pezo1

Αγιομυργιανάκη Αλεξία – Ο Χειμώνας της Χριστίνας – 3ο Βραβείο

Λίγα λόγια για το έργο μου:

Ο «Χειμώνας της Χριστίνας» είναι έμπνευση από τις «Τέσσερις Εποχές» (και κυρίως τον «Χειμώνα») του Βιβάλντι, όπως αναφέρεται και μέσα στο διήγημα. Εμπεριέχει βιώματα και σκέψεις τα οποία σε συνδυασμό με τη μυθοπλασία έδωσαν αυτό το αποτέλεσμα. Μέσα στο διήγημα γίνεται αναφορά στις σχέσεις μητέρας-κόρης και αδερφής-αδερφής και πώς μπορούν να επηρεάσουν τη ζωή ενός ατόμου, ο εγκλωβισμός που μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος μέσα σε μια τοξική οικογένεια, αλλά και η ελπίδα που είναι δυνατόν να γεννηθεί ακόμα και όταν κάποιος νιώθει ότι χάνει τον έλεγχο ή όταν οι συνθήκες δεν είναι ιδανικές. 

Λίγα λόγια για μενα:

Είμαι πνεύμα ανήσυχο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Από μικρό παιδί αγαπούσα το διάβασμα και τα βιβλία, και αυτό έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι στο σχολείο δε μου άρεσαν καθόλου τα φιλολογικά μαθήματα. Δεν ήμουν καθόλου καλή στην έκθεση και δεν ήθελα να διαβάζω ιστορία – ήταν για μένα μαρτύριο. Πιστεύω πολύ στη δια βίου μάθηση και για το λόγο αυτό θέλω συνέχεια να εξελίσσομαι και να μαθαίνω νέα πράγματα. Η ενασχόλησή μου με τη συγγραφή με έχει βοηθήσει να εκφράζομαι και να διαχειρίζομαι καλύτερα το άγχος που προκαλείται από την πολύ απαιτητική καθημερινότητα.

Ο Χειμώνας της Χριστίνας

«Χειμώνας». Βιβάλντι. Το αγαπημένο κομμάτι της Χριστίνας. Της άρεσε πολύ η κλασική μουσική. Της είχε εμφυσήσει την αγάπη για αυτό το είδος μουσικής η μεγαλύτερη αδερφή της, η Μαρία. Της είχε μάθει όλους τους κλασικούς συνθέτες. Μπαχ, Μπετόβεν, Τσαϊκόφσκι, Βιβάλντι. Οι δίσκοι τους αλλά και το πικ απ ήταν δώρο από έναν Αμερικάνο που είχε βοηθήσει κάποτε ο πατέρας της, όταν είχε χαθεί στα χωράφια τους. «Τι να το κάνω τώρα εγώ αυτό το μαραφέτι;» έλεγε και ξανάλεγε ο πατέρας. Δεν ήξερε τι ήταν. Κανείς στο χωριό δεν είχε κάτι τέτοιο, ούτε είχε ξαναδεί πικ απ. Ίσως σε κάποια αμερικάνικη ταινία, στην τηλεόραση του καφενείου. Μόνο ραδιόφωνο είχαν κάποιοι, που έπιανε μόνο έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό. Ο Αμερικάνος, όμως, το θεώρησε σπουδαίο δώρο και το έδωσε στον πατέρα της Χριστίνας με όλη του την καρδιά, για να του εκφράσει την βαθιά ευγνωμοσύνη που ένιωθε. «Άλλος μπορεί κλέψει εμένα ή σκοτώσει. Εσύ βοήθεια εμένα. Εφαρίστω.» του είχε πει με τα σπαστά ελληνικά που μιλούσε. 

