Το καρακαξάκι – Μάνος Αμπλιανίτης

Μια φορά κι ένα καιρό, σ’ ένα μικρό δασάκι, το οποίο κάποτε ήταν μεγαλύτερο και πιο παλιά ακόμα πιο μεγάλο, πάνω σ’ ένα απ’ τα πολλά κυπαρίσσια του, ένα ζευγάρι καρακάξες κοιτάζει με λύπη τη φωλιά του. Εκείνο το πρωί, προτού πετάξουν για να βρουν τροφή στα φρεσκοοργωμένα χωράφια της περιοχής, είχαν αφήσει πίσω τέσσερα μικρά πιτσιλωτά γαλάζια αυγά. Εκείνο το πρωινό οι δύο γονείς είχαν διαισθανθεί πως η ώρα που τα λεπτά τσόφλια θα ράγιζαν και θα φανερώνονταν τα μικρά χνουδωτά πουλάκια τους, ζύγωνε. Χωρίς να το πολυσκεφτούν άφησαν τη φωλιά τους αφύλακτη κι έφυγαν μαζί για να μαζέψουν μπόλικη τροφή, επειδή σύντομα τα μικρά τους πουλάκια θα έρχονταν στον κόσμο πεινασμένα. Το δάσος που έμεναν ήταν ήσυχο και εκτός από εκείνους πολλές άλλες οικογένειες από καρακάξες το είχαν επιλέξει για να μένουν, επειδή είχε πυκνά δέντρα, ήταν δροσερό και ήταν το σπίτι για πολλά έντομα και μικροσκοπικά ζωύφια. Παρότι λοιπόν το δάσος, τους παρείχε άφθονη τροφή, η μυρωδιά του φρεσκοανακατεμένου χώματος που έφτανε από τα κοντινά χωράφια τους είχε σπάσει τη μύτη και τους παρέσυρε. Ακόμα και οι γλάροι που προτιμούν να τρέφονται με ψάρια, την εποχή του οργώματος αφήνουν τους κοφτερούς κι απόκρημνους βράχους τους και ταξιδεύουν ίσαμε δω για να βρουν τους μεγάλους και ζουμερούς σκουλίκους που φέρνει στην επιφάνεια το υνί του αγρότη που ανοίγει την ξερή γη. 

Η αλήθεια είναι πως από τη μέρα που η μητέρα καρακάξα είχε γεννήσει τα τέσσερα αβγουλάκια, οι δύο γονείς δεν είχαν αφήσει αφύλακτη τη φωλιά τους ούτε στιγμή. Πότε πήγαινε να φέρει τροφή ο ένας και πότε ο άλλος. Εκείνο το πρωί όμως έκαναν το λάθος να φύγουν και οι δύο, με αποτέλεσμα τώρα να κάθονται πάνω στη φωλιά τους και να αντικρίζουν λυπημένοι το ένα και μοναδικό αβγουλάκι που απέμεινε ατόφιο. Τα υπόλοιπα, για άγνωστο λόγο, ήταν σπασμένα, με τα τσόφλια ριγμένα μέσα στη φωλιά και τα μικρά πουλάκια να λείπουν. 

Την ώρα που οι γονείς περίλυποι συνέχιζαν να κοιτάζουν το αποτέλεσμα που είχε προκαλέσει η απουσία τους, το αβγουλάκι που είχε μείνει άθικτο άρχισε να ραγίζει και τελικά να σπάει. Ένα μικρό άσχημο κεφαλάκι με ανοικτό το στόμα και κλειστά τα μάτια φανερώθηκε. Οι γονείς άφησαν την λύπη τους στην άκρη και ξεκίνησαν να βάζουν μικρά φρέσκα σκουλικάκια στο λαίμαργο στόμα που έχασκε.

Λίγες μέρες αργότερα όλο το δάσος μπορούσε να ακούει τις φωνές του μικρού!

<< Δεν θέλω να φύγω από τη φωλιά! Πάει και τελείωσε!>>

<< Καλό μου παιδί έπρεπε ήδη να πετάς! Μα καλά δεν σ’ ενδιαφέρει να πας σε άλλα δέντρα, να κάνεις φίλους; Δεν θέλεις να πετάξεις πάνω από το δάσος να δεις πως φαίνεται από ψηλά;>> του έλεγαν οι γονείς του.

