Η Ω. περπατούσε στο υγρό πεζοδρόμιο και κοίταζε τα μικρά ουράνια τόξα που σχηματίζονταν στην διάρκειά του.
Είχε λίγο ελεύθερο χρόνο, μέχρι να φτάσει στο επόμενό της μάθημα. Στον ελεύθερο χρόνο της, σκεφτόταν. Συνήθως, σκεφτόταν ό,τι ήθελε. Σήμερα, όμως, σκεφτόταν κυρίως ό,τι δεν ήθελε.
Σκεφτόταν πόσο της λείπει. Και, όσο κι αν προσπαθούσε, σήμερα δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο.
Σκεφτόταν ότι, αν μπορούσε, τώρα, αυτή τη στιγμή θα έγραφε ένα γράμμα. Που θα πήγαινε κάπως έτσι:
“Μου λείπει να συζητάω μαζί σου τις ταινίες που βλέπω. Που ξέρω σε ποια σημεία γελάς και ποια σημεία βρίσκεις γελοία. Που ξέρω πού βρίζεις, πού χαίρεσαι και πού ελπίζεις.
Μου λείπει να είμαι συνοδηγός σου – που ξέρω πώς παίρνεις τις στροφές, πότε χάνεις τον δρόμο, πώς σου φεύγει το χειρόφρενο. Μου λείπει να σε βλέπω να αλλάζεις προσωπικότητα όταν μπαίνεις στο αυτοκίνητο – και που εγώ ξέρω όλες σου τις προσωπικότητες.
Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζα.
Μου λείπει αυτό που νόμιζα.
Μου λείπει που ήξερες ποια είμαι, που δεν χρειαζόταν να εξηγήσω τίποτα. Από πολύ νωρίς. Δεν χρειαζόταν να εξηγήσω τίποτα.
Μου λείπει που με φώναζες πριγκίπισσα και βανίλια, πριγκίπισσα βανίλια – με κορόιδευες, αλλά με αγαπούσες. Άλλωστε, αν δεν κοροϊδεύεις, δεν αγαπάς πραγματικά.
Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζα.
Ξέρεις, συχνά σκέφτομαι, ότι, μάλλον, όντως με αγαπούσες. Μπορεί και να με αγαπάς ακόμη. Εσένα, αυτός είναι ο τρόπος σου να αγαπάς. Κι εμένα μου έφτανε, τότε.
Όμως, κανείς δεν χορταίνει για πάντα με τα ψίχουλα.
Θα έπρεπε να το ξέρεις αυτό. Για μένα, τουλάχιστον, θα έπρεπε να το ξέρεις. Αν με ήξερες, θα το ήξερες.
Μου σκότωνες την ποίηση. Έβαζες μπροστά μια λογική που ούτε εσύ την πίστευες. Αν την πίστευες, δεν θα έπινες κάθε βράδυ.
Μου σκότωνες την τάξη. “Άμα είναι κανείς φτωχός και τουρτουρίζει, τους κακοφαίνεται των αλλωνών”, λέει ο Μπρεχτ. Δεν δέχτηκες ποτέ σου κανέναν που λυγίζει απ’ την φτώχεια. Η φτώχεια είναι επιλογή, έλεγες. Αν δεν αντέχεις να παλεύεις άλλο, απλώς διαλέγεις να είσαι αδύναμος.
Πόλεμος είναι. Ο πόλεμος, άλλωστε, ήταν πάντα η φυσική σου κατάσταση. Μόνο εκεί έβρισκες τον εαυτό σου. Μόνο εκεί έβρισκες νόημα. Αν είναι να μην παλεύεις για κάτι, τι νόημα έχει; Βαθιά μέσα σου, ευχόσουν να ζούσες εσύ στην φτώχεια. Αν ζούσες στην φτώχεια, θα είχε πάντα νόημα η ζωή σου.
Δεν θα χρειαζόταν άλλο πια να το εφευρίσκεις κάθε μέρα απ’ την αρχή.
Θεέ μου, τόσο πλούσια η προσέγγισή σου. Μακάρι όλα τα πράγματα στην ζωή σου να’ ταν τόσο πλούσια, όσο οι προσεγγίσεις σου.
Δεν άντεξες ότι είχα λιγότερα από’ σένα και έκανα περισσότερα από’ σένα. Κι όμως, έκανες τόσα πολλά πράγματα. Τόσα πολλά.
Αλλά ποτέ δεν ήταν αρκετά για τους άλλους – για κείνους που πραγματικά σε πονούσε. Οπότε, δεν ήταν αρκετά και για σένα. Κι έτσι, όλοι οι άλλοι ήτανε καλοί, μέχρι εκεί που κατάφερναν λιγότερα από’ σένα.
Κι έτσι, όλοι οι άλλοι δεν σ’ αγαπούσανε κι έτσι ήταν το σωστό – αφού δεν αξίζεις ν’ αγαπηθείς – γι’ αυτό και τους αγόραζες.
Αν τους αγοράζεις, όλοι σ’ αγαπάνε. Ξεκάθαρη συναλλαγή.
Ξεκάθαρο όραμα. Ξεκάθαρα πράγματα.”
(συνεχίζεται…)