Η Χριστίνα ήταν το μικρότερο από τέσσερα αδέρφια. Πρώτη ήταν η Μαρία και έπειτα δίδυμα αγόρια. Είχε ορκιστεί η μαμά της Χριστίνας ότι δεν θα έκανε άλλα παιδιά μετά από τα δίδυμα. Είχε ζοριστεί τόσο πολύ να μεγαλώσει τα αγόρια αυτά. Όσο ήσυχα και αν ήταν σαν μωρά, ήταν δύο. Δύο που την είχαν ανάγκη ταυτόχρονα. Που αρρώσταιναν και που έβγαζαν δοντάκι ταυτόχρονα. Ακόμα και αν δεν ξυπνούσαν την ίδια στιγμή μέσα στην μαύρη νύχτα, σιγουρα θα ξυπνούσε ο ένας τον άλλο. Είχε απελπιστεί η μαμά της Χριστίνας. Δεν είχε βοήθεια από κανέναν και έπρεπε να πηγαίνει κάθε μέρα στο χωράφι με τον άντρα της για να καταφέρουν να βγάλουν τα προς το ζην. Η Μαρία ήταν πέντε χρονών όταν γεννήθηκαν τα αγόρια και όμως ανέλαβε πολλές ευθύνες, πολύ περισσότερες από κάθε άλλο παιδί της ηλικίας της, ακόμα και για εκείνη την εποχή. Όταν κατάλαβε ότι είναι έγκυος στην Χριστίνα, η μαμά της ήθελε να πεθάνει. Δεν το είπε σε κανένα για πολύ καιρό. Έκανε ο,τιδήποτε περνούσε από το χέρι της για να μην καταφέρει το σώμα της να κρατήσει αυτό το έμβρυο. Σήκωνε τσουβάλια, έσκαβε τα χωράφια, έσκυβε πολύ και έμενε πολλές ώρες νηστική. Προσπαθούσε, με κάθε τρόπο, να εξαντλήσει το σώμα της ώστε να μην καταφέρει να ολοκληρωθεί η κύηση. Όμως, δεν κατάφερε να πετύχει το σκοπό της. Η Χριστίνα γεννήθηκε πάνω σε ένα τρακτέρ, καθώς οι γονείς της γύριζαν από το χωράφι, μια νύχτα που οι αστραπές φώτιζαν τον ουρανό και προμήνυαν ότι η καταιγίδα είναι κοντά. Τι τραγική ειρωνεία! Τριανταεπτά χρόνια αργότερα η Χριστίνα θα γεννούσε το κοριτσάκι της μέσα σε ένα ταξί, μια βροχερή νύχτα. Δεν την ήθελε η μαμά της την Χριστίνα και το έδειχνε με κάθε ευκαιρία. 

Την ανατροφή της ανέλαβε η Μαρία, η μεγαλύτερη αδερφή της, που ήταν μόλις εννέα ετών, αλλά είχε ήδη συμβάλει πολύ στην ανατροφή των δίδυμων αδερφών της και ήξερε τι να κάνει. Όσο η Χριστίνα ήταν μωρό, η Μαρία έδενε ένα σεντόνι πάνω της, σαν σακί, και την έβαζε εκεί μέσα. Ένα παιδί κουβαλούσε ένα άλλο παιδί. Έτσι μεγάλωσαν αυτά τα κορίτσια. Μαζί ξεπερνούσαν όλες τις δυσκολίες και μάθαινε πολλά η μια από την άλλη. Μέχρι που η Μαρία αρρώστησε βαριά, όταν η Χριστίνα ήταν δεκαέξι χρονών. Δεν έφυγε από το πλευρό της η Χριστίνα. Μόνο για να πηγαίνει στο σχολείο. Είχε υποσχεθεί στην Μαρία πως ο,τιδήποτε και να γινόταν με την υγεία της, εκείνη δεν θα παρατούσε το σχολείο. Πήγαινε, λοιπόν, κάθε μέρα και από το μεσημέρι μέχρι και το επόμενο πρωί ήταν δίπλα στην Μαρία. Δυο χρόνια κράτησε αυτό. Λες και κρατιόταν η Μαρία μέχρι να τελειώσει η Χριστίνα το γυμνάσιο – ήταν εξατάξιο την εποχή εκείνη. Πέθανε μέσα στον ύπνο της, ήρεμη και γαλήνια, όπως ήταν σε όλη την σύντομη ζωή της. Όταν, χρόνια αργότερα, η Χριστίνα γέννησε την κόρη της, της έδωσε το όνομα της αδερφής της. Σαν φόρο τιμής. Σαν συνέχειά της. Τόσο πολύ αγαπούσε την αδερφή της. Και τόσο πολύ την αγαπούσε η αδερφή της. Όλη την αγάπη που είχε λάβει η Χριστίνα σαν παιδί αλλά και σαν έφηβη την είχε λάβει από την Μαρία. 

Ένα χρόνο μόνο άντεξε στο σπίτι χωρίς την Μαρία. Η ανακούφιση της μαμάς της, αλλά και της ίδιας της Χριστίνας, ήταν μεγάλη όταν πήρε την απόφαση να μετακομίσει στην πόλη για να βρει δουλειά. Μετά το θάνατο της Μαρίας, η Χριστίνα άκουγε συνέχεια κλασική μουσική. Με αυτό τον τρόπο την ένιωθε κοντά της. Έκλεινε τα μάτια και γυρνούσε πίσω στην εποχή που κάθονταν αγκαλιά στην πολυθρόνα του μπαμπά, όταν έλειπαν όλοι από το σπίτι, και άκουγαν μουσική για ώρες πολλές. Ο «Χειμώνας» του Βιβάλντι πάντα έκανε την Χριστίνα να ανατριχιάζει. Από την πρώτη νότα το αναγνώριζε και ευχαριστούσε την Μαρία που το έβαζε ξανά και ξανά στο πικ απ. Όταν, λοιπόν, έφυγε από το χωριό και πήγε να μείνει στην πόλη, το πήρε μαζί της. Έτσι κι αλλιώς κανείς από την υπόλοιπη οικογένεια δεν το είχε ακουμπήσει. 

