Λίγα λόγια για μένα:
Ονομάζομαι Χάρης Καρκούλιας, είμαι 52 ετών και γεννήθηκα στην Πάτρα, την πόλη όπου διαμένω και διατέλεσα αντιδήμαρχος. Είμαι παντρεμένος και πατέρας δύο κοριτσιών. Από μικρός αγαπούσα τη συγγραφή και εξέφραζα τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες μέσα από ποιήματα και σύντομα κείμενα. Οι επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις με κράτησαν μακριά από την έκδοσή τους, όμως δεν εγκατέλειψα ποτέ την ανάγκη για δημιουργία. Μετά από πολλά χρόνια στον χώρο των Δημοσίων Σχέσεων και Πωλήσεων, άρχισα να γράφω στίχους για γνωστούς Έλληνες καλλιτέχνες και το 2023 συνέθεσα το θεατρικό έργο «Ο Ρόμη & η Τζούλια», μια παρωδία του κλασικού «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Τον Οκτώβριο του 2024 κυκλοφόρησε το πρώτο μου αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο: «216» (CCXVI), από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη, μια ανατρεπτική ιστορία γύρω από έναν κατά συρροή δολοφόνο με εμμονή στην αριθμολογία. Η συγγραφική μου καριέρα συνεχίζεται, καθώς ήδη εργάζομαι στο δεύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα. Το διήγημα «Οι δύο Άγγελοι του Αμίρ», που απέσπασε το πρώτο βραβείο σε πρόσφατο διαγωνισμό πεζογραφίας, γράφτηκε σε ένα μόνο απόγευμα και εστάλη σχεδόν αυθόρμητα, μια υπενθύμιση πως η έμπνευση δεν γνωρίζει χρονικούς περιορισμούς όταν συνοδεύεται από αληθινή ανάγκη έκφρασης.
Οι δύο Άγγελοι του Αμίρ
Ο ήλιος βυθιζόταν αργά πίσω από τους λόφους της επαρχίας Χατάι, στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας. Το σούρουπο έφερνε την υπενθύμιση ότι η μέρα τελείωνε, μα το ταξίδι του μικρού Αμίρ παρέμενε αδιάκοπο.
Από τη στιγμή που άφησε πίσω του το Ιντλίμπ της Συρίας, το χέρι του παππού του ήταν σφιχτά πλεγμένο με το δικό του, σαν μια άγκυρα μέσα στη δίνη του φόβου που ένιωθε. Ήταν μόλις τρεις μέρες πριν, όταν όλα άλλαξαν. Μαζί με τη μητέρα του, τη Ράνα, είχαν σχεδιάσει κάθε λεπτομέρεια για το μεγάλο τους ταξίδι. Η Γερμανία ήταν ο προορισμός τους, ο τόπος όπου ο πατέρας του Αμίρ, ο Χαλίντ, τους περίμενε με ανυπομονησία. Είχε βάλει τις βάσεις για ένα νέο ξεκίνημα, ένα σπίτι μακριά από τον πόλεμο.
Όμως, μια αδέσποτη οβίδα ήρθε να σβήσει αυτό το όνειρο. Η μητέρα του και η γιαγιά του χάθηκαν σε μια στιγμή, αφήνοντας πίσω μια οικογένεια διαλυμένη από τη θλίψη. Μπροστά σε αυτή την καταστροφή, ο παππούς Σάλεχ, πήρε πάνω του ένα χρέος μεγαλύτερο από το δικό του πόνο. Να οδηγήσει ο ίδιος τον Αμίρ, στην αγκαλιά του πατέρα του.
Ο Σάλεχ, ήταν ένας άνθρωπος που το όνομά του και η ψυχή του, αντανακλούσαν ευσέβεια και καλοσύνη. «Κάνε γρήγορα. Ο θείος σου μας περιμένει», είχε πει στον Αμίρ, το βράδυ που έφτιαχναν τα πράγματά τους για το ταξίδι. «Θα μας βοηθήσει να βρούμε τον τρόπο να φτάσουμε στον μπαμπά σου. Ο Θεός είναι μαζί μας».
Χωρίς κινητό ή οποιοδήποτε άλλο μέσο επικοινωνίας, κουβαλούσαν μαζί τους ένα πολύτιμο θησαυρό: τον αριθμό τηλεφώνου του Ρασίντ, του γιου του Σάλεχ που τους περίμενε στο Μπαλίκεσιρ της Τουρκίας.
Τα βουνά μπροστά τους, που χώριζαν τη Συρία από την Τουρκία, ήταν η πιο γνωστή διαδρομή για τους πρόσφυγες. Έμοιαζαν σαν αδιάβατες γιγάντιες πύλες, που έκρυβαν την ελπίδα ότι πίσω από αυτά, η ζωή ίσως να ήταν διαφορετική.
