Τα αρχαία ελληνικά κείμενα πρέπει να μένουν ανέγγιχτα. Απείραχτα. Ανόθευτα. Γιατί μόνον έτσι δεν είναι επικίνδυνα. Μόνο αν τα βάλουμε σε ένα κουτί και του βάλουμε μέσα φορμόλη – μόνο τότε δεν θα κινδυνεύουμε από αυτά.
Αν ξεχάσουμε ότι ο Αισχύλος μίλησε για αυτούς που έχασαν στον πόλεμο, ενώ ο ίδιος ήταν νικητής.
Αν ξεχάσουμε ότι ο Σοφοκλής μίλησε για το δίκαιο που δεν είναι γραμμένο πουθενά, πάρα μόνο μέσα μας, γι’ αυτό το δίκαιο που οι γραπτοί νόμοι παλεύουν πάντα να το φτάσουν.
Αν ξεχάσουμε ότι ο Ευριπίδης χλευάστηκε στην εποχή του ως νεωτεριστής, ως μεταμοντέρνος, ως πειραματικός. Αν ξεχάσουμε ότι ο Αριστοφάνης στους Βατράχους του τον κοροϊδεύει και διαλέγει να φέρει πίσω τον Αισχύλο – η ποίηση του Ευριπίδη, λέει, πέθανε μαζί του. Ο από μηχανής θεός του Ευριπίδη είναι, απλώς, ένα τέχνασμα, για να καλύψει την άγνοιά του να κατασκευάζει ενδιαφέρουσες πλοκές.
Αν ξεχάσουμε την θέση των γυναικών, των δούλων, των μεταναστών και την κρατήσουμε ίδια μέχρι και σήμερα – ανέγγιχτη, απείραχτη, ανόθευτη. Αν την κρατήσουμε ίδια μέχρι και σήμερα, μπορεί να την κρατήσουμε ακριβώς ίδια και σήμερα. Και στο άγραφο δίκαιο και κυρίως, στο γραπτό. Γιατί, στο κάτω-κάτω, είχαν και κάποιες αρχές τότε. Παρ’ όλο που η σεξουαλικότητά τους δεν ξεχώριζε φύλο. Παρ’ όλο που το βιολογικό τους φύλο δεν γνώριζε κοινωνικό. Άλλο αυτό.
Αν ξεχάσουμε ότι τα αρχαία ελληνικά κείμενα μίλησαν ήδη από την εποχή τους για το ατομικό και το συλλογικό – με τρόπο αιρετικό.
Αν ξεχάσουμε ότι η τριλογία Αισχύλος-Σοφοκλής-Ευριπίδης καθρεφτίζει την εξέλιξη: ιστορική, πολιτική, κοινωνική, οικονομική. Αν ξεχάσουμε ότι καθρεφτίζει την πάλη, την άνοδο, την φθορά. Και ξανά απ’ την αρχή. Την συνέχεια. Την αντίληψη. Την δημιουργία.
Το καινούργιο, που πατάει στο παλιό και συνεχίζει.
Το καινούργιο, που πατάει το παλιό και συνεχίζει.
Το καινούργιο συντρίβει το παλιό. Κάνει καλά; Το κάνει σωστά; Η ιστορία θα δείξει. Οι άνθρωποι θα δείξουν.
Αν ξεχάσουμε ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα αρχαία ελληνικά κείμενα, για να κάνουμε κριτική στα ίδια τα αρχαία ελληνικά κείμενα. Λίγα κείμενα έχουν γραφτεί, ήδη από την σύλληψή τους, με σκοπό να φτιάξουν εργαλεία για την ίδια τους την αναίρεση.
Αν ξεχάσουμε ότι τα αρχαία ελληνικά κείμενα μπορούν να μιλήσουν για οτιδήποτε συμβαίνει σήμερα. Αν τα τοποθετήσουμε προσεκτικά μέσα σε ένα αποστειρωμένο μουσείο, αποκομμένα από την σημερινή τάση του διαλόγου των εκθεμάτων. Αν τα απομονώσουμε. Αν τα βάλουμε να στέκονται σε ένα βάθρο ως αυθεντία, που δεν επιτρέπεται να αποδομηθεί. Αν τα κάνουμε θεό – έναν θεό που μισεί τους ανθρώπους και τους τιμωρεί από ψηλά, αν αμφισβητήσουν τις εντολές του. Και αν τις παραβούν.
Αν πιστέψουμε ότι τα αρχαία ελληνικά κείμενα απευθύνονται σε ανθρώπους χωρίς ελεύθερη βούληση.
Τότε και μόνον τότε, τα αρχαία ελληνικά κείμενα δεν είναι επικίνδυνα. Τότε και μόνον τότε, μπορούμε να τα παρουσιάζουμε στο θέατρο όπως πρέπει. Και στον κινηματογράφο. Και στα εικαστικά. Και στην καθημερινή μας ζωή.
Στην καθημερινή μας ζωή, μόνον έτσι τα αρχαία ελληνικά κείμενα δεν είναι επικίνδυνα.
Αλλιώς, θα μας βάλουν να σκεφτούμε. Γιατί, τα αρχαία ελληνικά κείμενα έχουν ένα πολύ σοβαρό ελάττωμα.
Κάνουν πάρα πολλές ερωτήσεις.
Και οι πάρα πολλές ερωτήσεις, αν δεν τις προσέξουμε, μπορούν να μας κλείσουν το σπίτι. Την τέχνη. Την χώρα.
Γι’ αυτό, καλύτερα να μείνουν έτσι τα αρχαία ελληνικά κείμενα. Ανέγγιχτα. Απείραχτα. Ανόθευτα.