Ο Ρυθμός του Steven Zaillian, η Ζωγραφιά του Robert Elswit και το Σύμπαν του Andrew Scott – Αναστασία Αντωνακάκη

Τώρα τελευταία, έχω αρχίσει να εκτιμώ πάρα πολύ τα πράγματα που δεν μου αρέσουν αμέσως.

Αυτά, που στην αρχή δεν μου αρέσουν καθόλου.

Αυτά, που με βάζουν στον κόσμο τους με τον δικό τους ρυθμό. Όχι με τον δικό μου.

Ίσως γιατί, μεγαλώνοντας, ενθουσιάζομαι πιο δύσκολα. Πιστεύω πιο δύσκολα. Πιστεύω λιγότερο. Και αν κάτι μου λείπει από τότε που ήμουν λίγο πιο μικρή, είναι ακριβώς αυτό. Η ασύλληπτη ικανότητα του να πιστεύω εύκολα σε κάτι. Εύκολα, και πολύ.

Η τέχνη είναι το μέρος που έχω πάντα δίκιο.

Κανείς δεν μπορεί να ακυρώσει αυτό που νοιώθω. Να το αμφισβητήσει, ναι. Να διαφωνήσει, ναι. Να προσπαθήσει να το αλλάξει, ναι. Να το σβήσει, όμως, όχι.

Η τέχνη είναι το μέρος που χρωστάω τα πάντα. Και είναι το μέρος που δεν μου χρωστάει απολύτως τίποτα.

Μπορεί εγώ να νομίζω πως μου χρωστάει. Αλλά δεν είναι αλήθεια.

Πώς γίνεται να δέχομαι ότι η ζωή μου δεν έχει ρυθμό, αλλά να απαιτώ από την τέχνη να τρέχει; 

Ο Ripley του Zaillian έχει αργό ρυθμό. Πολύ αργό ρυθμό. Εκνευριστικά αργό ρυθμό. Είναι περισσότερο σαν να διαβάζεις βιβλίο, παρά σαν να βλέπεις σειρά. Σαν να έχει αποτυπώσει τον τρόπο που σχηματίζονται οι εικόνες στο κεφάλι σου, την στιγμή που διαβάζεις.

Αλήθεια, ποιος διαβάζει πια;

Ή μάλλον, αλήθεια, ποιος καταλαβαίνει αυτά που διαβάζει; Ποιος καταλάβαινε ποτέ, έτσι κι αλλιώς. Οι άνθρωποι που διαβάζουν πολύ είναι οι πιο σκληροί απ’ όλους – γιατί οι λέξεις λένε ψέμματα. Αυτός είναι ο προορισμός τους. Γι’ αυτό τις προσλάβαμε. Για να λέμε ψέμματα, μπας και κάνουμε ειρήνη μεταξύ μας.

Πώς γίνεται να δέχομαι ότι η ζωή μου δεν βγάζει νόημα, αλλά να απαιτώ από την τέχνη να είναι μια ευθεία γραμμή;

Στα νουάρ της δεκαετίας του ’30 και του ’40 το κοινό ήξερε ότι κάτι μυστηριώδες συμβαίνει.

Στον Ripley του Zaillian το μυστήριο φτάνει σ’ εμάς μέσα από το φως και το σκοτάδι. Οι καλόγριες είναι στο φως, ο πρωταγωνιστής στο σκοτάδι. Οι πίνακες του Caravaggio είναι στο φως και μετά από λίγα λεπτά επαφής τους με τον πρωταγωνιστή βρίσκονται στο σκοτάδι. Ο Ripley μαθαίνει πώς να τοποθετεί το φως και το σκοτάδι πάνω στο πρόσωπό του, ώστε να ικανοποιήσει την βασική του ανησυχία: να αλλάζει μορφές. Έχει τον καλύτερο δάσκαλο, άλλωστε. Τον Caravaggio – που είναι ο κρυμμένος πρωταγωνιστής.

Οι κορυφές των δέντρων είναι φωτισμένες και το έδαφος πάντα υγρό – και ο Zaillian δεν κάνει καμία προσπάθεια να τα κρύψει. Αφήνει τον Elswit να δημιουργήσει μια ασπρόμαυρη πραγματικότητα, με πηγές φωτός που κάνουν την φύση να μοιάζει ψεύτικη. Και υπερφυσική. Έτσι είναι πιο αληθινή – γιατί έτσι έμοιαζε η ζωγραφική της εποχής, λέει.

Το ασπρόμαυρο δίνει την αίσθηση μιας ταινίας εποχής. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Δημιουργεί και την αίσθηση του διαχρονικού. Αυτό που συνέβαινε τότε, θα μπορούσε να συμβαίνει και τώρα. Με άλλους όρους, αλλά και πάλι. Στο κάτω-κάτω, τι ζήτησε ο Ripley; Λίγη ευκολία ζήτησε. Ποιος δεν την ζητάει;

Είναι ο Andrew Scott ο καλύτερος Ripley; 

Δεν έχει σημασία. 

Σημασία έχει που βγάζει πολύ περισσότερο νόημα η εμφάνιση ενός ηθοποιού μεγαλύτερης ηλικίας σ’ αυτόν τον παραδοσιακά 25 ετών ρόλο. Στην αρχή δεν βγάζει – γιατί δεν το έχεις συνηθίσει. Αν μπορέσεις να ξεπεράσεις, όμως, έστω και λίγο, αυτό που έχεις συνηθίσει, θα νοιώσεις ότι βγάζει εντελώς νόημα. Όχι μόνο για τους δημιουργούς. Και για σένα. Δεν είναι μόνο δική τους επιλογή. Γίνεται και δική σου. Με τον δικό της ρυθμό.

Σημασία έχει που ο Andrew Scott ξέρει να συμπρωταγωνιστεί με το φως – και κυρίως, ξέρει να συμπρωταγωνιστεί με το σκοτάδι.

Και, αν ξέρεις πώς να συμπρωταγωνιστείς με αυτά, ξέρεις πώς να υπάρχεις μέσα στο σύμπαν. Και κυρίως, πώς να το δημιουργείς. 

Ξανά και ξανά.

Scroll to Top