Καθώς το σκοτάδι σκέπαζε τον δρόμο και η παγωνιά έσφιγγε τον αέρα, δύο βράχοι που ορθώνονταν σαν φυσικά τείχη, ήταν το τέλειο μέρος για να βρουν προσωρινό καταφύγιο.
Ο Σάλεχ έγειρε την πλάτη του στον βράχο, αφήνοντας έναν κουρασμένο αναστεναγμό να ξεφύγει. Πήρε αγκαλιά τον μικρό Αμίρ και τον σκέπασε με μια κουβέρτα που είχε μαζί του.
Η νύχτα βάθαινε και ο αέρας κουβαλούσε τον απόηχο των πυροβολισμών που έφταναν από μακριά. Ο Αμίρ τους γνώριζε καλά. Ήταν οι ήχοι που τον είχαν διώξει από το σπίτι του, αλλά και εκείνοι που τον έσπρωχναν να συνεχίσει.
«Παππού», ψιθύρισε, «Πώς είναι εκεί που μένει ο μπαμπάς;».
«Μεγάλη πόλη παιδί μου. Μεγαλύτερη από το Ιντλίμπ», του απάντησε με μάτια γεμάτα ανησυχία.
Η σκέψη του μπαμπά του σε μια χώρα που δεν ήξερε, τον έκανε να σφίξει τη μικρή του τσάντα. Μέσα της είχε λίγα ρούχα και τη φωτογραφία της μαμάς του. Ο αέρας μύριζε ξηρασία και κάτι πικρό που δεν μπορούσε να ονομάσει. Ήταν η ίδια μυρωδιά που ένιωθε από τότε που άφησαν το σπίτι τους, σαν η γη να είχε θυμώσει με τους ανθρώπους.
«Θυμάσαι τι σου είπα;», τον ρώτησε ο παππούς.
Ο Αμίρ αφού έκλεισε τα μεγάλα κατάμαυρα μάτια του, ψέλλισε: «Να μη μιλάω σε κανέναν. Να κρατάω το χέρι σου. Και… να μη φοβάμαι».
Έπειτα η κούραση τον συνεπήρε και αποκοιμήθηκε. Ο Σάλεχ χαμογέλασε αχνά. Χάιδεψε απαλά το κεφάλι του μικρού και του ψιθύρισε: «Ναι αγόρι μου. Είσαι γενναίος. Και αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται τώρα».
Η επόμενη μέρα, τους βρήκε να βαδίζουν με ανανεωμένη αποφασιστικότητα. Κάθε βήμα, φάνταζε σαν μια μικρή νίκη απέναντι στις δυσκολίες. Ωστόσο, ο μικρός ζοριζόταν. Τα μικρά του πόδια σκόνταφταν στις αιχμηρές πέτρες του μονοπατιού. Τα φθαρμένα παπούτσια του έμοιαζαν να κουβαλούν το βάρος μιας ολόκληρης ζωής, κι ας ήταν μονάχα έξι ετών.
Ο Σάλεχ τον παρατήρησε. Χωρίς να πει λέξη, έσκυψε και με μια κίνηση τον σήκωσε στους ώμους του. Αυτός, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του παππού του, ένιωσε ανακουφισμένος.
Ο Αμίρ σηκώνοντας το βλέμμα του ψηλά, αντίκρυσε την πολυπόθητη εικόνα: τα πρώτα σπίτια της τουρκικής πόλης Ρεϊχανλί. Δείχνοντας με το χέρι του τον ορίζοντα είπε φωναχτά: «Παππού, κάτι βλέπω μπροστά».
«Κράτα γερά μικρέ μου. Είμαστε σχεδόν εκεί. Λίγο ακόμα», του είπε ο Σάλεχ με ζεστή φωνή.
«Θα βρούμε φαγητό;», τον ρώτησε ο μικρός.
Δεν πρόλαβε να απαντήσει. Ένας απότομος θόρυβος διέκοψε τη σκέψη του. Τους είχαν περικυκλώσει. Μια ομάδα Τούρκων στρατιωτών εμφανίστηκε από το πουθενά, με τα πρόσωπά τους ανέκφραστα και τα όπλα στραμμένα πάνω τους.
Ένας στρατιώτης, πιο νευρικός από τους υπόλοιπους, τους πλησίασε με γρήγορα βήματα. Πριν καλά καλά καταλάβουν τι συνέβαινε, ακούμπησε την κάνη του όπλου του στην πλάτη του Σάλεχ.
Αυτός πάγωσε, αλλά κράτησε το βλέμμα του ήρεμο. Προσπαθώντας να καθησυχάσει τον εγγονό του, έσφιξε ελαφρά τα χέρια του γύρω από τα πόδια του Αμίρ. «Τι κάνεις εκεί;», ακούστηκε η φωνή ενός άλλου άνδρα με επιθετικό ύφος. Ήταν ο επικεφαλής της διμοιρίας. Ο στρατιώτης υπάκουσε αμέσως και κατέβασε το όπλο του.