Η ζωή στην πόλη για την Χριστίνα ήταν κάτι το μαγικό. Ένιωθε ότι είχε φύγει από μια φυλακή. Ένιωθε ελεύθερη. Δεν άργησε να βρει δουλειά. Ήταν εργατικό κορίτσι από παιδί. Έγινε βοηθός σε μια μοδίστρα. Στην αρχή, σημείωνε απλά τις διαστάσεις των πλουσίων κυριών που πήγαιναν κάθε εβδομάδα για να ράψουν καινούργιο φόρεμα. Κουβαλούσε και το ύφασμα για να διαλέξουν. Πάντα, ήθελαν να δουν όλες τις διαθέσιμες επιλογές. Και δωστου να κουβαλάει η Χριστίνα τα υφάσματα. Δεν την ένοιαζε. Της άρεσε η ανεξαρτησία της και θα έκανε τα πάντα για να την διατηρήσει. Mαθήτευε κοντά στην μοδίστρα και άρχισε δειλά δειλά να ράβει κι εκείνη. Έπιαναν τα χέρια της Χριστίνας και σύντομα έκανε θαύματα με ένα κομμάτι ύφασμα και μια ραπτομηχανή. Υπήρχαν πελάτισσες που ήθελαν μόνο εκείνη να ράβει τα ρούχα τους και σύντομα, η πελατεία αυξήθηκε. Αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό που η Χριστίνα έγινε συνέταιρος της μοδίστρας και πήραν ένα νέο κορίτσι για βοηθό. Το μαγαζί από ραφείο έγινε ατελιέ ραπτικής και το επισκέπτονταν όλες οι κυρίες της πόλης για να έχουν ένα μοντελάκι τους στη γκαρνταρόμπα τους.

Περίπου μετά από μια δεκαετία, μια ηλικιωμένη κυρία επισκέφτηκε το ατελιέ με τον γιο της. Ήθελε ένα φόρεμα για τον γάμο της κόρης της και ήθελε τις καλύτερες μοδίστρες. Αμέσως μόλις κοιτάχτηκαν, η Χριστίνα και ο γιος της ηλικιωμένης κυρίας, ένιωσαν μια σπίθα να ανάβει στην καρδιά. «Κώστας» είπε και έτεινε το χέρι του για την πιο ζεστή και εγκάρδια χειραψία που είχε κάνει ποτέ κανείς στην Χριστίνα. Κόντευε τα τριάντα και όμως ένιωσε σαν έφηβη κοντά του. «Χριστίνα» απάντησε και ένιωσε να κοκκινίζουν μέχρι και τα αυτιά της. Αυτό ήταν. Μετά από εκείνη την επίσκεψη, ο Κώστας έβρισκε συνέχεια αφορμές για να πηγαίνει στο ατελιέ να βλέπει την Χριστίνα. Και κάπως έτσι, το φλερτ έγινε έρωτας και ο έρωτας βαθιά αγάπη. Τρία χρόνια και μερικούς μήνες μετά παντρεύτηκαν και ένιωθαν οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι στον κόσμο. Οι γονείς και τα αδέρφια της Χριστίνας πήγαν στον γάμο σαν απλοί καλεσμένοι. Δεν ήθελε κάτι παραπάνω η Χριστίνα. Δεν ήθελε καμία επαφή μαζί τους και ούτε εκείνοι ήθελαν κάτι περισσότερο. Έκαναν πολλά πράγματα μαζί ο Κώστας και η Χριστίνα. Ταξίδευαν συχνά και περνούσαν τέλεια. Όλος ο κόσμος τους καμάρωνε και τους θαύμαζε. Φαινόταν στα μάτια τους το πόσο αγαπιόντουσαν. 

