Το αγόρι και η χήνα – Γιώργος Αρώνης

Μία φορά και έναν καιρό ένα αγόρι, ο Λίαμ, ζούσε μαζί με την μητέρα  του σε μια από τις ομορφότερες πόλεις της Γαλλίας, στο Παρίσι. Εκεί ζούσε πλουσιοπάροχα σε ένα μεγάλο σπίτι έχοντας ότι επιθυμούσε. Η  μητέρα του, η Ολίβια, είχε μια δίκη της επιχείρηση, ένα βιβλιοπωλείο,  από τα πιο δημοφιλή του Παρισιού. Δούλευε καθημερινά σε αυτό το  βιβλιοπωλείο προκειμένου να εξασφαλίσει οικονομικά τον γιο της  ώστε να μην του λείπει ποτέ τίποτα. Όταν έλειπε η μητέρα του από  το σπίτι, τον πρόσεχε η υπηρέτρια του σπιτιού, η Ιζαμπέλα. Πολλές  φορές εκείνη φρόντιζε για την καλή αγωγή και για την σωστή  συμπεριφορά του μικρού Λίαμ, αν και εκείνος δεν έδειχνε να  κατανοεί καθώς δεν ενδιαφερόταν τόσο για τους καλούς τρόπους,  αλλά έδινε περισσότερη σημασία στο χρήμα. 

«Τι να σου κάνουν η καλοσύνη και οι καλοί τρόποι αν δεν είσαι  πλούσιος;», της έλεγε απορημένος. 

«Το παν στην ζωή δεν είναι το χρήμα μικρέ μου Λίαμ!», του θύμιζε  συνεχώς η Ιζαμπέλα. 

Εκείνη την στιγμή, το αγόρι είδε από το παράθυρο την μητέρα του να  φτάνει εξαντλημένη από την δουλειά. Η μητέρα μπήκε στο σπίτι με  το χαμόγελο κρατώντας ένα γράμμα. Ήταν από τον πατέρα της, τον  Μπέντζαμιν που έγραφε ότι τους περιμένει με χαρά στο σπίτι του στο  Μοντρέσορ. Η μητέρα τότε σκέφτηκε πως θα ήταν μια ευκαιρία για  τον Λίαμ, περνώντας λίγο χρόνο οικογενειακά με τον παππού του,  ίσως θα καταλάβαινε πόσο σημαντική είναι η αξία της οικογένειας.Ο  μικρός Λίαμ φάνηκε ενθουσιασμένος που θα γνώριζε τον παππού του  και την επόμενη μέρα ετοίμασαν βαλίτσες για το Μοντρέσορ.  

Φτάνοντας στο χωριό Μοντρέσορ, κατευθύνθηκαν προς την πλατεία  του χωριού, όπου εκεί θα τους περίμενε μια άμαξα και θα τους  πήγαινε στο σπίτι του παππού Μπέντζαμιν. Αφού έφτασαν στην αυλή  του σπιτιού, είδανε ένα τεράστιο αρχοντικό που ήταν πέντε φορές  μεγαλύτερο από το σπίτι τους γεμάτο υπηρέτες. Ο παππούς  Μπέντζαμιν καθόταν ήσυχος στην πολυθρόνα του δίπλα στο τζάκι και  περίμενε.  

«Παππού, παππού!», φώναζε ο Λίαμ και τότε ο παππούς Μπέντζαμιν  συγκινημένος τον είδε και τον αγκάλιασε. 

«Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω Λίαμ! Πέρασαν πολλά χρόνια, αλλά  τόσο καιρό έλειπα σε μακρινά ταξίδια λόγω δουλειάς.», είπε ο 

Μπέντζαμιν στον μικρό, αν και ο Λίαμ δεν έδινε σημασία στα  λεγόμενα του, απορροφημένος από τα ακριβά και σπάνια πράγματα  που έβλεπε γύρω του. 