Τότε, ο αξιωματικός σε άπταιστα αραβικά, τους ρώτησε: «Ποιοι είστε; Πού πηγαίνετε;».
Ο Σάλεχ, πήρε μια βαθιά ανάσα και απάντησε: «Είμαστε πρόσφυγες. Θέλω να πάω τον εγγονό μου στον θείο του, που μένει στο Μαρμαρά. Το παλικάρι μου έχει χάσει τους γονείς του».
Ο Τούρκος αξιωματικός στάθηκε σιωπηλός για μια στιγμή. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω στον Αμίρ. Ο μικρός προσπαθώντας να μην αφήσει τα δάκρυα να κυλήσουν, κρατούσε την αναπνοή του.
Τη σιωπή έσπασε ένας από τους στρατιώτες: «Παιδί είναι…», ψιθύρισε, σχεδόν απευθυνόμενος στον εαυτό του.
Ο αξιωματικός, με έναν τόνο που δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε σκληρός ούτε φιλικός, τους είπε: «Θα σας πάμε εμείς μέχρι την πόλη. Από εκεί θα βρείτε τον δρόμο σας».
Μια αίσθηση ανακούφισης κύλησε μέσα στον Σάλεχ. Ένα μικρό κομμάτι του φόβου που κουβαλούσε, υποχώρησε. Τους συνόδευσαν με προσοχή αλλά χωρίς εχθρικότητα, πεντακόσια μέτρα μακριά σε έναν χώρο όπου είχαν αφήσει τα στρατιωτικά οχήματα. Καθώς επιβιβάστηκαν όλοι, ο Αμίρ, κάθισε δίπλα στο παράθυρο. Παρά την ταλαιπωρία του, φαινόταν ενθουσιασμένος.
Οι στρατιώτες, έριχναν πού και πού ένα χαμόγελο προς το αγόρι, που παρακολουθούσε με περιέργεια μέσα από το τζάμι του οχήματος το τοπίο να αλλάζει. Ο αξιωματικός καθόταν στην μπροστινή θέση. Θέλοντας να μάθει περισσότερα, γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω και τους είπε: «Εμένα με λένε Αζίζ. Εσάς;». Ο Σάλεχ ανέφερε τα ονόματά τους και με λιγοστά λόγια, πρόσθεσε ότι ο προορισμός τους ήταν το Μπαλίκεσιρ. Η πόλη όπου ζούσε ο θείος του μικρού και η μοναδική αποσκευή του στην ελπίδα για μια νέα αρχή.
Όταν τα οχήματα έφτασαν στο φυλάκιο Τσιλβέγκιοζου και σταμάτησαν, ο Αζίζ κατέβηκε πρώτος και τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν. Ο θόρυβος από τα βήματα των στρατιωτών και τις φωνές τους που αντηχούσαν γύρω τους, δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα ασφυκτική.
Ο Σάλεχ παρέμενε ήρεμος, εστιάζοντας μόνο στις κινήσεις του αξιωματικού. Αυτός ύστερα από λίγα μέτρα, τους έκανε νόημα, κατευθύνοντάς τους προς ένα φυλάκιο. Μπαίνοντας μέσα, έδωσε εντολή σε μια γυναίκα με στρατιωτική στολή να τους ετοιμάσει μια άδεια μετακίνησης. Εκείνη ανταποκρίθηκε αμέσως, παίρνοντας τα απαραίτητα στοιχεία τους.
Έπειτα, ο αξιωματικός τους οδήγησε στο γραφείο του. Ο χώρος ήταν γεμάτος φακέλους και χάρτες. «Χωρίς αυτή την άδεια, δεν θα μπορέσετε να προχωρήσετε πέρα από εδώ», τους είπε, ανάβοντας ταυτόχρονα ένα τσιγάρο. «Είστε τυχεροί που σας βρήκαμε εμείς».
Ο Σάλεχ, έγνεψε καταφατικά και είπε: «Σας ευχαριστούμε».
Μετά από λίγα λεπτά, η γραμματέας επέστρεψε με ένα φύλλο χαρτί στο χέρι. Το παρέδωσε στον αξιωματικό της και με στέρεο βήμα αποχώρισε.
Αυτός, σηκώθηκε όρθιος και το σφράγισε. Έβγαλε λίγα χρήματα από την τσέπη του και τα τύλιξε στο έγγραφο. Άνοιξε το χέρι του Σάλεχ, το έβαλε στη παλάμη του και του είπε: «Να τον προσέχεις. Τα παιδιά είναι το μέλλον μας».
