Λίγο λόγια για μένα:
Είμαι η Γεωργία Ανδριώτου, κατάγομαι από τη Λέσβο και εργάζομαι ως δασκάλα στο νησί. Οι σπουδές μου περιλαμβάνουν Μετεκπαίδευση στο Διδασκαλείο Θεσσαλονίκης και Μεταπτυχιακό στην Ειδική Αγωγή. Το συγγραφικό μου έργο περιλαμβάνει τη συλλογή διηγημάτων «Ψυχές και Χρώματα», από τις Εκδόσεις Νίκας. ‘Όταν είμαι έξω από την τάξη, γράφω – ιστορίες, άρθρα, στίχους∙ ό,τι γεννιέται από λέξεις και σιωπές. Η γραφή είναι για μένα ένας τρόπος να αγγίζω τον κόσμο μέσα μου και γύρω μου… Είμαι πρόσφυγας της τρίτης γενιάς, με τις ρίζες μου να ανασαίνουν ακόμα στα παράλια της Μικράς Ασίας. «Το παπουτσάκι της Προσφυγιάς» κουβαλάει μέσα στη βάρκα του την ξεριζωμένη μοίρα των παππούδων και των γιαγιάδων μου, αλλά και την ανθρωπιά των Λέσβιων, όταν έβγαζαν ζωντανές ψυχές και άψυχα κορμιά μέσα από τα παγωμένα νερά του Αιγαίου.
Το παπουτσάκι της προσφυγιάς
Έσυρε τη βάρκα του στο παγωμένο νερό, έβαλε μπροστά τη μηχανή και πήρε κατεύθυνση προς τη μεριά που είχε ρίξει τα δίχτυα του. Από μικρό παιδί ήταν μέσα στη θάλασσα. Η αλμύρα της είχε πια ποτίσει το πετσί του. Η βάρκα ανήκε στον πατέρα του. Μαζί πηγαίνανε για ψάρεμα κι όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή, αυτή έμεινε παρατημένη στον Παχύ τον Άμμο να την τρώει η υγρασία και να την τρυπάνε οι αέρηδες. Ώσπου ήρθε η ώρα που η απώλεια σταμάτησε να του τρώει την ψυχή και πήρε την απόφαση να ρίξει ξανά τα δίχτυα στα νερά του κόλπου.
Μερεμέτισε τη βάρκα και την έβαψε. Το όνομα της μάνας του της είχε δώσει ο πατέρας του, «Μάρθα» και δεν το άλλαξε. Ερασιτέχνης ψαράς ήταν ο Ηλίας, έπιανε κανένα ψάρι για το τραπέζι της οικογένειας ή για το ούζο με τους φίλους του στον καφενέ. Πότε πήγαινε μόνος του και πότε με παρέα, αλλά εκείνες οι ώρες της μοναξιάς του με τη θάλασσα ήταν η κάθαρσή του. Μέσα στην σιωπή της προσπαθούσε να τα βρει με τον εαυτό του, να ζυγιάσει τις μπόρες του ή να αφήσει στα βαθιά της τον τσακωμό της μέρας με τη γυναίκα του. Τον πείραζε όταν καμιά φορά έφευγε από το σπίτι μαλωμένος, δεν ήθελε να είναι κλειστή η καρδιά τους στο κατευόδιο.
Άνοιξε τον θερμό να βάλει λίγο ζεστό καφέ. Η θάλασσα ήταν γαλήνια, αλλά μόνο στην επιφάνειά της. Το μέσα της λες και ήταν πεινασμένο αγρίμι που καταβρόχθιζε ψυχές. Άλλη μια βάρκα χτες ξέβρασε ανθρώπους στις ακτές τους. Ήταν βαθιά και παγωμένα τα νερά του Αιγαίου για όποιον δεν ήξερε να κολυμπά. Πολλές ζωές είχαν χαθεί σε έναν οδυνηρό και άδικο θάνατο. Η θάλασσα είναι τυφλή, δεν βλέπει ποιον καταπίνει στον κόρφο της, αλλά και κουφή, δεν ακούει τις κραυγές της απόγνωσης.