Η Ολίβια συγκινημένη, καθόταν σε μια γωνιά και έβλεπε τον παππού  Μπέντζαμιν μαζί με τον μικρό να του λέει ιστορίες με τις περιπέτειες  του στο εξωτερικό. Κάποια στιγμή φτάνει μια άμαξα έξω από την  αυλή του σπιτιού. Ο Λίαμ βλέπει έξω από το παράθυρο να έρχεται μια  γυναίκα φορώντας ακριβά ρούχα και κοσμήματα. Στο σπίτι είχε  φτάσει η θεία Ντριζέλντα, η μεγάλη αδερφή της Ολίβιας και η κόρη  του κυρίου Μπέντζαμιν. Άνοιξε την πόρτα με δύναμη, και άρχισε να  δίνει διαταγές σε όλο το υπηρετικό προσωπικό. Η θεία Ντριζέλντα κοιτούσε συνεχώς με στραβό μάτι τον μικρό Λίαμ. Όταν ο παππούς  και ο Λίαμ είχαν βρεθεί μόνοι τους, άρχιζαν να συζητάνε. 

«Ξέρεις Λίαμ, θα μου άρεσε αν μένατε εδώ με την μητέρα σου. Θα  έχουμε και τον χρόνο να γνωριστούμε καλύτερα, τι λες;» «Αν μείνω όμως εδώ, όλα αυτά θα είναι δικά μου;», τον ρώτησε  ενθουσιασμένος. 

«Εννοείται μικρέ, θα σου αρέσει και ο μεγάλος κήπος με την χήνα  που έχω στην αυλή.», του είπε ο Μπέντζαμιν. 

Εντωμεταξύ η θεία Ντριζέλντα καθόταν πίσω από την πόρτα και τους  άκουγε. 

«Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, αν μείνει εδώ ο μικρός τότε η  περιουσία του Μπέντζαμιν θα γίνει δική του.» σκεφτόταν η  Ντριζέλντα θέλοντας να δράσει.  

Όταν ο μικρός Λίαμ καθόταν έξω στον κήπο, ήρθε η θεία Ντριζέλντα  βάζοντας τον να καθαρίσει όλον τον κήπο. Μετά τις φωνές της θείας,  ο Λίαμ ξεκίνησε αμέσως το καθάρισμα. Μέσα στον κήπο ζούσε μια  γέρικη χήνα που τον λέγανε Μορίς. Ο Μορίς φρόντιζε τον κήπο μέχρι  που όταν είδε το ξένο αγόρι να πλησιάζει, τον έβαλε σε μπελάδες. 

Έκανε συνεχώς σκανταλιές ξανά και ξανά μέχρι που γέμισε με λάσπες  όλον τον κήπο. Ο Λίαμ όταν είδε την χήνα να λερώνει τα πάντα,  άρχισε να την κυνηγά. Τρέχανε γύρω γύρω από την κήπο καταστρέφοντας όλα τα λουλούδια που υπήρχαν εκεί. Η μητέρα του  όμως βλέποντας την κατάσταση είπε: 

«Λίαμ, εσυ τα έκανες όλα αυτά; Ντροπή σου!», και αμέσως έστειλε τον Λίαμ τιμωρία στο δωμάτιο του. 

Το επόμενο πρωί, το αγόρι καθόταν στο δωμάτιο του και κοιτούσε  έξω από το παράθυρο. Ξαφνικά βλέπει κάποιος να μπαίνει στον κήπο με τα ζώα και να αρπάζει την χήνα. Ο Λίαμ απορημένος σκέφτηκε τι  μπορεί να συμβαίνει με αυτήν την χήνα. Βγήκε από το δωμάτιο του  και ακολούθησε αυτόν τον παράξενο κύριο που πήγαινε μέχρι το  μαγειρείο. Από τα ρούχα που φορούσε και τον μπαλτά που κρατούσε,  σκέφτηκε ότι είναι ο μάγειρας και ότι πρόκειται να μαγειρέψει την  χήνα. Ο μάγειρας έβαλε την χήνα σε ένα κλουβί στην αποθήκη μαζί  με τα υπόλοιπα πουλερικά. Ύστερα έκατσε στο σκαμπό του και πήρε έναν βαθύ υπνάκο φορώντας στο λαιμό του το κλειδί της αποθήκης.  Ο μικρός Λίαμ τότε σκέφτηκε πως ήταν κρίμα για την καημένη την  χήνα να την βρει ένα τέτοιο τέλος, ακόμη και για τις σκανταλιές που  έκανε στον κήπο. Γι αυτό έκρινε πως έπρεπε να την σώσει. 