Ο Σάλεχ έσκυψε το κεφάλι και με φωνή γεμάτη ευγνωμοσύνη, του είπε: «Ο Θεός να σας έχει καλά».
Ο δρόμος μπροστά τους ήταν ακόμα μακρύς, αλλά για πρώτη φορά ένιωσαν ότι δεν ήταν εντελώς μόνοι.
Ο αξιωματικός τους συνόδευσε μέχρι την έξοδο του κτιρίου, όπου στάθηκαν για λίγο κάτω από τον γκρίζο ουρανό. Με ένα νεύμα του, ένας οδηγός έφερε κοντά τους ένα όχημα.
Έπειτα, κοιτάζοντας τον Αμίρ βαθιά στα μάτια, του είπε με ήρεμη φωνή: «Θα σας πάει στο κέντρο της πόλης. Από εκεί, θα βρεις το δρόμο σου για να ενωθείς με την υπόλοιπη οικογένειά σου».
Ανέβηκαν στο όχημα και πριν αναχωρήσουν, ο οδηγός ξεκίνησε να ελέγχει τις τελευταίες λεπτομέρειες.
Ξαφνικά, ο μικρός άνοιξε την πόρτα από τη δική του πλευρά και κατέβηκε τρέχοντας.
«Αμίρ!» φώναξε ο παππούς ανήσυχος, αλλά το αγόρι δεν σταμάτησε. Έτρεξε προς το μέρος του αξιωματικού που περίμενε λίγα μέτρα μακριά, παρακολουθώντας τους διακριτικά. Ο μικρός χωρίς να πει λέξη, έπεσε στην αγκαλιά του.
Αυτός, αιφνιδιασμένος, έσκυψε και τον έσφιξε δυνατά. Έκλεισε για λίγο τα μάτια, σαν να ήθελε να αποτυπώσει τη στιγμή στη μνήμη του.
«Σας ευχαριστώ κύριε», ψιθύρισε ο Αμίρ.
Ο αξιωματικός, συγκινημένος, χάιδεψε τα μαλλιά του μικρού και του είπε χαμηλόφωνα: «Αγόρι μου, η ζωή έχει ακόμα πολλά να σου δώσει. Μην σταματήσεις να ελπίζεις».
Έπειτα επέστρεψε στο όχημα. Καθώς το αυτοκίνητο ξεκινούσε, ο Αμίρ γύρισε το κεφάλι του προς τον αξιωματικό που στεκόταν εκεί, σαν να ήθελε να κρατήσει την εικόνα του για πάντα.
Μετά από λίγη ώρα, το αυτοκίνητο έφτασε στον υπεραστικό σταθμό. Ο Σάλεχ και ο Αμίρ κατέβηκαν. Ο οδηγός φαινόταν σκεπτικός. Επηρεασμένος από την σκηνή του μικρού με τον αξιωματικό, έσβησε τη μηχανή του οχήματος και κατέβηκε. Ο Σάλεχ στάθηκε ακίνητος, παρατηρώντας τον άντρα με αμηχανία. Ο οδηγός χωρίς να πει λέξη, καθώς δεν γνώριζε αραβικά, τους έκανε νόημα με το χέρι να τον ακολουθήσουν. Αν και διστακτικοί στην αρχή, τελικά συμμορφώθηκαν. Η πρώτη τους στάση ήταν στον γκισέ των εισιτηρίων. Με χειρονομίες και λίγα τουρκικά που ο Σάλεχ καταλάβαινε, τους βοήθησε να εκδώσουν δύο εισιτήρια με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Τον ενημέρωσε ότι έπρεπε να κατέβουν στην Προύσα. Από εκεί, θα έπαιρναν άλλο λεωφορείο για το Μπαλίκεσιρ. Στη συνέχεια, τους οδήγησε σε μια μικρή καντίνα που βρισκόταν στο σταθμό. Παράγγειλε δύο πλούσια σάντουιτς, τους τα έδωσε και στάθηκε λίγο πιο πέρα, αφήνοντάς τους να απολαύσουν το γεύμα τους.
Ο στρατιώτης παρακολουθούσε τον μικρό να τρώει με όρεξη. Μάσαγε σιωπηλά, ενώ τα αθώα μάτια του περιπλανιόντουσαν στους ταξιδιώτες που περνούσαν βιαστικά από τον σταθμό.
Ο Σάλεχ και ο Αμίρ είχαν αφοσιωθεί στο φαγητό τους. Αλλά ο χρόνος όπως συνήθως, δεν περίμενε. Το λεωφορείο που είχε προγραμματιστεί να αναχωρήσει, ξεκίνησε τελικά να κινείτε.
