Χορός, Θέατρο, Κινηματογράφος: Η σχέση τελετουργίας και ορθολογισμού μέσα από την καλλιτεχνική πράξη.
Μέρος 2ο
Η τελετουργία και η επανάληψη εκφράζονται, σε όλο τους το μεγαλείο, με τον πιο απλό τρόπο, και στην χορογραφία του Maurice Béjart για το Boléro του Ravel. Ο Béjart ακολουθεί, με κινητικά μοτίβα, την σταδιακή εισαγωγή των διαφόρων οργάνων στην μουσική μελωδία. Χρησιμοποιεί λεξιλόγιο από το κλασσικό μπαλέτο, που το σπάει, με την πρωταγωνίστριά του που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι και με τους άντρες που την περιτριγυρίζουν, χρησιμοποιώντας ακόμη και κινήσεις στριπτίζ.
Ο Béjart “σε αντίθεση με όσους καλλιτέχνες είχαν παρουσιάσει χορογραφικά το Boléro πριν από αυτόν, αρνείται την εύκολη επιλογή ενός γραφικού εξωτερικού περιγύρου και διαλέγει να εκφράσει με απλό, κι όμως τόσο δυνατό, τρόπο το ουσιώδες.”.(1)
Το έργο αυτό θα μπορούσε να αποτελεί και ένα δείγμα της πορείας του ανθρώπου από την σύνθεση στην αφαίρεση. Μέσα από την κίνηση και την εικόνα, δημιουργεί μια τελετουργία που την αποδίδει μέσα από την επανάληψη. Ακολουθεί την δομή της μουσικής, αλλά, στο τέλος, είναι ασαφές, πια, το αν προηγείται ο ήχος, η κίνηση ή η εικόνα.
Η κορύφωση έρχεται, μαθηματικά, μέσα από την επανάληψη. Από αυτό καταλαβαίνουμε ότι η επανάληψη διαθέτει, στον πυρήνα της, τον ορθολογισμό. Για ακόμη μία φορά, βλέπουμε τις αντιθέσεις να συνθέτουν: η μαγεία κι ο ορθολογισμός δεν αντιπαρατίθενται. Αποτελούν το ένα μέρος του άλλου. Μαζί, δημιουργούν.
Ο Béjart, μέσα από το έργο του 7 danses grecques, όπου συνεργάστηκε και με τον Έλληνα συνθέτη Μ. Θεοδωράκη, μιλάει και για την παράδοση, την αποξένωσή μας από την πολιτισμική μας ιστορία, την ετερότητα: “ Έτσι κι αλλιώς, οι πολιτισμοί μας μας έχουν αποξενώσει τόσο πολύ από το παραδοσιακό πνεύμα, που είναι πολύ δύσκολο για εμάς να αντιληφθούμε την πνευματική διαδικασία που οδήγησε στην ανάδειξη αυτής της συγκεκριμένης τέχνης σε ένα τόσο μακρινό παρελθόν.
M. Béjart (1960-1962). Boléro. M. Ravel. Stage stills
Και τελικά, αυτό ακριβώς είναι το κλειδί του προβλήματος: το να γίνουμε ο Άλλος και όχι απλώς να απεικονίσουμε τον Άλλον. Να αγκαλιάσουμε την δημιουργία μέσα από τις εσωτερικές τις γραμμές: την κρυμμένη της δύναμη, αυτή που γίνεται αντιληπτή από τις ρίζες των ανθρώπων μιας εθνικής ή πολιτισμικής ομάδας. Και να περιορίσουμε την χρήση του προφανούς φολκλόρ στοιχείου.
Στην περίπτωση του χορού, οι αναδομήσεις, είτε οι αρχαιολογικές είτε οι ποπ, έχουν μια άκαμπτη και θλιβερή όψη. Αμφιταλαντεύονται, ανάμεσα στο μουσειακό και το συναυλιακό, ανάμεσα στο βαρετό και το αφύσικο.”.
