Εσύ βροντοφώναζες εκείνο το βράδυ το τραγούδι μας μέσα στο μαγαζί. Έχεις την ελπίδα να άκουγες την ίδια σου τη φωνή μέσα στον χαμό που γινόταν. Εγώ καθόμουν αγκαλιά με τη Μαρία, κρατώντας σφιχτά το ποτήρι με το κρασί στο χέρι, λες και θα μου το άρπαζε κανείς. Σε χάζευα υπνωτισμένη. Χανόσουν μέσα στις μελωδίες, τους ανθρώπους και τους καπνούς απ’ τ’ αποτσίγαρα με κάθε λεπτό που περνούσε. Μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι πώς σε συνέπαιρνε έτσι ο ρυθμός, οι στίχοι του τραγουδιού σαν να ήταν γέννημα δικό σου. Πώς κατάφερνες και ξέφευγες με τέτοια ευκολία ενώ το ίδιο βράδυ προηγουμένως είχες χάσει για λίγο τον κόσμο κάτω από τα πόδια σου;
Η μέρα σου ήταν δύσκολη. Τουλάχιστον αυτό είχες πει. Η δουλειά σε λύγισε, μάλωσες με τους δικούς σου και η σπιτονοικοκυρά σε έδιωχνε από το σπίτι για να το κάνει AirBnb ο γιος της. Σπάνια πρόδιδες ένα τέτοιο αίσθημα ευχαρίστησης στη ματιά σου. Ένα ηδονικό σύνολο που συντόνιζε τόσο αρμονικά τη ψυχή και το σώμα ήταν τουλάχιστον αναζωογονητικό. Πόσες φορές έχεις την ευκαιρία να συνειδητοποιείς ότι ζεις τη στιγμή, τη ζωή τώρα που τη βλέπεις να εκτυλίσσεται μπροστά σου και είσαι εκεί, εσύ πρωταγωνιστής. Αισθάνθηκα οριακά ενοχές που τόλμησα να θελήσω να βιώσω λίγη απ’ αυτή σου την απόλαυση.
Σε θυμάμαι… καμία φορά ο καπνός θόλωνε τη φιγούρα σου. Εγώ ακόμα εδώ κι εσύ εκεί, όμορφος στον κόσμο σου. Άλλαζε ο φωτισμός και άλλαζες μαζί του χρώματα. Χόρευες και ήταν σαν να ανέπνεες μέσα σου τις νότες, τις έκανες κτήμα σου και τις μετέφραζες σε έναν χορό που καταλάβαιναν όλοι. Μας χώριζαν μερικά απρόσωπα κορμιά και η ζεστασιά του αλκοόλ που μας περιέβαλε. Πού βρισκόμασταν; Λίγες ώρες μέχρι να τελειώσει το όνειρο κι επιστρέψουμε σε μια πραγματικότητα, της δουλειάς, των υποχρεώσεων της συνήθειας και της ασφάλειας. Μα, δε θέλω άλλη ησυχία!
Φαύλες πολιτείες, φαύλοι άνθρωποι και αναστήματα που αυτοί γερά κρατάνε. Πώς ήθελα να ξεχυνόμουν μαζί σου στη σκηνή, να έβλεπα τις σκιές μας να χορεύουν, να φλερτάρουν και να λικνίζονται μεταξύ τους. Δε μας τυχαίνουν έτσι απλόχερα πολλές στιγμές ξεγνοιασιάς όπως αυτή που προσέφερες. Εκεί κι τότε, εδώ και τώρα. Κι εγώ να κάθομαι να αγχώνομαι για το αύριο;
Ψεύτικα βρίσκω να με παρηγορώ με κυνικές χαζομάρες. Είναι επειδή έχει συνηθίσει το βλέμμα σε ραγισμένες βιτρίνες καταστημάτων και πληγωμένες καρδίες, σιωπηλές κραυγές σιωπής, υποσχέσεις που δόθηκαν πριν τα μεσάνυχτα και μια ματαιότητα για τα πράγματα που δύσκολα αλλάζει. Καθεστώτα άναρχα και τσαπατσούλικα ενωμένα, μπερδεμένα που συνθέτουν τα περίπλοκα Εγώ και ψυχοσύνθεσή μας. Μια προσπάθεια ανεπιτυχούς συνήπαρξής τους, για την ώρα. Έτσι μάθαμε; Μπορεί κάποια στιγμή να ξέραμε, όταν τα πράγματα έμοιαζαν πιο απλά. Έτσι είναι η δεκαετία των 20s; Όλα για την επιμέλεια και κατάκτηση μιας κοσμιοτάτης αγωγής για τις “φυλακές” και τους “φύλακές” της, των κρατούμενων τους εντός κι εκτός των θεωρητικά ελεύθερων ανθρώπων τους; Ανυπομονώ να αποδράσουμε. Ισχύει πως μόλις συνειδητοποιείς την ασημαντότητα όσων καθιστούν τον κόσμο που ξέρεις ως σήμερα, τότε το σύμπαν γίνεται δικό σου; Δεν έχεις τίποτα να χάσεις, σου “ανήκουν” όλα και ταυτόχρονα τίποτα.