Χρησιμοποίησε λοιπόν το κοντάρι μιας σκούπας και προσπαθούσε να  βγάλει το κλειδί από τον λαιμό του μάγειρα χωρίς να τον ξυπνήσει. Αφού ο Λίαμ τα κατάφερε, πήγαινε με σιγανά βήματα προς την  αποθήκη. Άνοιξε την πόρτα, ξεκλείδωσε το κλουβί, πήρε αγκαλιά τον  Μορίς την χήνα, και έφυγε. Το ανοιχτό κλουβί όμως που υπήρχε  κρεμασμένο εκεί, έπεσε στο πάτωμα μαζί με αλλά πράγματα της  αποθήκης προκαλώντας έναν μεγάλο σαματά. Τότε ξύπνησε ο  μάγειρας και είδε το αγόρι μαζί με την χήνα να προσπαθούν να  ξεφύγουν. 

«Γύρνα αμέσως πίσω παλιό ζιζάνιο!», φώναζε δυνατά ο μάγειρας  κυνηγώντας τον Λίαμ με τον Μορίς σε όλο το σπίτι.  Ο Λίαμ εν τέλη κατάφερε να ξεφύγει από την πίσω πόρτα του σπιτιού,  βγαίνοντας έξω στην αυλή. Ήταν τόσο τρομαγμένος που έτρεξε όσο  πιο γρήγορα μπορούσε, τραβώντας από το φτερό τον Μορίς στο  δάσος. Τρέχανε όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που κάποια στιγμή είχαν  χαθεί μέσα στο δάσος. Δεν θυμόντουσαν πως να γυρίσουν. Περίμεναν  σε ένα σημείο μέχρι να βρουν κάποιον να τους βοηθήσει. Τότε,  βλέπουνε ένα ελάφι να κρύβεται στους θάμνους, και ενώ το κοιτούσε  ο Λίαμ με περιέργεια, πήγε να το πλησιάσει. Προσπαθούσε να το  αγγίξει μέχρι που το ελάφι άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη  κατεύθυνση. Ο Λίαμ το ακολούθησε, και ο Μορίς που φοβόταν να  μείνει μόνος στην μέση του δάσους, ακολούθησε και εκείνος. Είχαν  απομακρυνθεί αρκετά ώσπου μπροστά τους είδαν κάτι αρκετά  περίεργο, δυο δέντρα ενωμένα που σχημάτιζαν μια πύλη. Ο Λίαμ από  περιέργεια ήθελε να μάθει που οδηγεί αυτό το μονοπάτι. Περνώντας  μέσα από την πύλη, είδε λίγο πιο πέρα μια μικρή καλύβα. Το αγόρι  αναρωτιόταν ποιος έμενε μέσα στο δάσος, και έτσι πλησίασε. Χτύπησε την πόρτα της καλύβας, απάντηση όμως δεν έπαιρνε.  Προσπαθούσε να κοιτάξει μέσα από το παράθυρο, αλλά δεν έβλεπε  τίποτα. Ξαφνικά, πετάχτηκε από δίπλα του μια κουκουβάγια και άρχισε να μπλέκεται στα μαλλιά του. Ο Λίαμ τρόμαξε και έτρεχε πέφτοντας πάνω σε μια κυρία. Ήταν μια γριά γυναίκα που φορούσε  φτωχά ρούχα, κρατώντας στο χέρι ένα καλάθι με διάφορα φρούτα του  δάσους. 

«Συγνώμη μικρέ μου, δεν ήθελα να σε τρομάξω, είσαι καλά;», τον  ρώτησε εκείνη. 

«Εσυ μένεις εδώ; Έχω χαθεί και ψάχνω για βοήθεια.» της απάντησε  ο Λίαμ. 

«Καλωσήρθες στην καλύβα μου! Εγώ είμαι η γιαγιά Μία! Και αυτοί  είναι οι φίλοι μου, ο Κρίστοφερ η κουκουβάγια και η Άβα η ελαφίνα.» «Χαίρομαι που σας γνωρίζω!. Αλήθεια, πως μπορείς και μένεις μόνη  σου στο δάσος;» την ρώτησε το αγόρι. 

«Είμαι ευτυχισμένη εδώ, έχω τους φίλους μου και δεν χρειάζομαι  τίποτα άλλο.» του απάντησε με το χαμόγελο η γιαγιά Μία και τότε το  αγόρι λέει: 

«Για να το λες κάτι θα ξέρεις! Με λένε Λίαμ και από εδώ η χήνα, αν  και δεν ξέρω πως την λένε.» 