Διχασμένο ήταν το νησί του με τις βάρκες που κουβαλούσαν πάνω τους αναλώσιμες ζωές. Ένα νησί που το χώμα του είχε κάποτε ποτιστεί από το κλάμα της προσφυγιάς που έφτασε θαλασσοδαρμένη στις ακτές του. Κοίταξε κατά τη μεριά της ανατολής.
Μέσα σε μια βάρκα είχε έρθει στον τόπο αυτό ο πατέρας του μικρό παιδί. Σαν τώρα θυμόταν τα λόγια του, πως τις ρίζες του τις είχε αφήσει πίσω. Έξι χρονών ήτανε, όταν τον άρπαξε η μάνα του από τον δρόμο που έπαιζε καρύδια με δυο φίλους του. Εκείνος δεν καταλάβαινε πολλά, μονάχα πως κάτι κακό είχε συμβεί.
Έβαλε ό,τι μπορούσε η μάνα του σε έναν μπόγο, έραψε στις φόδρες των παιδιών της λίγα κοσμήματα, που ήτανε κειμήλια και έκρυψε μες στις κάλτσες τους μερικές λίρες. «Για λίγο καιρό» τους είχε πει ο πατέρας τους, όταν τους έβαζε βιαστικά στο καΐκι που θα τους φυγάδευε στη Μυτιλήνη. Ήταν έμπορος και είχε φίλους στο νησί, οι οποίοι είχαν δεχτεί να φιλοξενήσουν τη γυναίκα του και τα παιδιά του μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα.
Το καΐκι ήταν μικρό και είχαν στοιβαχτεί μέσα του πολλοί άνθρωποι. Ένας βουβός λυγμός περιφερόταν πάνω στο παλιό σκαρί, που τρύπωνε μέσα στην ψυχή τους για να βρει καταφύγιο. Ακόμα και τα δάκρυα τους έτρεχαν αθόρυβα για να τους προστατέψουν. Ξαφνικά, ένα μωρό άρχισε να κλαίει και φώναζαν στη μάνα του να το κάνει να σωπάσει. Εκείνη, αφού δεν το κατάφερε με τα λόγια, έπιασε να του σιγοτραγουδά ένα τραγούδι που μιλούσε για την αγάπη, για τη γιατρειά, για τη ζωή. Η προσφυγιά γαντζώθηκε πάνω στον μελωδικό λυγμό που θύμιζε την αγάπη και τη ζεστή αγκαλιά της μάνας. Σε μια στιγμή, όλοι είχαν γίνει μικρά παιδιά που νοσταλγούσαν το χάδι και τη μυρωδιά της.
Γύρισε και κοίταξε τη μάνα του. Μέσα σ’ εκείνη τη βάρκα που τους έπαιρνε μακριά, την είδε να αποχαιρετά με το βλέμμα της τον πατέρα του. Η καρδιά της ένιωθε πως δε θα τον έβλεπε ποτέ ξανά. Δεν μπορούσε να πει, αν το μωρό κατάλαβε τον καημό στη φωνή της μάνας του και τη λυπήθηκε ή αν ηρέμησε με το τραγούδι της, πάντως σταμάτησε να κλαίει, ενώ εκείνος είχε γαντζωθεί από τη φούστα της δικής του μάνας.
Τα πράγματα δεν ηρέμησαν ποτέ. Πρόσφυγες γίνανε, πρόσφυγες που μπήκανε σε μια βάρκα και ξεριζώθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη. Ένα καρύδι είχε μείνει στην τσέπη του, απομεινάρι του παιχνιδιού που έμεινε στη μέση. Ένα καρύδι που το φύλαγε για χρόνια δίπλα στα εικονίσματα. Τον πατέρα του δεν τον είδαν ποτέ ξανά. Έμαθαν πως την επόμενη μέρα μπούκαραν οι τσέτες στο χωριό, έκαψαν τα σπίτια και κρέμασαν τους άντρες στην πλατεία.
