«Ο Κυνόδοντας» η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου προβλήθηκε το 2010 στην Ελλάδα και απέσπασε αρκετά βραβεία και καλές κριτικές τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Στην ταινία παρουσιάζεται ο εγκλεισμός μιας πενταμελούς οικογένειας. Μελετώντας την, παρατηρούμε ότι η οικογένεια ζει σε ένα απομονωμένο, πολυτελές σπίτι με τα τρία παιδιά που είναι μεγαλύτερα σε ηλικία εκπαιδεύοντάς τα και διαστρεβλώνοντας την σημασία κάποιων λέξεων για να μην μάθουν την πραγματική τους αξία π.χ. το τηλέφωνο είναι η αλατιέρα και η εκδρομή είναι ένα δομικό υλικό. Τους παραπληροφορούν για πολλά πράγματα φτάνοντας σε ακρότητες όπως ότι για να φύγουν από το σπίτι πρέπει να πέσει ο κυνόδοντάς τους. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον τα παιδιά αντιδρούν και ξεσπούν μερικές φορές με βία. Η μόνη ξένη επιρροή είναι μια υπάλληλος του πατέρα όπου έρχεται στο σπίτι για να κατευνάσει τις σεξουαλικές επιθυμίες του γιου. Ωστόσο προκαλεί αναστάτωση και την θέση της παίρνει η αδερφή του νεαρού η οποία στο τέλος αποφασίζει ότι έφτασε η στιγμή να σπάσει τον κυνόδοντά της για να βγεί από το σπίτι και αφού το επιχειρεί κλείνετε στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του πατέρα για να την μεταφέρει έξω.
Τονίζοντας το μοντέλο μιας πατριαρχικής οικογένειας ο Λάνθιμος τοποθετεί σε ένα καλοδιατηρημένο σπίτι πέντε χαρακτήρες χωρίς να δείχνει το χρόνο ή το χώρο που λαμβάνει δράση. Ακολουθεί μια γραμμική αφήγηση με ένα αργό μοντάζ και ενώνει τα πλάνα χωρίς να υπάρχουν σκηνοθετικά τρικ. Οι περισσότερες σκηνές είναι μέσα στο σπίτι και στον κήπο όπου η κάμερα είναι στατική, ενώ με μεσαία πλάνα που κόβει τα κεφάλια των χαρακτήρων προσπαθεί να αποδώσει το αίσθημα της έλλειψης της προσωπικής ανάγκης και επιλογής. Η πρόθεση του σκηνοθέτη να σοκάρει αλλά και να περάσει μηνύματα είναι αυτή που τον οδηγεί σε βίαιες σκηνές. Παρόλα αυτά με ένα διάχυτο φως σε όλα τα κάδρα του παρουσιάζει τις στιγμές της οικογένειας εστιάζοντας στα γεγονότα και όχι τόσο στη σκηνογραφία αφού δεν υπάρχει κάτι που να διαφοροποιεί το σπίτι από ένα συνηθισμένο. Επίσης χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον στους διαλόγους και με νωχελικές και ρομποτικές ερμηνείες που πολλές φορές έχουν και κενά αποστασιοποιεί τον θεατή και βοηθάει να αποδοθεί το αρρωστημένο κλίμα ακόμα περισσότερο.
Εν κατακλείδι, διαπιστώνουμε ότι ο Λάνθιμος κατασκευάζοντας μια μεταμοντερνιστική ταινία θέλησε να δείξει ένα ιδιαίτερα ακραίο οικογενειακό δεσμό για να προκαλέσει το ενδιαφέρον και να δείξει τα όρια του ανθρώπου.