Ο στρατιώτης είδε το όχημα να απομακρύνεται και χωρίς δισταγμό έτρεξε προς αυτό, μπλοκάροντας τον δρόμο του. Οι τροχοί του λεωφορείου σταμάτησαν αμέσως και ο οδηγός του άνοιξε την πόρτα.
Τους φώναξε να σηκωθούν από τη θέση τους και αυτοί αντέδρασαν γρήγορα, πηγαίνοντας προς την έξοδο του σταθμού.
Ο Σάλεχ τον ευχαρίστησε με μια μικρή υπόκλιση, δείχνοντας και σε αυτόν την ευγνωμοσύνη του. Έπειτα ανέβηκαν στο λεωφορείο, έδειξαν στον οδηγό τα εισιτήρια και κάθισαν στα πρώτα καθίσματα.
Το ταξίδι τους ήταν μεγάλο. Όμως, η ανακούφιση ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή όλα πήγαιναν ανέλπιστα καλά, τους γέμισε με μια παράξενη αίσθηση γαλήνης.
Ο Αμίρ, κοιτούσε έξω από το παράθυρο την ατέλειωτη γραμμή του δρόμου. Ο Σάλεχ, ενώ τον παρατηρούσε, ένιωσε την καρδιά του βαριά γεμάτη ανησυχία, για αυτά που επρόκειτο να συναντήσουν.
Οι ώρες περνούσαν γρήγορα. Οι έλεγχοι στους σταθμούς ήταν ατελείωτοι. Τα βλέμματα των στρατιωτών και των αστυνομικών, έδιναν χώρο για αμφιβολίες και ερωτήσεις. Όμως, το έγγραφο που τους είχε δώσει ο Τούρκος αξιωματικός, ήταν το διαβατήριο για τον στόχο τους.
Έπειτα από 16 ώρες, έφτασαν στην Προύσα. Κατέβηκαν από το λεωφορείο, κι ο Σάλεχ, κρατώντας σφιχτά το χέρι του Αμίρ, προχώρησε αμέσως προς τον τηλεφωνικό θάλαμο του σταθμού. Κάλεσε στο κινητό τον γιο του, Ρασίντ. Αυτός, όταν αναγνώρισε τη φωνή του πατέρα του άρχισε να κλαίει από χαρά.
Ο Σάλεχ δεν του άφησε περιθώρια για πολλές κουβέντες. Η ώρα ήταν 7:00 π.μ. και το λεωφορείο ήταν έτοιμο να αναχωρήσει. Τον ενημέρωσε που βρισκόταν και του ζήτησε να τους περιμένει στον σταθμό του Μπαλίκεσιρ, έπειτα από περίπου δυόμιση ώρες.
Κατέβασε το ακουστικό και σχεδόν τρέχοντας, ανέβηκαν στο λεωφορείο. Παρά την κούραση, η διαδρομή τους φάνηκε σύντομη. Όταν το λεωφορείο σταμάτησε στο σταθμό του Μπαλίκεσιρ, ήταν οι πρώτοι που αποβιβάστηκαν. Περπάτησαν προς το χώρο της αποβάθρας, αναζητώντας τον άνθρωπο που περίμεναν με λαχτάρα να δουν. Οι φωνές, τα βήματα, ακόμα και οι ήχοι των οχημάτων έσβηναν, καθώς ο Σάλεχ σάρωνε τον χώρο με το βλέμμα του.
Ο Ρασίντ, στεκόταν λίγο πιο πέρα με τα χέρια στις τσέπες του, ψάχνοντας ανήσυχα ανάμεσα στο πλήθος. Ήταν μεγαλύτερος από την τελευταία φορά. Ο άντρας που είχε γίνει πατέρας. Ο Σάλεχ τον είδε και φώναξε το όνομά του.
Αυτός γύρισε απότομα και για μια στιγμή έμεινε ακίνητος. Σαν να αμφισβητούσε το μυαλό του, το θέαμα που αντίκριζε. Χωρίς να το σκεφτεί, έτρεξε προς το μέρος τους. Κάθε του βήμα ήταν γεμάτο ανακούφιση.
Αγκάλιασε τον πατέρα του σφιχτά, σα να μην ήθελε να τον αφήσει ποτέ ξανά. Έπειτα, πήρε μια βαθιά ανάσα κι έστρεψε το βλέμμα του στον Αμίρ, που στεκόταν δίπλα τους. Τον πήρε στα χέρια και τον σήκωσε ψηλά στον αέρα, γελώντας με χαρά. «Μικρέ μου. Πόσο μεγάλωσες», είπε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Ο Ρασίντ, μέσα από τους στενούς δρόμους της πόλης, τους οδήγησε σε ένα μικρό, ταπεινό σπίτι. Μπήκαν μέσα και η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από τη μυρωδιά του ξύλου που έκαιγε στη σόμπα.