«Γιατί δεν ρωτάς την ίδια;», τον ρώτησε η γιαγιά Μία. Πήρε μια  χούφτα από την τσέπη της, ρίχνοντας μία μαγική σκόνη πάνω στο  κεφάλι της χήνας. 

Εκείνη την στιγμή, ο Μορίς μιλούσε στην ίδια γλώσσα με το αγόρι. « Έχεις άσχημα ξεμπερδέματα μικρέ που μας έφερες στην μέση του  πουθενά. Ωχ, ελπίζω να μην μιλάμε στην ίδια γλώσσα;», έκανε ο  Μορίς θέλοντας να κρυφτεί από ντροπή και ο Λίαμ άρχισε να γελά. «Εγώ είμαι ο κύριος Μορίς. Πρέπει όμως να γυρίσουμε πίσω μικρέ,  η μητέρα σου και όλοι θα ανησυχούν.» 

«Ναι, αλλά έχουμε χάσει τα ίχνη και είμαστε πολύ μακριά από το  σπίτι μας. Πώς θα γυρίσουμε;», ρώτησε ο Λίαμ. 

«Μην ανησυχείτε φίλοι μου, η γιαγιά Μία ξέρει τον τρόπο. Η Άβα  ελαφίνα θα σας οδηγήσει πίσω. Εξάλλου ποιος νομίζετε σας οδήγησε σε έμενα;» 

«Σωστά, η Άβα ήταν! Σε ευχαριστούμε γιαγιά Μία!», της είπε ο Λίαμ  χαρούμενος, φεύγοντας με τον κύριο Μορίς. 

«Τίποτα φίλοι μου, καλό δρόμο να έχετε!», τους απάντησε η γιαγιά  Μία χαιρετώντας τους. 

Ωστόσο, ενώ περνούσαν οι ώρες, η μητέρα του Λίαμ περίμενε στην  πόρτα αγχωμένη με την ελπίδα μήπως γυρίσει ο Λίαμ πίσω. Κατηγορούσε τον εαυτό της γι’αυτά που συνέβησαν, πιστεύοντας  πως δεν έπρεπε να έρθει εδώ εξαρχής. Όμως ο παππούς Μπέντζαμιν προσπαθούσε να την ηρεμήσει, λέγοντας της ότι όλα θα πάνε καλά. 

Η θεία Ντριζέλντα κοιτούσε έξω από το παράθυρο της, σκεπτόμενη  ότι ίσως αυτό που συνέβη τελικά ευνοούσε το σχέδιο της. «Όσο ο μικρός είναι εξαφανισμένος, η περιουσία του Μπέντζαμιν  είναι δική μου. Για να βεβαιωθώ όμως ότι πράγματι εξαφανίστηκε, θα  πρέπει να το επιβεβαιώσω η ίδια.», είπε στον εαυτό της πονηρά. Έτσι  έδωσε εντολή στους τρεις πιστούς βοηθούς της τον Μπόμπ, τον  Μάρλεϊ και τον Λι να ψάξουν για το αγόρι στο δάσος, όμως να  βεβαιωθούν ότι δεν θα γυρίσει πίσω ποτέ ξανά. Έτσι λοιπόν, οι  κυνηγοί ξεκίνησαν το ψάξιμο. 

Ο Λίαμ και ο κύριος Μορίς περπατούσαν μέσα στο δάσος  ακολουθώντας την Άβα. 

«Πες μου για σένα Μορίς, πως βρέθηκες στον κήπο του παππού  μου;», τον ρώτησε ο Λίαμ και ο κύριος Μορίς του είπε: «Είναι μεγάλη ιστορία μικρέ, αν και πίστεψε με, δεν είναι τόσο  σημαντικό να μάθεις.» 