Τάμα στη μνήμη του είχε κάνει να επιστρέψει μια μέρα πίσω για να αποχαιρετίσει, όπως του άξιζε, τον τόπο που τον γέννησε. Κι ο Ηλίας δεν του χάλασε το χατίρι του πατέρα του. Μετά από 80 χρόνια, με ένα άλλο καραβάκι ταξίδεψε στα ίδια τα νερά που κάποτε είχαν κουβαλήσει σ’ ένα σκαρί την αβάσταχτη προσφυγιά του. Η ψυχή του ρίγησε σαν είδε τα πρώτα σπίτια στο Αϊβαλί να τον καλωσορίζουν.
Ο γέροντας θυμόταν αμυδρά τον δρόμο που ήτανε κάποτε το σπίτι του. Βρήκανε τη γειτονιά του ρωτώντας. Δεν είχε απομείνει τίποτα όρθιο. Γονάτισε σε μια άκρη, στο μέρος που, μια ζωή πριν, στεκόταν περήφανο το πατρικό του και έκλαψε, όπως τότε που ήτανε παιδί. Κι όταν πια σηκώθηκε όρθιος, σκούπισε τα μάτια του και κοίταξε ολόγυρα. Διέκρινε λιγοστά παλιά αγαπημένα σπίτια. Και τότε χαμογέλασε, λες και χαιρετούσε τη ζωή που κάποτε γελούσε ξένοιαστα στα σωθικά τους. Τι να είχαν απογίνει άραγε οι φίλοι του; Να ήταν ζωντανοί; Να είχαν γλιτώσει από το μαχαίρι και τη φωτιά; Σχεδόν ευλαβικά, έσκυψε, πήρε λίγο χώμα σε ένα σακουλάκι και το έβαλε συγκινημένος και με αργές κινήσεις στην τσέπη του.
«Μ’ αυτό θέλω να με θάψετε» ψιθύρισε στον γιο του και ο Ηλίας τίμησε την τελευταία επιθυμία του πατέρα του.
Είχαν πάρει αμίλητοι τον δρόμο της επιστροφής. Μέσα στο καραβάκι, το βλέμμα του πατέρα του ήταν καρφωμένο στα κλειστά παραθυρόφυλλα, που τον αποχαιρετούσαν οριστικά πια κι όταν χάθηκαν στον ορίζοντα, ο γέροντας κοίταξε τη θάλασσα. Αυτήν την ίδια θάλασσα, που κάποτε είχε γεμίσει με κραυγές και αίμα και είχε λουφάξει μπροστά στον ανθρώπινο σπαραγμό. Και τότε μονολόγησε με τη φωνή του να στάζει καημό και παράπονο.
«Ποιος μπορεί να πει ποια είναι τα όρια του Θεού και ποια του Αλλάχ μέσα στα κύματα; Εγώ δεν τα βλέπω, γιε μου, μπας και τα βλέπεις εσύ; Κανένας Θεός και κανένας Αλλάχ δε θα άντεχε να γίνει μάρτυρας σ’ αυτό το ανελέητο ανθρώπινο θεριό, που κατασπάραξε τόσες αθώες ψυχές. Δεν έχει θρησκεία ο θάνατος, ο πόλεμος και ο ξεριζωμός. Ούτε υπάρχει καμιά γραμμή ανάμεσα στον ουρανό και στη θάλασσα, που να ορίζει το δίκαιο από το άδικο, τον θάνατο από τη ζωή. Τον ξεριζωμό από τη ζεστασιά του σπιτιού σου.»
Αυτές ήταν οι τελευταίες κουβέντες του πατέρα του για τον ξεριζωμό, δε μίλησε ποτέ ξανά για την προσφυγιά όσο ζούσε. Ο Ηλίας τα στερνά τούτα λόγια δεν τα ξέχασε ποτέ. Κάθε φορά που αγνάντευε τη θάλασσα και κάθε φορά που κοιτούσε στον ουρανό, έρχονταν στο μυαλό του να του θυμίσουν την ανοιχτή πληγή που αφήνει μέσα σου η προσφυγιά, μια πληγή που γερνάει μαζί σου και μένει καντήλι αναμμένο τα βράδια της προσευχής σου.