<< Δεν με ενδιαφέρει καθόλου σας λέω! Το μόνο που θέλω είναι περισσότερο φαγητό και παρακαλώ όχι πεταλούδες γιατί τις αγαπώ και μου αρέσει να τις βλέπω να πετούν. Α! Και κάτι άλλο… Με τη φωλιά τι θα κάνετε; Θα την μεγαλώσετε καθόλου;  Όταν γυρίζετε το βράδυ να κουρνιάσετε, στριμώχνομαι… >>

Είδαν κι απόειδαν οι γονείς ότι ο γιός τους δεν έπαιρνε από λόγια κι αποφάσισαν πως είχε έρθει ο καιρός να του δώσουν ένα μάθημα. Τις επόμενες μέρες δεν θα περνούσαν από τη φωλιά τους για να του αφήσουν φαγητό και τα βράδια θα πήγαιναν για ύπνο σε ένα άλλο δέντρο εκεί κοντά. Είχαν φροντίσει επίσης να περάσουν κι από τις γειτονικές φωλιές που έμεναν άλλες καρακάξες και να τους ενημερώσουν για το σχέδιο που είχαν για να κάνουν τον γιό τους να πετάξει. Τους ζήτησαν λοιπόν να ρίχνουν που και που διακριτικά καμιά ματιά στη φωλιά τους, αλλά να μην βοηθούσαν σε καμία περίπτωση τον γιό τους. 

Το πρώτο βράδυ το μικρό καρακαξάκι πίστεψε πως το σκοτάδι είχε πιάσει τους γονείς του κάπου στον δρόμο και για αυτό δεν είχαν έρθει. Τη δεύτερη μέρα άρχισε να ανησυχεί περισσότερο αλλά και να πεινάει καθώς λαίμαργο καθώς ήταν είχε φάει όλη την τροφή που υπήρχε στη φωλιά. Την τρίτη μέρα ανήσυχο, νηστικό και διψασμένο άρχισε να κρώζει όλη μέρα ζητώντας βοήθεια, μάταια όμως, καθώς κανένας γείτονας δε φάνηκε. Το πρωινό της τέταρτης μέρας, απελπισμένο πια, ανέβηκε στο χείλος της φωλιάς κι άρχισε να κρώζει με όλη του τη δύναμη, μέχρι που ζαλίστηκε, έχασε την ισορροπία του και άρχισε να πέφτει προς τα κάτω. Είδε το έδαφος να έρχεται κατά πάνω του και άρχισε δυνατά και άτσαλα να κουνάει τα φτερά του, μέχρι τελικά να καταφέρει τελικά να συντονίσει την κίνηση τους και λίγο πριν σωριαστεί φαρδύ πλατύ στο έδαφος να πάρει ύψος και να γραπώσει το πρώτο κλαδί που βρήκε μπροστά του. Η πρώτη του πτήση του φάνηκε αιώνας και πίστεψε πως είχε πετάξει πολύ μακριά. Πήρε μερικές ανάσες γιατί είχε λαχανιάσει από την προσπάθεια και γύρισε να δει που βρίσκονταν. Είδε στο απέναντι δέντρο τη φωλιά του και πάνω σε αυτή τους γονείς να έχουν ξεκαρδιστεί στα γέλια. 

Αυτό ήταν! Το μικρό καρακαξάκι θα μπορούσε πλέον να ανακαλύψει τον κόσμο που μέχρι πρότινος αρνιόταν να γνωρίσει. Ήταν γλυκό το αίσθημα του πετάγματος!  Από ‘κείνη τη μέρα κι ύστερα σπάνια γυρνούσε στη φωλιά πριν νυχτώσει και συνέχεια δοκίμαζε νέες τακτικές πτήσης και τις αντοχές του.

Σε μία από τις εξορμήσεις του σε ένα κοντινό άλσος σε ένα ψηλό δέντρο είδε να κάθεται ένας νεαρός κόρακας. Διψασμένο για παρέα και νέους φίλους το μικρό καρακαξάκι πέταξε προς τα εκεί και κάθισε δίπλα του. 

<< Ε φίλε! Καλημέρα>>

Ο μικρός κόρακας δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει.

<<Ωραία μέρα σήμερα>>

<<Καλή είναι…>> του αποκρίθηκε ανόρεχτα ο κόρακας.