Και τότε, τον είδε. Το αγόρι που καθόταν κοντά στη φωτιά και έπαιζε ήσυχα με τα παιχνίδια του, ήταν ο μικρός Σάλεχ. Είχε το ίδιο όνομα με τον παππού του και το ίδιο ακριβώς βλέμμα. Ο μικρός τον κοίταξε και το πρόσωπό του φωτίστηκε με ένα αθώο χαμόγελο. Ήταν η πρώτη φορά που τον αντίκρυζε, αλλά αυτός έπεσε στην αγκαλιά του,
σαν να μην είχε περάσει ποτέ ούτε μια μέρα χωρίς να είναι μαζί του. Ο παππούς του, τον φίλησε στο μέτωπο με τρυφερότητα και, καθώς αποτραβήχτηκε, η ματιά του έπεσε στη νύφη του που στεκόταν στην πόρτα. Η ηρεμία στα μάτια της, συνδυαζόταν με τη συγκίνηση που φανέρωνε τη χαρά της για τη συνάντηση μετά από τόσο καιρό. Με λόγια απλά τον καλωσόρισε και τους κάλεσε να περάσουν στη τραπεζαρία, όπου είχε ετοιμάσει φαγητό.
Ο Σάλεχ, κοίταζε σιωπηλά την οικογένειά του να κάθεται γύρω από το τραπέζι και, για μια στιγμή, ένιωσε ότι η ζωή του ξαναβρίσκει μια μορφή ισορροπίας. Έστω και αν όλα γύρω τους ήταν διαφορετικά.
Όταν ολοκλήρωσαν το γεύμα, η νύφη του τους πρόσφερε ζεστό τσάι. Ο Αμίρ με τον μικρό ξάδερφό του έπαιζε δίπλα στη σόμπα, γεμίζοντας όλο το χώρο με τις παιδικές τους φωνές.
Τότε, ο Ρασίντ μετέφερε στον πατέρα του την είδηση: «O Χαλίντ, έχει ταξιδέψει από τη Γερμανία στην Ελλάδα. Βρίσκεται στο νησί Λέσβος και περιμένει το γιό του». Ο Σάλεχ, ένιωσε μια ανάσα ανακούφισης να φεύγει από τα στήθη του, αλλά ξαφνικά, γύρισε απότομα και τον ρώτησε: «Τι συνέβη; Γιατί δεν είναι εδώ;». Ο Ρασίντ με μια αχνή θλίψη, του εξήγησε πως όταν ο Χαλίντ πέρασε από την Τουρκία, συνελήφθη. Η κατάσταση ήταν περίπλοκη. Τον φυλάκισαν για λίγο, αλλά αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση. Όταν όμως έγινε το δικαστήριο, είχε ήδη φύγει από τη χώρα. Αυτό σήμαινε ότι αν επέστρεφε, θα τον συλλάμβαναν ξανά. Όμως, παρά τις δυσκολίες, τον διαβεβαίωσε πως όλα ήταν κανονισμένα και η επανένωση πλησίαζε. Είχαν οργανώσει, το ίδιο κιόλας βράδυ, ο μικρός να επιβιβαστεί σε ένα ταχύπλοο με άλλους πρόσφυγες, που θα τον έπαιρνε από το Αϊβαλί και θα τον μετέφερε στη Μυτιλήνη. «Είναι μόνο τριάντα μίλια και ο μόνος τρόπος να φτάσει στον πατέρα του», του είπε με σοβαρό ύφος.
Ο Σάλεχ ακούγοντάς τον, ένιωσε μια σφιχτή πίεση στο στήθος του. Η ανησυχία του για την ασφάλεια του Αμίρ και για τον κίνδυνο που θα έπρεπε να διασχίσει τη θάλασσα μόνος, ήταν σχεδόν αβάσταχτη. «Θα πάω μαζί του. Δεν τον αφήνω. Υποσχέθηκα στον τάφο της αδερφή σου να τον παραδώσω ο ίδιος στα χέρια του», του είπε με αποφασιστικότητα.
«Και εσύ, πως θα γυρίσεις πίσω πατέρα;», τον ρώτησε με αγωνία.
«Μην αγχώνεσαι. Θα βρω τρόπο», του απάντησε με σιγουριά. «Άλλωστε από την Ελλάδα είναι πιο εύκολο να περάσεις στην Τουρκία».
Ο Ρασίντ προσπάθησε να τον μεταπείσει, αλλά ο πατέρας του ήταν ακλόνητος. Έτσι, παρά τις αντιρρήσεις του, σιώπησε για λίγο και έπειτα κάλεσε στο τηλέφωνο τον ιδιοκτήτη του σκάφους για να κανονίσει τα διαδικαστικά.
Όταν έκλεισε την επικοινωνία, γύρισε προς τον πατέρα του που τον παρακολουθούσε σιωπηλός. «Κανονίστηκε. Θα πας και εσύ μαζί του», του είπε.