Σχεδόν αμέσως μετά το γάμο ξεκίνησαν τις προσπάθειες για να κάνουν παιδί. Ήθελαν και οι δυο πολλά παιδιά. Τριάντα τριών χρονών η Χριστίνα και τριάντα έξι ο Κώστας νόμιζαν ότι δεν είχαν πολλά περιθώρια. Η πρώτη εγκυμοσύνη ήρθε τρεις μήνες αργότερα. Η Χριστίνα το κατάλαβε επειδή είχε δυο μήνες να της έρθει περίοδος. Όταν πήγε στον γιατρό επιβεβαιώθηκε. Όμως, έναν μήνα αργότερα είχε αιμορραγία και έχασε το έμβρυο. Ένιωσε απαίσια. Ένιωσε ότι την πρόδωσε το ίδιο της το σώμα. Γιατί; Γιατί να μην μπορεί να κρατήσει το μωράκι της στην αγκαλιά; Γιατί έπρεπε να τερματιστεί η εγκυμοσύνη; Δεν έκανε τίποτα λάθος. Ήταν πολύ προσεκτική με όλα. Δούλευε τις μισές ώρες και πρόσεχε πολύ την διατροφή της. Ο Κώστας ήταν στο πλάι της. Την στήριξε με τέτοιο τρόπο που δεν είχε ποτέ ξανά βιώσει η Χριστίνα. Ό,τι χρειαζόταν, της το έφερνε χωρίς καν να το ζητήσει. Και τις τέσσερις φορές που συνέβη αυτό, σε διάστημα τριών χρόνων, ήταν εκεί ο Κώστας. Δίπλα της. Δίπλα της όταν πετούσε στα σύννεφα που μάθαινε ότι είναι έγκυος. Δίπλα της όταν ένιωθε ότι μαζί με το έμβρυο έχανε τον κόσμο της ολόκληρο. Κάθε αποβολή, όμως, απομάκρυνε την Χριστίνα από τον Κώστα και αυτό ήταν κάτι που ο ίδιος δεν το είχε αντιληφθεί.. Απλά της έδινε τον χώρο και τον χρόνο που νόμιζε ότι χρειαζόταν. Είχε σταματήσει να του εκμυστηρεύεται τα πιο κρυφά της μυστικά, όπως έκανε στην αρχή της σχέσης τους. Του μιλούσε πλέον μόνο για τα βασικά. Τι να ψωνίσουν από το σούπερ μάρκετ, τι να μαγειρέψουν και τι ώρα θα ξυπνήσουν το επόμενο πρωί. Συνέχισαν να κάνουν έρωτα. Μηχανικά. Για εκτόνωση. Τουλάχιστον από την μεριά της Χριστίνας. Για αυτό και η έκπληξή της όταν μετά από αρκετούς μήνες έμεινε για πέμπτη φορά έγκυος ήταν πολύ μεγάλη. Είχε πλέον απογοητευτεί. Και ήξερε ότι ούτε αυτή η εγκυμοσύνη θα προχωρούσε, οπότε απέκλεισε κάθε συναίσθημα και απλά περίμενε να συμβεί το μοιραίο. Αυτή την φορά δεν το είπε σε κανένα ότι είναι έγκυος. Ούτε θα το έλεγε όταν θα απέβαλε. Όπως η μαμά της, έτσι κι εκείνη κράτησε κρυφή την εγκυμοσύνη. Μόνο που η Χριστίνα ήθελε περισσότερο από κάθε άλλο στην ζωή της να καταφέρει το σώμα της να κρατήσει αυτό το μωρό. Μακάρι να ήξερε τι να κάνει και πώς να το κάνει για να το καταφέρει. Βαθιά μέσα της ήθελε αυτή την φορά να γίνει το θαύμα και σε λίγους μήνες να κρατάει στα χέρια της ένα τοσοδούλι πλασματάκι. Γερό και δυνατό. Αχ, πόσο το ήθελε!