Ο μικρός Λίαμ ενδιαφερόταν να μάθει πράγματα από τον κύριο  Μορίς, όμως εκείνος συνεχώς απέφευγε να του απαντήσει. Ενώ  περπατούσαν αμέριμνοι μέσα στο δάσος, ξαφνικά ακούνε κάτι μέσα  από τους θάμνους. Ήταν οι κυνηγοί της Ντριζέλντας, που ήθελαν το  αγόρι. Η Άβα έτρεξε γρήγορα να ζητήσει βοήθεια, και ο Λίαμ μαζί με  τον Μορίς τρέχανε να γλιτώσουν. Ο Μορίς όμως, ενώ έτρεχε, σκόνταψε σε ένα κλαδί πέφτοντας κάτω. Ο Λίαμ τον σήκωσε κρύβοντας τον μέσα σε μια μεγάλη δέντρο- φωλιά για να μην τον βρουν. Οι κυνηγοί όμως είχαν πιάσει τον Λίαμ και τον περιγελούσαν.  «Αλήθεια νόμιζες ότι θα μας ξεφύγεις μικρέ. Η Ντριζέλντα σε θέλει  εξαφανισμένο από το χωριό, γι’αυτό θα το φροντίσουμε εδώ και  τώρα.», είπαν στον Λίαμ οι κυνηγοί, βάζοντας τον μέσα σε σάκο. Εκείνη την στιγμή όμως μέσα από τα δέντρα ξεπήδησαν όλα τα ζώα  του δάσους. Περιστέρια, σκίουροι, ασβοί, κουνέλια, ελάφια  επιτίθονταν στους κυνηγούς για να σώσουν το αγόρι. Και τότε  εμφανίστηκε η γιαγιά Μία κρατώντας ένα μαγικό ξύλινο ραβδί. Τους  κοίταξε στα μάτια και είπε: 

«Μακριά από το παιδί, αλλιώς θα σας μεταμορφώσω σε βρομερά  γουρούνια!», και τότε οι τρεις κυνηγοί από την τρομάρα τους το  έβαλαν στα πόδια και η γιαγιά Μία πήγε τους δυο φίλους της πίσω  στην καλύβα. 

Οι κυνηγοί ωστόσο είχαν φτάσει πίσω στο αρχοντικό να  ειδοποιήσουν την Ντριζέλντα γι’αυτό που είδαν. 

«Ώστε υπάρχει μια μάγισσα στο δάσος και προστατεύει το αγόρι. Ίσως αυτό να λειτουργήσει για το συμφέρον μας…», τους είπε με  πονηράδα σκεπτόμενη ένα νέο σχέδιο.  

Ωστόσο ο Λίαμ και ο κύριος Μορίς είχαν κάτσει λίγο πιο πέρα από  την καλύβα της γιαγιάς Μίας, μπροστά σε μια λίμνη, και κοιτώντας  τα αστέρια, συζητούσαν. 

«Λίαμ σε ευχαριστώ που με έσωσες, σου είμαι υπόχρεος!», του είπε  ο Μορίς θέλοντας να τον ευχαριστήσει. 

«Δεν ήταν τίποτα, έκανα αυτό που θα έκανε κάθε φίλος.», του απαντά  ο Λίαμ, επιμένοντας να μάθει με ενθουσιασμό για το παρελθόν του  Μορίς. Ο κύριος Μορίς δεν μπορούσε να αρνηθεί και του άνοιξε την  καρδιά του λέγοντας ότι είχε χάσει τους γονείς του από μωρό χήνα  και ότι περιπλανιόταν για ώρες μόνο του στο δάσος, μέχρι που τον  βρήκε ο παππούς Μπέντζαμιν και τον φρόντισε στον κήπο του. Από  τότε, έμενε στον κήπο, με το μόνο πρόβλημα που τον στεναχωρούσε ότι δεν έμαθε ποτέ να πετάει όπως κάθε χήνα. Ο Λίαμ ενώ άκουγε  προσεκτικά την ιστορία του, του είπε:  