Συγκινημένος από τις αναμνήσεις, άρχισε να τραβάει τα δίχτυα του. Η ψαριά του ήταν μικρή, αλλά αρκετή για να πιει ένα ούζο στην υγειά του πατέρα του. Καθώς έβγαζε τα ψάρια, είδε πως κάτι είχε μπερδευτεί μέσα στα δίχτυα. Έσκυψε να δει καλύτερα και χλόμιασε, όταν συνειδητοποίησε τι ήταν.
Ένα παιδικό παπουτσάκι ήταν πιασμένο ανάμεσα στα νήματα. Η θύμηση της προσφυγιάς του πατέρα του, λίγα λεπτά μόλις πριν, τον έκανε να βουρκώσει. Το πήρε στα χέρια του με τρεμάμενα δάχτυλα κρατώντας την ανάσα του, θαρρείς και το μωρό που το φορούσε κοιμόταν και δεν ήθελε να το ξυπνήσει. Απεγνωσμένα το βλέμμα του έτρεξε στα δίχτυα μήπως ανακαλύψει ζωντανό ακόμα το κορμάκι του, μήπως προλάβει να το σώσει, μια σκέψη παραλογισμού, σημάδι της απόγνωσης που ένιωθε.
Κοίταξε αγριεμένος τη θάλασσα και έβγαλε μια κραυγή. Ήταν αχόρταγη και σκληρή. Ποια μάνα να το έκλαιγε; Άραγε να έφυγε μοναχό του ή μαζί με τον αγαπημένο κόρφο της να το νανουρίζει στη σκοτεινιά του νερού; Τι σημασία είχε αν αυτό το μικρό ήταν πρόσφυγας ή λαθρομετανάστης; Πόσο πιο ανώδυνος θα ήταν ο πνιγμός του για τη μάνα του και τον πατέρα του; Τι αξία έχει η ανθρωπιά, όταν διαλέγει ποιος αξίζει να ζήσει ή να πεθάνει;
Τα παράτησε όλα. Έριξε τα ψάρια στη θάλασσα μέσα από την ψευδαίσθηση μιας ύστατης σωτηρίας και έβαλε με αργές κινήσεις το κόκκινο παιδικό παπουτσάκι στην άκρη της βάρκας του. Δεν είχε κουράγιο να το ρίξει πίσω στο νερό. Επέστρεψε στο σπίτι του με βαριά καρδιά. Αποφάσισε να μην πει τίποτα στη γυναίκα του και τη στεναχωρήσει. Εκείνη αντιλήφθηκε πως ο άντρας της ήταν αναστατωμένος, σαν να της φάνηκε κλαμένος κι όταν τον ρώτησε αν ήτανε καλά, ο Ηλίας μουρμούρισε πως είχε συγκινηθεί, γιατί είχε θυμηθεί μέσα στη βάρκα τον πατέρα του.
Παρατήρησε μια τσάντα με προμήθειες στην άκρη της κουζίνας. Η γυναίκα του είδε το βλέμμα του να σταματάει πάνω τους.
«Είναι για τους σημερινούς πρόσφυγες. Ευτυχώς η βάρκα τους άντεξε στην κακοκαιρία και σώθηκαν πολλοί αυτή τη φορά» του είπε. «Θα τους πάμε λίγα τρόφιμα και ζεστά ρούχα για τα παιδιά αύριο νωρίς το πρωί».
Τα λόγια της ανακούφισαν λιγάκι την αντάρα μέσα του. Τουλάχιστον κάποιοι σώθηκαν, σκέφτηκε και αναστέναξε. «Δεν έχει θρησκεία ο θάνατος, ο πόλεμος και ο ξεριζωμός.» Η κουβέντα του πατέρα του… Βούρκωσε στη σκέψη του κι ένιωσε πως είχε ένα χρέος απέναντι στις προσφυγικές ρίζες του και απέναντι στην ίδια τη ζωή. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε τον εαυτό του να είναι κομμάτι αυτής της ανθρώπινης τραγωδίας, που βούλιαζε σχεδόν καθημερινά στην παγωμένη θάλασσα του νησιού του.