Το βράδυ της μέρας που έμαθε ότι είναι έγκυος είδε στον ύπνο της την αδερφή της, την Μαρία. «Με ξέχασες!» της είπε. «Γιατί δεν ακούς πια τη μουσική μας; Η καρέκλα που καθόμασταν αγκαλιά είναι άδεια μέσα στο μυαλό σου. Γιατί δεν πηγαίνεις πια εκει; Όλα είναι εντάξει! Εγώ είμαι καλα! Και εσύ είσαι καλά! Απλά χρειάζεται να το θυμάσαι!» και ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα η Χριστίνα. Ευτυχώς, ο Κώστας δεν ξύπνησε και δεν χρειάστηκε να του εξηγήσει ούτε τι περνούσε για πέμπτη φορά ούτε τι είδε στον ύπνο της. Την επόμενη ημέρα η Χριστίνα πήρε την απόφαση να σταματήσει να πηγαίνει στο ατελιέ. Υπήρχε πλέον πολύ προσωπικό και άρτια εκπαιδευμένο ώστε να μπορεί η ίδια να αποτραβηχτεί. Για λίγο ή για πολύ. Θα αποφάσιζε αργότερα. Άρχισε να κάνει μεγάλους περιπάτους. Αυτή την φορά δεν έμεινε κλεισμένη μέσα για να «προστατέψει» το έμβρυο, όπως έκανε τις προηγούμενες φορές. Έβαζε τα ακουστικά στο γουόκμαν και περπατούσε. Περπατούσε πολλές ώρες, χωρίς σκοπό. Σε κάποιο περιοδικό είχε διαβάσει πως το περπάτημα χωρίς σκοπό, δηλαδή να μην έχεις κάπου να φτάσεις, βοηθάει να εκριθούν οι ορμόνες της χαράς. Άκουγε πάντα κλασική μουσική και φυσικά το «Χειμώνα» του Βιβάλντι σε πολλές, πολλές επαναλήψεις. Πατούσε το κουμπί stop, έπειτα rewind και ξανά play. Δεν το πετύχαινε πάντα από την αρχή. Λίγο πριν ή λίγο μετά αλλα δεν την ένοιαζε. Την ταξίδευε ο ήχος του βιολιού από όποιο σημείο και αν ξεκινούσε η μουσική. Της έκανε καλό αυτή η νέα συνήθεια. Είχε αρχίσει να βρίσκει τον εαυτό της. Είχε αρχίσει να βρίσκει ξανά και την αγάπη της για τον Κώστα. Ούτε που κατάλαβε πως πέρασαν οι μήνες. Πού ήταν η απαίσια αιμορραγία; Πότε θα ερχόταν; 

Μια μέρα ενώ καθόταν ήρεμη σε ένα παγκάκι για να ξεκουραστεί από τον πρωινό της περίπατο, ένιωσε χαμηλά στην κοιλιά κάτι σαν φτερούγισμα. «Κάτι δεν πάει καλά» σκέφτηκε. Μετά από λίγο το ένιωσε ξανά. Τι να ήταν; Δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο. Και πόσους μήνες είχε να της έρθει περίοδος; Ούτε που θυμόταν. Αποφάσισε να επισκεφτεί τον γυναικολόγο της. «Αυτό που ένιωσες ήταν το μωράκι σου που έχει μεγαλώσει τόσο μέσα στη μήτρα σου και πλέον μπορείς να αντιληφθείς τις κινήσεις του!» είπε με χαμόγελο ο γιατρός. Η Χριστίνα δεν το πίστευε. Μετά από εκτεταμένη συζήτηση με τον γιατρό, ο οποίος της έλυσε πολλές απορίες, πήγε τρέχοντας στον Κώστα. «Κώστα αγάπη μου! Είμαι έγκυος!» του ανακοίνωσε για μια ακόμη φορά κάνοντάς τον να τα χάνει. Εκείνος κατάλαβε αμέσως τι θα αντιμετώπιζε αλλά δεν ήξερε αν είχε άλλη ψυχική αντοχή για να στηρίξει τη Χριστίνα μετά την απώλεια. Γιατί κι εκείνος πενθούσε τις απώλειες. Κι εκείνος στενοχωριόταν και έκλαιγε κρυφά από την Χριστίνα. Για να μην δει πόσο πονούσε. Να μην δει για να μην στενοχωρηθεί περισσότερο η Χριστίνα. Έπρεπε να δείχνει ότι είναι καλά για να μην καταρρεύσουν όλα όσα με πολύ κόπο και αγάπη είχαν χτίσει. «Μπραβο αγάπη μου! Αυτά είναι υπέροχα νέα!» είπε επιφυλακτικά αλλά η Χριστίνα κατάλαβε τον δισταγμό στην φωνή του. «Όχι, δεν κατάλαβες. Αυτή την φορά έχει προχωρήσει η εγκυμοσύνη! Δεν σου είπα τίποτα για να μην απογοητευτείς για ακόμη μια φορά.  Ένιωσα το μωράκι μας να κουνιέται! Μόλις επισκέφτηκα τον γιατρό και είναι όλα καλα!». Ο Κώστας ένιωσε το σώμα του να γεμίζει από χαρά και από αγάπη που ένιωθε για τη γυναίκα που είχε απέναντί του. Την αγκάλιασε κι εκείνη χάθηκε στην αγκαλιά του. Είχε πολύ καιρό να νιώσει έτσι. Και η Χριστίνα αλλά και ο Κώστας. 