«Μην ανησυχείς, μπορεί να μην είμαι πτηνό αλλά θα σε βοηθήσω να  μάθεις να πετάς και θα γυρίσεις πίσω στους δικούς σου.» Ο Μορίς  συγκινημένος τον ευχαρίστησε και από τότε έγιναν πολύ καλοί φίλοι. Είχε βραδιάσει και έπρεπε να γυρίσουν πίσω στην καλύβα. Από  μακριά έβλεπαν ότι είχε ανάψει μια μεγάλη φωτιά. Είδαν ότι ο καπνός  της φωτιάς ερχόταν από την καλύβα και ανησύχησαν τόσο που  έτρεξαν να δουν τι συνέβη. Οι δύο ήρωες έφτασαν στην καλύβα και είδαν τους κυνηγούς μαζί με την Ντριζέλντα να καίνε το σπίτι της  γιαγιάς Μίας. Η Ντριζέλντα είχε κλέψει το μαγικό ραβδί της γιαγιάς  Μίας και χρησιμοποιώντας το, έβαλε όλα τα ζώα που υπήρχαν εκεί μέσα σε κλουβιά. Όλα τα ζώα ήταν εγκλωβισμένα και αβοήθητα. Η  γιαγιά Μία, χωρίς το μαγικό της ραβδί δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Στην συνέχεια η Ντριζέλντα, έστρεψε το ραβδί στην γιαγιά Μία και  με τις μαγικές του ιδιότητες, την χτύπησε βαριά. Η Ντριζέλντα  έχοντας το ραβδί δεν μπορούσε να της σταθεί κανένας εμπόδιο. Ο  Λίαμ προσπάθησε να την σταματήσει, ώσπου η Ντριζέλντα με το  ραβδί δημιούργησε έναν ανεμοστρόβιλο, διαλύοντας τα πάντα στο  δάσος. Οι κυνηγοί έπιασαν τον Λίαμ και τον έβαλαν σε κλουβί με  τους υπόλοιπους, γυρίζοντας στο αρχοντικό. Και ενώ ο Μορίς ήταν  κρυμμένος, ο Λίαμ του φώναξε από μακριά: 

«Μην μας αφήσεις Μορίς!». Η Ντριζέλντα και οι κυνηγοί είχαν φύγει  και ο Μορίς είχε μείνει μόνος του με την γιαγιά Μία. Πλησίασε ο  Μορίς στην γιαγιά Μία και εκείνη του λέει:

«Σώσε τους φίλους μας καλέ μου Μορίς, σώσε τον φίλο σου τον Λίαμ,  σε χρειάζονται.» Ο Μορίς αν και φοβισμένος, έδειξε γενναιότητα και  ακολούθησε τα ίχνη της Ντριζέλντας που οδηγούσαν στο σπίτι. Όσο η Ολίβια και ο παππούς Μπέντζαμιν ανησυχούσαν για τον Λίαμ,  η Ντριζέλντα και οι κυνηγοί της έφτασαν στην αυλή του σπιτιού.  Τότε βγήκε έξω ο παππούς Μπέντζαμιν και είπε: «Ντριζέλντα, τι  συνέβη εδώ; Γιατί κρατάς όλα αυτά τα ζώα σε κλουβιά;» «Θα μάθεις σύντομα Μπέντζαμιν. Τώρα εγώ κάνω κουμάντο και η  περιουσία σου ανήκει σε εμένα!»,του είπε η Ντριζέλντα και  κουνώντας το μαγικό ραβδί τρεις φορές, μεταμόρφωσε το σπίτι του  Μπέντζαμιν σε ένα σκοτεινό κάστρο.  

«Με το μαγικό ραβδί θα μπορέσω να πραγματοποιήσω κάθε επιθυμία.  Το χωριό Μοντρέσορ και όλη η Γαλλία θα γίνουν δικά μου!», είπε η  Ντριζέλντα κλειδώνοντας στα μπουντρούμια τον Λίαμ, το  Μπέντζαμιν και την Ολίβια. Στην συνέχεια η Ντριζέλντα, κάλεσε  όλους τους αριστοκράτες της Γαλλίας, όπου τα αιχμάλωτα ζώα θα  γίνονταν το δείπνο τους. Εκείνη την στιγμή είχε φτάσει ο Μορίς και  σκεφτόταν πως θα μπει μέσα στο κάστρο. Πήγε από την πίσω πλευρά,  μπαίνοντας μέσα από ένα παράθυρο και άρχισε να ψάχνει τον Λίαμ  και τους υπόλοιπους. Κατεβαίνοντας κάτω στα μπουντρούμια, τους  έβλεπε όλους μέσα σε κλουβιά. Σκεφτόταν πώς θα περάσει χωρίς να  τον καταλάβει ο κυνηγός που καθόταν εκεί. 