<<Θες να γίνουμε φίλοι; Μένω με τους γονείς μου στο διπλανό δάσος με τα κυπαρίσσια, έχεις έρθει ποτέ;>>

<<Έχω έρθει και τι μ’ αυτό;>>

<<Σου άρεσε; Θέλεις να ξανάρθεις να δεις και το σπίτι μου;>>

<<Μπα δεν νομίζω… Μου αρέσει περισσότερο το δικό μας δάσος>>

Το καρακαξάκι κατάλαβε ότι ο μικρός κόρακας δεν ήταν πολύ φιλικός όμως επέμεινε.

<<Οι γονείς μου βρίσκουν τα καλύτερα έντομα του δάσους. Μου είπαν ότι αύριο θα φάμε ζουμερές ακρίδες. Θέλεις να έρθεις να φας μαζί μας;>>

Ο μικρός κόρακας γύρισε το κοίταξε και του είπε με υπεροψία:

<<Τι σε κάνει να νομίζεις πως εσείς οι καρακάξες βρίσκετε καλύτερα έντομα από εμάς; Εμείς ξέρεις είμαστε μεγαλύτεροι, πιο δυνατοί και πιο έξυπνοι από εσάς…>>

Το καρακαξάκι τα έχασε…Δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. Το μόνο που ήθελε, ήταν να κάνει έναν καινούριο φίλο. Γύρισε και τον κοίταξε. Ο νεαρός κόρακας ήταν πραγματικά πιο μεγαλόσωμος από εκείνον. Είχε πιο μακρύ και πιο γερό ράμφος, τα πόδια του ήταν πιο στιβαρά και το φτέρωμα του ήταν εντυπωσιακό…γυαλιστερό μαύρο που όταν έπεφτε πάνω του ο ήλιος έπαιρνε μωβ απόχρωση. Προτού προλάβει να τον θαυμάσει περισσότερο, ο μικρός κόρακας έδωσε ένα σάλτο και πέταξε ψηλά. 

<< Τα λέμε>> φώναξε το καρακαξάκι χωρίς όμως να λάβει απάντηση.

Το βράδυ ο μικρός μας φίλος δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκέφτονταν τον νεαρό κόρακα κι αναρωτιόνταν αν θα μπορούσε να του μοιάσει. Έδειχνε τόσο ανώτερος από ‘κείνον. Κατέληξε στο συμπέρασμα πως η μόνη λύση για να τον δεχτεί σαν φίλο του ο κόρακας, ήταν να προσπαθήσει να του μοιάσει. 

Από την επόμενη μέρα κιόλας κατέστρωσε ένα σχέδιο και ξεκίνησε να το εφαρμόζει. Πετούσε σε περιοχές που σύχναζαν οι κόρακες, παρακολουθούσε τον τρόπο που πετούσαν κυκλικά και το πώς έκαναν εφόρμηση όταν εντόπιζαν τροφή. Μετά απομακρύνονταν από εκείνους και προσπαθούσε να τους μιμηθεί. Δοκίμασε πολλές φορές να πετάξει το ίδιο ψηλά όσο εκείνοι, όμως δεν τα κατάφερνε. Η ανάσα του κόβονταν. Προσπάθησε να εφορμήσει κάθετα για να πιάσει τη λεία του όπως εκείνοι αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να πέφτει άγαρμπα στο χώμα. Τα βράδια γυρνούσε στη φωλιά του ταλαιπωρημένος και τσαλακωμένος. Η αλήθεια είναι πως είχε καταφέρει κάπως να βελτιώσει την ικανότητα του στο πέταγμα, αλλά δεν είχε καταφέρει να πλησιάσει την δεξιότητα των κορακιών. Μετά ξεκίνησε να τρώει περισσότερο για να γίνει πιο μεγαλόσωμος, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να παχύνει με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πετάει με την ίδια σβελτάδα.