Η εγκυμοσύνη προχωρούσε κανονικά και ομαλά. Η Χριστίνα ένιωθε κάθε μέρα την κοιλίτσα της να φουσκώνει και το μικρούλι μωράκι της να είναι ζωηρό. Ένιωθε κάθε κίνησή του μέσα στη μήτρα. Και είχε αρχίσει να το νιώθει και ο Κώστας, βάζοντας το χέρι του πάνω στην κοιλιά της. Περίπου στον έβδομο μήνα, και αφού όλα πήγαιναν καλά, άρχισαν να ετοιμάζουν και το παιδικό δωμάτιο. Πήραν την πιο όμορφη κούνια, σε λευκό χρώμα, για να φιλοξενήσει το μωράκι τους. Επέλεξαν ένα φωτεινό κίτρινο για τους τοίχους του παιδικού δωματίου, κίτρινο σαν τον ήλιο, γιατί έτσι έλεγαν το μικρούλι εμβρυάκι που μεγάλωνε στην κοιλιά της Χριστίνας. «Ο ήλιος μας!». Κι ας γελούσαν οι φίλοι τους, κι ας τους κοροΐδευαν όσοι δεν τους ήξεραν και τους άκουγαν να μιλάνε έτσι για ένα αγέννητο παιδί. Δεν τους ένοιαζε. Περίμεναν μόνο την στιγμή που θα έσφιγγαν το μωράκι τους στην αγκαλιά τους. Κίτρινο δωμάτιο, λοιπόν, με λευκά έπιπλα. Είχαν, όμως, ακόμη πολλά πράγματα να ετοιμάσουν. Η Χριστίνα είχε φτιάξει μια λίστα με όλα όσα έπρεπε να γίνουν. Την ηρεμούσε να έχει τον έλεγχο μιας κατάστασης και την ηρεμούσε να τα έχει όλα προγραμματισμένα. Πού να ήξερε, όμως, ότι όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια το σύμπαν γελάει; Πού να ήξερε ότι, ειδικά με την εγκυμοσύνη, είναι όλα απρόβλεπτα και όσο και αν έχεις προετοιμαστεί για αυτό που θα ακολουθήσει, στην πραγματικότητα ποτέ δεν μπορείς να είσαι έτοιμος. 