«Πάρε τούτην, πάρε και αυτήν!», έλεγε ο Μορίς κοπανώντας τον με  ένα μεγάλο τηγάνι στο κεφάλι, ώσπου ο κυνηγός λιποθύμισε. Έπειτα, ο Μορίς ξεκλείδωσε τα κλουβιά και ελευθέρωσε τους φίλους του. «Τώρα όμως τι κάνουμε; Όσο η Ντριζέλντα έχει το ραβδί είναι  ανεξέλεγκτη.» είπε ο Μορίς ανήσυχος. Όμως ο Λίαμ είχε σκαρφιστεί  ένα σχέδιο. Ενώ περίμεναν η Ντριζέλντα και οι αριστοκράτες στην  αίθουσα για να δειπνήσουν, ξαφνικά ακούνε κάτι δυνατούς θορύβους  σε όλο το κάστρο. Τότε, ανοίγουν οι πόρτες με φόρα και μπαίνουν  μέσα στην αίθουσα όλα τα ζώα που ήταν αιχμάλωτα. Τα ζώα είχαν  κατακτήσει το κάστρο δημιουργώντας έναν τεράστιο χαμό. Η  Ντριζέλντα εξαγριωμένη, ενώ ήταν έτοιμη να χρησιμοποιήσει το  ραβδί, της το παίρνει από τα χέρια ο Λίαμ και αρχίζει να τρέχει.  «Πιάστε το αγόρι και φέρτε μου το ραβδί!», είπε η Ντριζέλντα στους  τρεις βοηθούς της κυνηγώντας το αγόρι σε όλο το κάστρο. Οι κυνηγοί όμως είχαν περικυκλώσει τον Λίαμ. 

«Δεν μπορείς να μας ξεφύγεις μικρέ!» του είπαν γελώντας και τότε ο  Λίαμ χρησιμοποίησε την δύναμη του ραβδιού, μεταμορφώνοντας  τους σε γουρούνια.

«´Οϊνγκ- όϊνγκ, όϊνγκ – όϊνγκ!», έκαναν οι κυνηγοί που έγιναν  γουρούνια και άρχιζαν να τρέχουν πανικόβλητοι. Ο Λίαμ ανέβαινε  όλο και πιο πάνω φτάνοντας στον ψηλότερο πύργο του κάστρου. Η  Ντριζέλντα τον κυνηγούσε και εκείνος βγήκε έξω από το παράθυρο  του πύργου περπατώντας πάνω στην σκεπή. Τότε έφτασε και η  Ντριζέλντα κρατώντας τον Μορίς στα χέρια της και είπε: 

«Δώσε μου το ραβδί αλλιώς θα πετάξω την χήνα στο κενό και θα πεθάνει.» 

«Μην της το δώσεις Λίαμ!», φώναξε ο Μορίς και η Ντριζέλντα είπε: «Δώσε μου το ραβδί και σου υπόσχομαι ότι θα σε κάνω τόσο πλούσιο  που δεν θα έχεις ανάγκη κανέναν.»  

Προσπαθώντας λοιπόν να τον δελεάσει, ο Λίαμ της απάντησε: «Κάποιος μου έμαθε πως η πραγματική ευτυχία είναι οι άνθρωποι  και οι φίλοι μας παρά το χρήμα. Δεν θα γίνω σαν εσένα!» Τότε, πέταξε το ραβδί και η Ντριζέλντα, ενώ προσπαθούσε να το  πιάσει, γλίστρησε πέφτοντας η ίδια στο κενό και χάθηκε για πάντα. Όλοι στο χωριό ήταν ασφαλείς. Τότε, εμφανίστηκε η γιαγιά Μία.  Ξαναπήρε το μαγικό της ραβδί και μεταμόρφωσε τα πάντα όπως ήταν  πριν, χτίζοντας ξανά την καλύβα της στο δάσος. Αφού τα πράγματα  ήταν και πάλι στην θέση τους, η μητέρα είπε στον Λίαμ:  «Είμαι περήφανη για σένα, γιατί κατάλαβες πόσο σημαντική είναι η  οικογένεια.» και συγκινημένος ο μικρός Λίαμ την αγκάλιασε. Ο Λίαμ  όμως, θυμόταν ότι είχε δώσει μια υπόσχεση στον Μορίς λέγοντας του: 

«Δεν κράτησα τον λόγο μου Μορίς. Είπα ότι θα σε μάθω να πετάς για  να γυρίσεις στους δικούς σου.» 

«Θα με μάθεις να πετάω, αλλά όχι για να βρω τους δικούς μου. Η  αληθινή μου οικογένεια είναι εδώ.», του απάντησε ο Μορίς  παίρνοντας μια μεγάλη αγκαλιά τον φίλο του. Ο Λίαμ έζησε με την  μητέρα του, τον παππού του και τον φίλο του τον Μορίς στο  Μοντρέσορ και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Scroll to Top