Έπειτα, μαζεύτηκαν όλοι γύρω από τη σόμπα. Ο Σάλεχ, ξεκίνησε να τους διηγείται ιστορίες από τη Συρία. Όλες οι στιγμές του παρελθόντος και τα γεγονότα που κουβαλούσε μέσα του, βρήκαν δρόμο να ξεσπάσουν στα λόγια. Το σπίτι γέμισε από τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Όμως με την κουβέντα, πέρασε η ώρα.
Καθώς το σκοτάδι τύλιξε τη νύχτα, πήραν ελάχιστες προμήθειες και ετοιμάστηκαν για το δύσκολο ταξίδι. Η γυναίκα του Ρασίντ με την καρδιά γεμάτη θλίψη τους έδωσε μια αγκαλιά, ενώ ο μικρός Σάλεχ, με ένα βλέμμα γεμάτο αθώα απορία, τους παρακολουθούσε να φεύγουν.
Ο Ρασίντ, τους οδήγησε σιωπηλά μέσα από τους σκοτεινούς δρόμους. Μετά από περίπου δέκα λεπτά περπάτημα, έφτασαν σε μια πλατεία όπου τους περίμενε ένα φορτηγό.
Αφού τους αποχαιρέτησε με μια μεγάλη αγκαλιά και με ένα βιαστικό συγκινητικό χαμόγελο, ο Σάλεχ και ο Αμίρ ανέβηκαν στο βαρύ όχημα. Το φορτηγό άρχισε να κινείται, αφήνοντας πίσω του τις τελευταίες αναμνήσεις. Μπροστά τους απλωνόταν μια νέα, αβέβαιη πραγματικότητα. Ο Σάλεχ ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Το σκοτεινό πέλαγος τους περίμενε σαν μια απειλή, αλλά αυτός δεν ήξερε να κολυμπάει. Ο Αμίρ ήταν ήρεμος. Δεν είχε καταλάβει την επικινδυνότητα της κατάστασης.
Μετά από περίπου δυο ώρες, έφτασαν στην άκρη του Αϊβαλί. Ο τόπος ήταν σκοτεινός και το μόνο που ακουγόταν ήταν το μακρινό κύμα που χτυπούσε στα βράχια. Με γρήγορες κινήσεις οδηγήθηκαν προς ένα φουσκωτό σκάφος, το οποίο ήταν ήδη έτοιμο για αναχώρηση. Επιβιβάστηκαν και τότε ο Σάλεχ, παρατήρησε ότι οι υπόλοιποι επιβάτες ήταν ήδη εξοπλισμένοι με σωσίβια. Όταν φόρεσαν και οι ίδιοι τα δικά τους, η αίσθηση της ασφάλειας που τους προσέφερε, έστω και προσωρινά τον ηρέμησε ελαφρώς.
Το σκάφος ξεκίνησε απότομα, φεύγοντας με μεγάλη ταχύτητα. Όσο έμπαιναν πιο βαθιά στο πέλαγος, ο καιρός άρχισε να βαραίνει επικίνδυνα και τα παγωμένα νερά τους χτυπούσαν από παντού. Ο άνεμος λυσσομανούσε σηκώνοντας μεγάλα κύματα. Ο Σάλεχ έσφιξε τον Αμίρ στην αγκαλιά του και προσευχόταν.
Μετά από δέκα πέντε λεπτά πλεύσης, ένα απότομο κύμα με τρομακτική ορμή χτύπησε το φουσκωτό και το αναποδογύρισε. Αστραπιαία έπεσαν όλοι στη θάλασσα. Τα σωσίβια φτιαγμένα από υλικά χαμηλής ποιότητας, απορροφούσαν νερό και γίνονταν βαριά. Έμοιαζαν να γίνονται πέτρινα φορτία, τραβώντας τους ολοένα και πιο κάτω.
Ο Σάλεχ παρά την αίσθηση του πανικού, έβγαλε το σωσίβιο. Με το ένα χέρι κρατούσε το παιδί ψηλά και με το άλλο πάλευε με τα κύματα.
Ξαφνικά, ένας δυνατός προβολέας φώτισε τη νύχτα και τους έλουσε με το φως του. Ένα σκάφος της Ελληνικής ακτοφυλακής, είχε εντοπίσει την ανατροπή και πλησίασε γρήγορα.
Όταν βρέθηκαν δίπλα τους, ένας Έλληνας αξιωματικός με αποφασιστικότητα, άρπαξε τον Αμίρ στην αγκαλιά του. Με το άλλο του χέρι, έτεινε προς τον Σάλεχ, που πάλευε με τα κύματα. Τα ρεύματα όμως ήταν ανελέητα και τον παρέσερναν μακριά. Του πέταξε ένα σωσίβιο, αλλά οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν. Δεν μπορούσε να ανέβει στην επιφάνεια.