Μια μέρα που πετούσε είδε τον κόρακα να κάθεται στο ίδιο δέντρο που είχαν πρωτοσυναντηθεί. Πως να τον πλησίαζε πάλι; Αν γίνονταν φίλοι και του ζητούσε να πετάξουν μαζί εκείνος δεν θα μπορούσε να τον ακολουθήσει, αν του ζητούσε να κυνηγήσουν πάλι δεν θα τα κατάφερνε εξίσου καλά όπως εκείνος. Μα υπήρχε ακόμη κάποια ελπίδα! Πέταξε σε ένα χωράφι που την προηγούμενη μέρα οι χωρικοί είχαν κάψει κλαδιά. Κυλίστηκε στη στάχτη για ώρα. Αφού δεν μπορούσε να φτάσει τις ικανότητες του κόρακα στο πέταγμα και στο κυνήγι θα δοκίμαζε τουλάχιστον να γίνει το ίδιο όμορφος όπως εκείνος. Μετά από πολύ προσπάθεια και σύρσιμο στις στάχτες το φτέρωμα του είχε μουτζουρωθεί αρκετά! Το λευκό του πτέρωμα είχε γίνει μαύρο σαν του κόρακα! Πέταξε πάλι προς το δέντρο για να τον συναντήσει. Ήταν ακόμα εκεί! Κάθισε δίπλα του, φουσκώνοντας το στήθος του για να δείχνει μεγαλύτερος.

<<Γειά! Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!>> είπε 

Ο κόρακας γύρισε και τον κοίταξε υποτιμητικά…

<<Τι σου συμβαίνει;>> τον ρώτησε << Φαίνεσαι σα να έπεσες σε βαρέλι με στάχτη>>

Το καρακαξάκι ταράχτηκε…Είδε πως το ωραίο μαύρο χρώμα που είχε πάρει από τη στάχτη είχε φύγει από το πέταγμα και τώρα φαίνονταν απλώς πιο βρώμικος. Κοκκίνησε απ’ τη ντροπή του κι έσκυψε το κεφάλι.

<<Άκουσε φίλε…ότι και να κάνεις δεν θα μπορέσεις ποτέ να με φτάσεις>> του είπε ο κόρακας και πέταξε μακριά.

Το καρακαξάκι γύρισε στη φωλιά του και κούρνιασε περίλυπο. Ο κόρακας μπορεί να ήταν αγενής όμως του είχε πει για ακόμη μια φορά την αλήθεια. Ποτέ δεν θα μπορούσε να τον φτάσει σε δύναμη και ομορφιά όσο κι αν προσπαθούσε. Από τις σκέψεις του τον έβγαλε η μητέρα του. Οι γονείς είχαν παρατηρήσει την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του γιού τους οπότε η μητέρα αποφάσισε να του μιλήσει. Το καρακαξάκι της άνοιξε τη ψυχή του και τα διηγήθηκε όλα χαρτί και καλαμάρι. Η μητέρα αφού τον άκουσε τον σκέπασε στοργικά με τη φτερούγα της και του είπε:

<< Γιέ μου μη σκας! Η φύση έχει δημιουργήσει πολλές χιλιάδες είδη και το καθένα έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, τα δικά του προτερήματα και αδυναμίες. Οφείλουμε να δεχτούμε τη φύση μας έτσι όπως είναι! Θα σου πω δύο πράγματα και θέλω να τα σκεφτείς. Παλιά οι άνθρωποι είχαν βαλθεί να μας εξοντώσουν κι εμάς και τους κόρακες γιατί πηγαίναμε και τρώγαμε τους σπόρους που φύτευαν στη γη. Μας είχαν επικηρύξει και μας κυνηγούσαν με κάθε τρόπο! Χιλιάδες από εμάς είχαν εξαφανιστεί, μέχρι που οι αγροί γέμισαν με βλαβερά ζιζάνια τα οποία ξεκίνησαν να καταστρέφουν ολοσχερώς τις καλλιέργειες των ανθρώπων. Τότε οι άνθρωποι απελπίστηκαν όμως κατάλαβαν το λάθος τους! Κατάλαβαν πως εμείς εκτός από τους σπόρους, τρώγαμε και τα βλαβερά έντομα, έτσι στο τέλος μας άφησαν στην ησυχία μας. Το δεύτερο που θέλω να σου πω και να το έχεις κανόνα στη ζωή σου είναι πως η φύση ξέρει καλύτερα από όλους μας να κρατά τις ισορροπίες κι έχει τα πράγματα έτσι καμωμένα ώστε το κάθε πλάσμα να είναι απαραίτητο για την επιβίωση του άλλου. >>

Η μητέρα έκανε μια παύση.

<<Α! μην ξεχάσω να σου πω και κάτι ακόμη… Σκέψου… Εσύ θαυμάζεις τον κόρακα, κι εκείνος σε περιφρονεί, σωστά; Αν ο κόρακας τύχει και καθίσει δίπλα σε έναν αετό τι νομίζεις πως θα συμβεί;>>

Το καρακαξάκι είχε ανοίξει διάπλατα τα μάτια του από την έκπληξη! Μέχρι τότε δεν είχε σκεφτεί τίποτα από όλα όσα του είχε πει μόλις η μητέρα του.

