλογή μου ήταν.
Δεν με πειράζει τόσο που μια μέρα, απλώς σταμάτησες να μου μιλάς.
Με πειράζει, μονάχα, που δεν με προετοίμασες λιγάκι.
Που δεν σ’ ένοιαξε ούτε λίγο να κρύψεις την χρήση που μου έκανες.
Το πώς μεταχειρίστηκες την ποίησή μου.
Την κράτησες, μέχρι εκεί που σου ζέσταινε τα κρύα βράδυα σου στα βόρεια.
Και μόλις νοτιέψανε τα βόρεια, η ποίησή μου σου ήταν πια άχρηστη.
Είχαν ήδη περάσει χρόνια, κιόλας.
Πάλι γκρινιάζεις, θα μου έλεγες.
Κι έχεις δίκιο. Δεν έχει νόημα να μιλάω άλλο γι’ αυτό.
Έτσι κι αλλιώς, οι σύζυγοι δεν στερούνται μαγείας. Στερούνται απόστασης.
Δεν με πειράζει τόσο που μια μέρα, απλώς σταμάτησες να μου μιλάς.
Με πειράζει, μονάχα, που δεν με προετοίμασες λιγάκι.
Μου λείπει που ήξερες ποια είμαι.
Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζα.
Μου λείπει αυτό που νόμιζα.
Και με πειράζει και κάτι ακόμη.
Που νόμιζες πως θα σε περιμένω.
Αν με ήξερες, θα ήξερες ότι δεν περιμένω. Θα ήξερες ότι, η στιγμή που με άφησες, είναι η ίδια εκείνη στιγμή που έφυγα.
Ίσως, τελικά, αυτό που με πειράζει πιο πολύ απ’ όλα, είναι αυτό. Που νόμιζα λάθος. Ήμουν τόσο σίγουρη. Και πάντα είναι γελοία η σιγουριά.
Νόμιζα λάθος. Δεν με ήξερες ποτέ.
Μου λείπεις.
Ξέρω ότι θα έρθει η μέρα που θα ξυπνήσω και δεν θα μου λείπεις πια.
Και περισσότερο απ’ όλα, μου λείπει αυτή η μέρα.
Η μέρα, που θα ξυπνήσω και δεν θα μου λείπεις πια.”
Η Ω. έφτασε στο σπίτι του μαθητή της και χτύπησε το κουδούνι. Μπορεί το γράμμα να μην το έστειλε ποτέ, αλλά τουλάχιστον το έγραψε.
Κάτι είναι κι αυτό.
το 1o μέρος του γράμματος: https://pukkartstudio.com/ayti-i-mera/