Τρεχάματα πάνω-κάτω στο δωμάτιο, τα ξυπόλυτα πόδια τρίβονται στο σκονισμένο ξύλινο πατάρι και διαμαρτύρονται τρίζοντας κάθε λίγο και λιγάκι στο πάτωμα. Έχει συγκεκριμένα αδύναμα “σημεία” που με τα βήματά σου, σα βιρτουόζος που είσαι, μεταπηδάς χαριτωμένα από το ένα στο άλλο. Συνθέτεις στο ξυλόφωνό σου ήχους που μόνο σε σένα βγάζουν νόημα. Σπάει λίγο το χείλος, καταλαβαίνεις το παιχνίδι. Αυτό έχουμε μόνο, στιγμές.
Κάτι πάει στραβά στην υπόθεση και δεν είναι το παλιό ξύλινο πάτωμα και η τόσο δα μικρή γωνία που προεξέχει και σκοπό της έχει να σε καρφώνει τη φτέρνα αφήνοντας πίσω δυό – τρεις σταγόνες αίμα σε αντίθεση με αυτή του Αχιλλέα… Μήπως ούτε με ένα χαλάκι η προεξοχή στο πάτωμα δε διορθώνεται; Να βρούμε άλλη λύση τότε ή να φτιάξουμε κάτι καινούριο. Θα χαζεύουμε για πολύ ακόμα αναρωτώμενοι πως αυτό δεν είναι για εμάς και δε μας ταιριάζει;
Εκεί που συμφωνούν κατά κάποιον τρόπο το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι στη σχετική, μονογαμική πια και συντηρητική σχέση που έχουμε μαζί τους. Είναι οι στιγμές του τώρα που γίνονται αναμνήσεις κι αυτές οι αναμνήσεις μπορούν και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό αυτές που θα ‘ρθουν.
Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να χορέψω, αλήθεια! Δύο εβδομάδες να σε ερωτευτώ κι δύο μήνες να σε αγαπήσω. Λες να χρειάζεται πρώτα να σε αγαπήσω κι μετά να σε ερωτευτώ; Δεν έχει σημασία. Τώρα ανακαλύπτουμε τι υπάρχει εκεί έξω κι μέχρι στιγμής ακολουθούμε την πεπατημένη, χωρίς πολλές αμφιβολίες. Ή με πάρα πολλές. Δεν έχει ενδιάμεσο. Θέμα χρόνου βέβαια μέχρι και το “νέο” που έρθει να μας φανεί κι αυτό συντηρητικό.
Μελετάμε την ιστορία για να αποφύγουμε λάθη και ταυτόχρονα μοιάζει να είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε τα ίδια. Είναι σαν τη σχέση που έχει ο καθένας με το “Θεό” του. Προσωπική, μητρική, πατρική, αδελφική, ερωτική, καθαρτική και σημαντικά καθοριστική.
Ο χρόνος είναι σχετικός. Να ξες πως κάθε φορά που παίζει στο μυαλό μου το σενάριο αυτό, θα συνεχίζω να επιλέγω να σηκωθώ να μοιραστώ μαζί τη σκηνή μαζί σου. Κάθε φορά. Κι αν δεν τα κατάφερα σε αυτό το σύμπαν, θα τα έχω καταφέρει σε ένα παράλληλό του. Το κλειδί το πήραμε, μένει τώρα να δοκιμάζουμε ποιες πόρτες ξεκλειδώνει…