Δεν ήθελε να αφήσει τη γυναίκα του να πάει μοναχή της, ήταν βαριά για τους ώμους της η δυστυχία που θα αντίκρυζε. Αυτήν τη φορά, θα τη συνόδευε. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει απέναντι στην παιδική ψυχούλα, που κολυμπούσε πια απροστάτευτη και ξυπόλητη στα βαθιά νερά.
Την επόμενη μέρα είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος στον χώρο της υποδοχής, για να προσφέρει λίγο φαγητό και ζεστά ρούχα στους ανθρώπους, που είχαν διεκδικήσει τη ζωή τους με τον πιο επικίνδυνο τρόπο. Μόνο ένας απεγνωσμένος θα έβαζε το παιδί του μέσα σε μια βάρκα προς το άγνωστο στο καταχείμωνο. Μόνο ένας απελπισμένος, θα έβαζε σε μια βάρκα τα όνειρά του με τίμημα την ίδια του τη ζωή.
Άφησε ο Ηλίας το βλέμμα του να περιπλανηθεί πάνω στις τραγικές φιγούρες με τα φοβισμένα και θλιμμένα πρόσωπα, λες και ήθελε να ανακαλύψει τη μάνα που έκλαιγε για τον χαμό του παιδιού της. Και τότε το είδε. Ένα μωράκι κουρνιασμένο στην αγκαλιά της μάνας του φορώντας ένα κόκκινο παπούτσι. Το άλλο του ποδαράκι ήταν γυμνό και το χάιδευε το χέρι της μάνας για να το ζεστάνει.
Το γέλιο του ενώθηκε με τον λυγμό του και έτρεξε κοντά του να το αγκαλιάσει. Ξαφνιάστηκαν μάνα και παιδί. Το κοριτσάκι τον κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα μάτια του φοβισμένο. Κι εκείνος το χάιδεψε στα μαλλιά, στα μάγουλα, στα ποδαράκια ευτυχισμένος.
Εξαφανίστηκε ο Ηλίας, σχεδόν πέταξε μέχρι τη βάρκα του. Κι όταν επέστρεψε, φόρεσε, με χέρια που έτρεμαν, το παπουτσάκι στο παιδικό ποδαράκι για λίγο μόνο. Τόσο όσο για να δει τη ζωή να ξεπληρώνει το άδικο, τόσο όσο για να ηρεμήσει η δική του η ψυχή από την αντάρα της περασμένης νύχτας. Λίγη ώρα μετά, ένα καινούριο ζευγάρι παπουτσάκια ζέσταινε τα παιδικά ποδαράκια μαζί με την ανθρωπιά μιας άλλης προσφυγιάς.
Είπαν οι κριτές...
Το έργο “Το παπουτσάκι της προσφυγιάς” αποτελεί μια ιδιαίτερα ευαίσθητη και καλοδουλεμένη αφήγηση, η οποία προσεγγίζει με σεβασμό και λυρισμό το τραύμα της προσφυγιάς, μέσα από την αθώα ματιά ενός παιδιού. Η χρήση της εγκιβωτισμένης αφήγησης ενισχύει τη δομή του έργου, προσφέροντας βάθος και πολυεπίπεδη προσέγγιση της θεματικής του. Η λογοτεχνική γραφή ξεχωρίζει για τη ζωντάνια των περιγραφών και τη συναισθηματική της δύναμη, προκαλώντας ενσυναίσθηση στον αναγνώστη και συμβάλλοντας στη διατήρηση της μνήμης ιστορικών τραγωδιών.
Αν και υπάρχουν σημεία στα οποία η πλοκή θα μπορούσε να αναπτυχθεί περαιτέρω, το συνολικό αποτέλεσμα είναι ισχυρό και συγκινητικό. Το έργο καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στη λογοτεχνική ποιότητα και την κοινωνική ευαισθησία, προσφέροντας στον αναγνώστη όχι μόνο ένα αφήγημα, αλλά και μια βιωματική εμπειρία που μένει στο νου και την καρδιά.