Δύο ημέρες πριν κλείσει τους οχτώ μήνες και έχοντας μεγαλώσει για τα καλά η κοιλιά της, άρχισε να έχει κάτι πονάκια. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι πονάκια ήταν ακριβώς γιατί δεν είχε ξανανιώσει κάτι τέτοιο. Ο πόνος ερχόταν, κρατούσε λίγο, μετά έφευγε και μετά ξανά το ίδιο. Είχε βραδιάσει, ο Κώστας έλειπε για δουλειά και ήταν μόνη στο σπίτι. Πήρε τηλέφωνο τον γιατρό της, ο οποίος της είπε ότι είναι συνηθισμένο να έχει πονάκια – είπε ότι λέγονται συσπάσεις – στο τρίτο τρίμηνο αλλά καλό θα ήταν επειδή είναι η πρώτη της εγκυμοσύνη να την εξετάσει για να ηρεμήσει και η ίδια. Αν συνέχιζε να έχει συσπάσεις θα έπρεπε να πάει στο μαιευτήριο, ώστε να γίνει εκεί η εξέταση. Έκλεισε το τηλέφωνο. Είχε αρχίσει να νιώθει δυσφορία. «Ο Κώστας; Πότε θα έρθει ο Κώστας;», σκέφτηκε όλο αγωνία. Δεν άντεχε άλλο, οι συσπάσεις είχαν ήδη αρχίσει να έρχονται όλο και πιο συχνά και να έχουν όλο και μεγαλύτερη διάρκεια. «Θα καλέσω ταξί και θα αφήσω ένα σημείωμα στον Κώστα να έρθει στο μαιευτήριο. Σιγά, δεν θα γίνει και τίποτα. Καλύτερα να πάω, να με εξετάσει ο γιατρός, να μου πει ότι είμαι μια χαρά και ότι άδικα ανησυχώ. Για να μπορέσω να ηρεμήσω.» μουρμούρισε και σηκώθηκε όλο αποφασιστικότητα. Κάλεσε ένα ταξί, πήρε την τσάντα της και βγήκε στον δρόμο. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Πήρε ομπρέλα μαζί της αλλά δεν την άνοιξε. Ήθελε να νιώσει την βροχή στο πρόσωπό της μήπως αισθανθεί καλύτερα. Μόλις μπήκε μέσα στο ταξί, είπε τον προορισμό της στον οδηγό και αμέσως μετά άφησε μια κραυγή να βγει από τα χείλη της καθώς ένιωσε την πιο δυνατή σύσπαση που είχε νιώσε μέχρι εκείνη την στιγμή. Ο κύριος Μάκης, έτσι λεγόταν ο οδηγός, τρόμαξε. «Μην ανησυχείτε», προσπάθησε να τον καθησυχάσει, «είναι φυσιολογικ……», δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση της. Ένιωσε κάτι ζεστό να τρέχει ανάμεσα στα πόδια της. Δεν μπορούσε να το ελέγξει. «Πρέπει…να…με…πάτε…γρήγορα… στο…μαιευτήριο…Συγγνώμη…δεν είχα καταλάβει ότι ήθελα να πάω στην τουαλέτα και… νομίζω μου έφυγαν λίγα…ούρα. Θα πληρώσω…για τον καθαρισμό, χίλια συγγνώμη…», μιλούσε προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Οι πόνοι ήταν ανυπόφοροι πλέον και ένιωθε μια τρομερή πίεση χαμηλά. «Τι ούρα κοπέλα μου; Εσύ είσαι έτοιμη να γεννήσεις! Έσπασαν τα νερά σου!» είπε ο κύριος Μάκης ο οποίος για καλή της τύχη ήταν πολύτεκνος και είχε παραστεί σε κάθε γέννα των παιδιων του. Η Χριστίνα πάγωσε. Όχι. Όχι τώρα. Για μια απλή εξέταση θα πήγαινε στο μαιευτήριο. Δεν ήταν έτοιμη ακόμα. Δεν είχε πάρει τα πράγματά της μαζί, δεν ήταν ο Κώστας μαζί της. Όχι. Αποκλείεται. Δεν το είχε σχεδιάσει έτσι. Δεν γινόταν να γίνει έτσι. «Πιο γρήγορα σας παρακαλώ…πιο γρήγορα!», φώναξε στον οδηγό και τα μάτια της είχαν αρχίσει να δακρύζουν. Ο κύριος Μάκης όμως, που είχε αντίληψη της κατάστασης, δεν πήγε πιο γρήγορα. Ήξερε ότι στην φάση αυτή μπορεί να ήταν επικίνδυνο να συνεχίσει να οδηγεί. Σταμάτησε το ταξι και επικοινώνησε με συναδέλφους από τον ασύρματο ώστε να ενημερώσουν το μαιευτήριο. Κάποιος συνάδελφος που ήταν κοντά στο μαιευτήριο κατάφερε να βρει τον γιατρό και τον έφερε για να επικοινωνήσει με τον συνάδελφο που μετέφερε την ετοιμόγεννη Χριστίνα. Ευτυχώς, ο κύριος Μάκης είχε μαζί του καθαρές πετσέτες και σεντόνια γιατί καμιά φορά κοιμόταν στο ταξί για να μην οδηγήσει κουρασμένος μέχρι το σπίτι. Τα άπλωσε στο κάθισμά και εκεί ξάπλωσε η Χριστίνα η οποία είχε ασπρίσει από τον φόβο. «Πάρε βαθιές ανάσες», άκουσε τον γιατρό της να λέει από τον ασύρματο. «Γιατρέ νομίζω έχει αρχίσει να φαίνεται το κεφάλι» είπε ο οδηγός προσπαθώντας να κρύψει την αγωνία του και τον φόβο του για να μην αναστατώσει την Χριστίνα. «Ωραία!», είπε ο γιατρός, «Χριστίνα μου στην επόμενη σύσπαση που θα νιώσεις θέλω να σπρώξεις δυνατά! Μπορείς! Θα τα καταφέρεις!», συνέχισε με ήρεμη φωνή. Η Χριστίνα έκλαιγε και ούρλιαζε ότι είναι πολύ νωρίς και δεν ήθελε να χάσει το μωρό της, όμως την πρόλαβε η επόμενη σύσπαση. Έσπρωξε δυνατά ακολουθώντας τις οδηγίες που της είχαν δοθεί και ένιωσε να αδειάζει το μέσα της. Ήταν σίγουρη ότι όλα είχαν πάει στραβά, ότι δεν ήταν καλό αυτό το άδειασμα που ένιωσε. Ήταν σίγουρη…μέχρι που ξαφνικά ακούστηκε το κλάμα του μωρού. Η Χριστίνα σάστισε. Δε μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν, αλλά ήταν τόσο κουρασμένη για να μπορέσει να σκεφτεί. Ο κύριος Μάκης ακούμπησε το μωρό στο στέρνο της και η Χριστίνα έκλεισε τα μάτια αδυνατώντας να καταλάβει τι συμβαίνει.