<<Κοιμήσου τώρα, αύριο ξημερώνει μια νέα μέρα>> είπε η μητέρα και πήγε να κουρνιάσει δίπλα στο άντρα της.

Το καρακαξάκι σκέφτηκε πολύ όσα του είχε πει η μητέρα του. Είχε δίκιο! Το να προσπαθείς να μιμηθείς τους άλλους και να γίνεις σαν κι εκείνους δεν φαίνονταν πια να έχει και πολύ νόημα, οπότε από την επόμενη κιόλας μέρα ξεκίνησε να βελτιώνει τις δικές του ικανότητες για το δικό του καλό κι όχι για να τον θαυμάζουν οι άλλοι. Συνέχισε να πηγαίνει και να κάθεται στο ίδιο κλαδί με τον νεαρό κόρακα, χωρίς όμως πια να προσπαθεί να τον εντυπωσιάσει. Ο μικρός κόρακας παρέμενε αγενής και αυθάδης, με τη διαφορά όμως πως πλέον πως η συμπεριφορά του δεν επηρέαζε ιδιαίτερα το καρακαξάκι.

Μια μέρα ο μικρός μας φίλος πέταξε για πρώτη φορά σ’ έναν μικρό βάλτο που βρίσκονταν κάπως πιο μακριά. Μπήκε ανάμεσα στα καλάμια και βάλθηκε να εξερευνήσει τον τόπο. Μετά από λίγο άκουσε πιο πέρα κάτι να πλατσουρίζει. Προχώρησε προς τα εκεί με επιφύλαξη. Παραμέρισε τα ψηλά χόρτα και είδε ένα μαύρο πουλί να έχει κολλήσει στις λάσπες και να προσπαθεί να βγει από αυτές χτυπώντας δυνατά τα φτερά του. Είδε το άτυχο πουλί να έχει ξεμείνει από δυνάμεις και με την κάθε προσπάθεια που έκανε να απελευθερωθεί, να βυθίζεται όλο και πιο μέσα. Το καρακαξάκι κατάλαβε πως αν δεν έκανε κάτι γρήγορα, το άλλο πουλί θα πνίγονταν, έτσι έπιασε με το ράμφος την ουρά του και έβαλε όλη τη δύναμη του να το τραβήξει έξω. Ήταν πολύ δύσκολο! Το άτυχο πουλί είχε βαρύνει πολύ από το νερό και τη λάσπη και ήταν ασήκωτο, τελικά όμως τα κατάφερε! Το τράβηξε έξω και ξάπλωσε αποκαμωμένο να πάρει ανάσα. 

Μετά από λίγο το μαύρο πουλί συνήλθε. Τίναξε τα φτερά του για να απαλλαγεί από τη λάσπη και πλησίασε τον μικρό μας φίλο που ακόμα προσπαθούσε να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Το καρακαξάκι ένοιωσε να τον πλησιάζει κι άνοιξε τα μάτια του. Ήταν ο μικρός κόρακας. Χωρίς να το ξέρει είχε σώσει τη ζωή του φίλου του. 

<<Μπορείς να πετάξεις;>> το ρώτησε ο κόρακας.

<<Ναι μπορώ>> απάντησε εκείνο.

<<Πάμε στους γονείς μου! Έχουν ετοιμάσει το αγαπημένο μου φαγητό. Θα σου αρέσει!>>

Οι δύο αγρότες μόλις είχαν σπείρει το χωράφι τους με σιτάρι. Ένα σμήνος από κόρακες πετούσε κυκλικά από πάνω τους περιμένοντας υπομονετικά να φύγουν για να φάνε μερικούς σπόρους. Η γυναίκα σκούντησε τον άντρα της και του έδειξε τα πουλιά. 

<<Έχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο;>>

Ο άντρας έβαλε το χέρι του στο μέτωπο για να προστατέψει τα μάτια του απ’ τον ήλιο και κοίταξε ψηλά. Ανάμεσα στους κόρακες που πετούσαν βρίσκονταν και μια καρακάξα.

<< Παράξενο!>> μουρμούρησε και μάζεψε τα τελευταία του εργαλεία.

Scroll to Top