Η Β. νοιώθει πάντα πιο άνετα να παρατηρεί, παρά να συμμετέχει.
Γι’ αυτό και, κάθε φορά που βγαίνει έξω, φοβάται.
Κάθε φορά που βγαίνει έξω,
και κάθεται στο ίδιο τραπέζι με άλλους ανθρώπους,
φοβάται.
Φοβάται, μην τυχόν και χρειαστεί να μιλήσει για τον εαυτό της.
Κάθε φορά που είναι να βγει έξω,
λίγο πριν φύγει απ’ το σπίτι,
καθώς ετοιμάζεται,
κάνει πρόβες.
Φτιάχνει σύντομους μονολόγους,
ταιριάζει τις επιθυμητές λέξεις
και προσπαθεί να τις προφέρει.
Μαντεύει τις ερωτήσεις.
Tι δουλειά κάνεις;
Με τι ασχολείσαι;
Πότε έχεις ρεπό;
Τι θα κάνεις το Σαββατοκύριακο;
Καμιά καλή σειρά είδες τώρα τελευταία;
Πού μένεις;
Έχεις παιδιά; Όχι; Γιατί;
Παντρεμένη; Ακόμα; Γιατί;
Μόνη; Ακόμα; Γιατί;
Βγαίνοντας από το σπίτι,
περπατάει στους δρόμους με αλλοπρόσαλλη μουσική στ’ αυτιά της.
Μέχρι να φτάσει στο σημείο συνάντησης,
έχει ερμηνεύσει όλη την δισκογραφία της Μπρίτνει Σπήαρς,
φορώντας φίδια για κασκόλ.
Φτάνοντας στο σημείο συνάντησης,
φοράει πια το πρόσωπο που πρέπει
– επιτέλους.
Με τις πρώτες χαιρετούρες, ο φόβος της σταδιακά εξαφανίζεται.
Κανείς δεν θέλει να την ρωτήσει τίποτα.
Πάντα το ξεχνάει αυτό.
Ότι κανείς δεν θέλει να την ρωτήσει τίποτα.
Κανείς δεν θέλει να ακούσει κάποιον άλλον ήχο,
εκτός από την δική του φωνή.
Γιατί, άραγε, τους φαίνεται τόσο σημαντικός αυτός ο ήχος;
Δεν έχουν καν ωραία φωνή.
Η Β. σκεφτόταν,
ότι αν κάποιος της μιλούσε εκείνο το βράδυ,
θα ήθελε να της κάνει μόνο μία ερώτηση.
Είσαι χαρούμενη;