Όταν τα άνοιξε βρισκόταν σε ένα φορείο, μόνη χωρίς το μωρό. Είχε ορό στο χέρι της και έβλεπε τα φώτα στο ταβάνι να τρέχουν σαν τρελά. «Το μωρό μου! Πού είναι το μωρό μου;» είπε ζαλισμένη και αναρωτιόταν εαν όλα όσα είχε ζήσει ήταν ένα όνειρο ή καλύτερα ένας εφιάλτης. «Το μωρό χαίρει άκρας υγείας. Βρίσκεται στην μονάδα νεογνών για έλεγχο και παρακολούθηση. Θα το δείτε μόλις συνέλθετε. Είναι όλα εντάξει.» άκουσε μια νοσηλεύτρια να της μιλάει. Οι λέξεις ήταν καθησυχαστικές αλλά το ύφος της νοσηλεύτριας ήταν περισσότερο αδιάφορο παρά παρηγορητικό. Η Χριστίνα κόντευε να τρελαθεί από την αγωνία, αλλά ένιωθε υπερβολικά αδύναμη. «Ώστε συνέβη στην πραγματικότητα…» ψέλλισε, χωρίς κανένας να της δώσει σημασία. Τα δάκρυα δεν μπορούσαν να σταματήσουν να τρέχουν από τα μάτια της. Της έδωσαν ένα ηρεμιστικό και μάλλον κοιμήθηκε. Όταν άνοιξε τα μάτια της, βρισκόταν στο δωμάτιο του μαιευτηρίου και δίπλα της ήταν ο Κώστας. Δεν μίλησαν, μόνο κοιτάχτηκαν στα μάτια κι εκείνος έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. «Ζήτησα να σε βάλουν σε μονόκλινο δεδομένης της κατάστασης, για να μην έχεις κι άλλους στο κεφάλι σου. Δεν με νοιάζει το κόστος. Θέλω εσυ και η κόρη μας να είστε καλά!» είπε κοιτώντας την βαθιά στα μάτια. «Η κόρη μας;» ρώτησε η Χριστίνα με μεγάλη συγκίνηση. «Η κόρη μας! Η Μαρία μας!» είπε μην μπορώντας να το πιστέψει. Ο Κώστας της μετέφερε όσα είχαν πει οι γιατροί. Ότι ήταν πολύ τυχερές που μπήκαν σε αυτό το ταξί και η ίδια και η μικρή. Εαν ο κύριος Μάκης δεν είχε δράσει άμεσα υπήρχαν μεγάλες πιθανότητες να μην ζούσε ούτε εκείνη αλλά ούτε και το μωρό. Λίγες στιγμές αργότερα, μια νοσηλεύτρια μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας το νεογέννητο κοριτσάκι. Το έβαλε στην αγκαλιά της Χριστίνας. Ο Κώστας κάθισε δίπλα της. Της έδωσε ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού. Αγκαλιασμένοι έκλαιγαν απο ευτυχία. «Τα καταφέραμε Κώστα μου, ήρθε το μωράκι μας» είπε η Χριστίνα. «Σ’ αγαπώ» της είπε ο Κώστας και έκλεισε μαμά και κόρη στην αγκαλιά του. Μια αγκαλιά που την είχε ανάγκη, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή στη ζωή τους.

Είπαν οι κριτές...

Το κείμενο διαθέτει ένα βαθύ και συγκινητικό θεματικό πυρήνα, επικεντρωμένο στην πορεία ζωής της Χριστίνας – από μια τραυματική παιδική ηλικία ως τη στιγμή της μητρότητας. Η αφήγηση μεταδίδει έντονα συναισθήματα και κορυφώνεται εντυπωσιακά στη σκηνή της γέννησης μέσα στο ταξί, προσφέροντας μια δυνατή δραματουργική κορύφωση. Παράλληλα, η χρήση της μουσικής ως μοτίβο μνήμης λειτουργεί συμβολικά, εμπλουτίζοντας τη σύνδεση της ηρωίδας με το παρελθόν της.

Ωστόσο, το κείμενο θα μπορούσε να επωφεληθεί από μια πυκνότερη γραφή, καθώς ορισμένα σημεία, ιδιαίτερα οι διάλογοι, φαντάζουν επιτηδευμένοι και υπερβολικά περιγραφικοί, γεγονός που αφαιρεί από τον αυθορμητισμό και τη φυσικότητα της αφήγησης. Επιπλέον, ενώ το θέμα είναι καλοδιαλεγμένο, η σύνδεση με τον «Χειμώνα» του Βιβάλντι θα μπορούσε να αποδοθεί πιο έντονα και ουσιαστικά – είτε ως μουσική υπόκρουση, είτε ως θεματική ή συναισθηματική αντιστοίχιση.

Συνολικά, πρόκειται για ένα καλογραμμένο και συγκινητικό αφήγημα με ισχυρό αφηγηματικό δυναμικό, που θα ενισχυόταν ακόμα περισσότερο με πιο στοχευμένη οικονομία λόγου και με μια βαθύτερη, πιο εμφανή ενσωμάτωση της μουσικής έμπνευσης που το συνοδεύει.

Κύλιση στην κορυφή