Μέσα από το αλμυρό νερό, η θολή όρασή του, διέκρινε τον Αμίρ να είναι ασφαλής πάνω στο σκάφος. Ήταν αρκετό.
Η τελευταία λέξη που άκουσε ο Σάλεχ ήταν η φωνή του αγαπημένου του εγγονού, να φωνάζει το όνομά του. Με αυτή την εικόνα παραδόθηκε και το σκοτάδι της θάλασσας τον τύλιξε ολόκληρο.
Οι άντρες της Ελληνικής ακτοφυλακής έμειναν να παλεύουν για αρκετή ώρα, μα η τραγωδία είχε ήδη γραφτεί. Από τους 50 πρόσφυγες που βρίσκονταν στο φουσκωτό, ο Αμίρ ήταν ο μοναδικός επιζών.
Τυλιγμένος με μια ισοθερμική κουβέρτα, καθόταν σιωπηλός σε μια γωνία του καταστρώματος. Το μικρό του κορμί έτρεμε από το κρύο και τη φρίκη που είχε ζήσει. Τα μάτια του γεμάτα δάκρυα ήταν καρφωμένα στο νερό, σαν να αναζητούσαν κάτι που δεν μπορούσαν να ξαναδούν. Όταν το Ελληνικό σκάφος γύρισε στο λιμάνι της Μυτιλήνης, οι εθελοντές και τα μέλη των ασθενοφόρων περίμεναν να περιθάλψουν τους ναυαγούς.
Καθώς ο Έλληνας αξιωματικός προχωρούσε με τον μικρό στο χώρο του λιμεναρχείου, η ατμόσφαιρα γέμισε συναισθήματα. Ξέσπασαν όλοι σε χειροκροτήματα. Ο Αμίρ τους κοιτούσε σαν χαμένος.
Τον έβαλε να κάτσει σε μια καρέκλα δίπλα στο καλοριφέρ και του έδωσε να πιει νερό. Τα νέα για την διάσωση και η φωτογραφία του Αμίρ, κυκλοφόρησαν γρήγορα σε όλα τα social media.
Έπειτα από λίγα λεπτά η πόρτα άνοιξε απότομα, διακόπτοντας την ησυχία του δωματίου. Ένας άντρας μπήκε μέσα με βιαστικά βήματα. Ήταν ο Χαλίντ. Μόλις αντίκρυσε το γιο του, χωρίς δισταγμό έτρεξε προς το μέρος του. Γονάτισε μπροστά του και τον τύλιξε στα χέρια του με τέτοια δύναμη, σαν να φοβόταν μήπως τον χάσει ξανά. Εκείνη τη στιγμή, τα βλέμματά τους ενώθηκαν και ο χρόνος σταμάτησε. Το αγόρι με τα μάτια του γεμάτα δάκρυα, ψιθύρισε: «Μπαμπά μου…». Ήταν μόνο οι δυο τους, μέσα σε μια θάλασσα συναισθημάτων που ξεχείλιζε από αγάπη και ανακούφιση.
Η γέφυρα που ένωσε τον Αμίρ με τον πατέρα του δεν ήταν φτιαγμένη από πέτρα ή μέταλλο, αλλά από δύο ανθρώπινες καρδιές που δεν γνώριζαν σύνορα. Ήταν οι δύο άγγελοι του Αμίρ: ένας Τούρκος και ένας Έλληνας αξιωματικός.
Είπαν οι κριτές...
Το κείμενο αποτελεί μια δυνατή και συγκινητική ιστορία, που ξεχωρίζει για τη ζωντανή του αφήγηση και την ατμόσφαιρα που διατηρεί τον αναγνώστη σε αγωνία. Με έντονη θεματολογία γύρω από το δράμα των προσφύγων, καταφέρνει να ευαισθητοποιήσει και να προβληματίσει, ενώ η πλοκή του είναι καλά οργανωμένη και το τέλος καθηλωτικό και ελπιδοφόρο. Οι χαρακτήρες είναι καλοσχηματισμένοι, αν και υπάρχει περιθώριο για βαθύτερη εμβάθυνση στην ψυχολογία και τον εσωτερικό τους κόσμο. Παράλληλα, αν και οι περιγραφές δημιουργούν έντονες εικόνες, σε ορισμένα σημεία είναι ελαφρώς επαναληπτικές και θα μπορούσαν να περιοριστούν προς όφελος καθαρότερων διαλόγων και πιο σφιχτής αφήγησης. Συνολικά, πρόκειται για ένα καλογραμμένο κείμενο με συναισθηματικό βάθος και κοινωνικό αντίκτυπο, που αξίζει την προσοχή του αναγνώστη.