Την τελετουργία μέσα από την επανάληψη βρίσκουμε και στο May B της Maguy Marin, με φυσιογνωμίες εμπνευσμένες από τον S. Beckett. Το έργο αυτό βασίζεται, όντως, στα γραπτά του Beckett. Η μόνη φράση που ακούγεται στο May B είναι η εισαγωγική φράση από το θεατρικό του έργο Endgame (Το τέλος του παιχνιδιού): “Τελείωσε, έχει τελειώσει, σχεδόν τελείωσε, θα πρέπει να έχει σχεδόν τελειώσει.”.(2)
Μία μικρή ομάδα ατόμων, με φυσιογνωμίες αλλοιωμένες, που θυμίζουν καρικατούρες, σε ένα μπεκετικό, και ταυτόχρονα μπρεχτικό τοπίο, κινούνται σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα. “Αλλά όμως, αν υποφέρουμε από επανάληψη, η επανάληψη η ίδια μας θεραπεύει.”.(3)
Προσπαθούν να φύγουν ή προσπαθούν να μείνουν – πάντως, προσπαθούν. Το παράλογο, η αλληγορία, ο συμβολισμός, ο ανορθολογισμός δημιουργούν το τοπίο, όπου χτίζονται οι τελετουργίες των παράξενων αυτών χαρακτήρων. Εξ’ ου και ο τίτλος: μπορεί να είναι έτσι, μπορεί και να μην είναι έτσι.(4)
“Δημιουργώντας μία ηχώ από την υπαρξιακή αηδία των χαρακτήρων του Beckett, οι 10 ερμηνευτές εμφανίζονται οριακά μη ανθρώπινοι – ένα ανσάμπλ χαμένων ψυχών, με τα πρόσωπά τους σοβατισμένα με πηλό. Κινούνται όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος του, οι χειρονομίες τους βυθίζονται σε επαναληπτικά μοτίβα και τα λόγια τους είναι μπερδεμένα και έχουν αντικατασταθεί από ρυθμικούς αναστεναγμούς και μουγκρητά.
Παράξενες, παθητικές, γελοίες και κωμικές, οι καμπουριασμένες φιγούρες κινούνται με σχολαστική ομοφωνία, αλλά με προοδευτική αύξηση της παρουσίασης της ατομικής έκφρασης –– μία τρυφερή χειρονομία ή ένα πονηρό χαμόγελο φέρνουν στην επιφάνεια την προσωπικότητα του κάθε χαρακτήρα. […] Οι χορευτές ταξιδεύουν, επιδεικνύοντας στωική ανυπακοή απέναντι στην αβεβαιότητα, προς μια κατεύθυνση που, μάλλον για πάντα, θα τους διαφεύγει.”.(5)
Marin (1981). May B. Stage Stills. May B 3, H. Deroo, Videotanz. D. Grappe, The Guardian.
Εκεί που βρίσκει την απόλυτη έκφρασή της η επανάληψη είναι στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Beckett. Πρόκειται για ένα τελετουργικό καθημερινότητας, με τους ίδιους χαρακτήρες, τους ίδιους διαλόγους, τον ίδιο μη τόπο και τον ίδιο μη χρόνο.
“Μετά τον Beckett, το σύγχρονο θέατρο δεν είναι πια το ίδιο. Κυρίως γιατί το μπεκετικό θέατρο αναδιαπραγματεύεται τον αρχαιοελληνικό ορισμό του τραγικού και συνθέτει ένα καινούριο ορισμό του τραγικού για ένα κόσμο χωρίς Θεό, με μισερή επικοινωνία, με πολλή μοναξιά, όπου ο άνθρωπος ενώπιος ενωπίω νιώθει αδύναμος να αναλάβει την ευθύνη που του ανήκει ολοκληρωτικά.”.(6)
Ο ανορθολογικός ορθολογισμός, με τον οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο σύγχρονος άνθρωπος στον δυτικό πολιτισμό, εκφράζεται μέσα από τον παράλογα χτισμένο κόσμο του Μπέκετ. Είναι, όμως, στ’ αλήθεια τόσο παράλογος;
Ο Tarkovsky λέει ότι “Ορισμένες φορές το εντελώς εξωπραγματικό καταλήγει να εκφράζει την ίδια την πραγματικότητα. “Το πραγματικό” όπως λέει και ο Μίτιενκα Καραμάζοφ “είναι κάτι τρομερό”. Κι ο Valery παρατήρησε ότι το πραγματικό εκφράζεται πιο ουσιαστικά με το παράλογο.”.
(1) Béjart, 1961. Boléro. https://www.bejart.ch/en/ballet/boléro/
(2) Beckett, 2009. Endgame.
(3) Nietzsche σε Deleuze, 2019. Διαφορά και Επανάληψη. Βλ. και Warlop, 2024. Βλ. και Warlop, (2024). One Song. Onassis Stegi.
(4) Mackrell, 2015. Maguy Marin’s May B review – Beckett’s derelicts go searching for cakes and sex.
(5) Sadlers Wells, 2024.
(6) Τριανταφύλλου, 2021. Βλ. και Θέατρο Τέχνης, 2011.
(7) Tarkovsky, 1987, 211.