Κάποτε, ο τόπος μου ήταν φτιαγμένος από σκηνές, πανιά, κοστούμια και αυλαίες.
Ο τόπος μου είχε Μαύρο Θέατρο της Πράγας. Είχε τον Έμπορο της Βενετίας, την Αγκάθα Κρίστι, τους Επτά επί Θήβας, τον Ιππόλυτο.
Είχε όλα τα έργα του Σαίξπηρ και του Αισχύλου και του Σοφοκλή και του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη.
Είχε τα πιο όμορφα Χριστούγεννα με τον Μαρσέλ Μαρσό κι εκείνες τις φούσκες, στο μικρό το θέατρο όχι στο μεγάλο, σ’ εκείνο το μικρό που κάναμε και τις παραστάσεις με τις σχολές χορού.
Είχε τα πιο όμορφα καλοκαίρια με τις παραστάσεις στο ανοιχτό το θέατρο, που πηγαίναμε κάθε βράδυ εκείνο το καλοκαίρι πριν τις πανελλήνιες και είχε κι εκείνες τις συναυλίες με όλους αυτούς που άκουγαν οι γονείς μας και τους ακούγαμε κι εμείς μετά και ευτυχώς προλάβαμε να τους προλάβουμε γιατί είναι ωραίο να προλαβαίνεις τις εποχές.
Είχε τους άλλους που είχαν πολλά λεφτά ή μάλλον όχι, είχε τους άλλους που νόμιζαν ότι έχουν πολλά λεφτά, εμείς δεν είχαμε αλλά δεν έχει σημασία γιατί γύρω ήταν όλοι χαρούμενοι, οπότε έπρεπε να είσαι κι εσύ χαρούμενος γιατί αλλιώς θα έχανες την εποχή σου και δεν είναι ωραίο να χάνεις τις εποχές.
Είχε ένα πολύ μεγάλο πάρτι που κάποιοι νόμιζαν ότι θα κρατήσει για πάντα, θα είναι για πάντα έτσι και θα κάνει για πάντα ένα πολύ μεγάλο πάρτι και δεν θα κάνει ποτέ βροχή και χιόνι και χαλάζι.
Είχε αυτούς που νόμιζαν ότι το πολύ μεγάλο πάρτι είναι για όλους και όσοι δεν ήταν μέσα στο πολύ μεγάλο πάρτι, έφταιγαν αυτοί, λογικά, γιατί αλλιώς γιατί να μην είσαι στο μεγάλο πάρτι, δεν είναι ωραίο να χάνεις ένα πάρτι και μάλιστα ένα τόσο μεγάλο πάρτι.
Είχε αυτούς που νομίζουν ότι τα κάνουν όλα σωστά.
Και είχε όλους αυτούς που δεν τους έβλεπε κανείς, όλους αυτούς που δεν τους άρεσε το Μαύρο Θέατρο της Πράγας, ούτε η Άνοιξη της Πράγας τους άρεσε ούτε η Πράγα η ίδια. Δεν ήξεραν καν κατά πού πέφτει και δεν τους ένοιαζε κιόλας, γιατί, γιατί να τους νοιάζει στο κάτω-κάτω. Δεν τους άρεσε η Αγκάθα Κρίστι και η αγγλική εξοχή, δεν τους άρεσε ο Αισχύλος κι ο Αριστοφάνης, δεν τους άρεσαν τα όμορφα Χριστούγεννα.
Ή μάλλον όχι, τους άρεσαν τα Χριστούγεννα, αλλά τα δικά τους Χριστούγεννα ήταν όμορφα με άλλους τρόπους κι αυτό κανείς δεν το είδε και κανείς δεν του έδωσε σημασία.
Κανείς δεν τους έδωσε σημασία.
Ήταν πολύ δυνατά η μουσική στο πάρτι, φαίνεται. Και δεν τους άκουγαν.
Δεν τους άκουγαν που αυτοί ήθελαν άλλα Χριστούγεννα, γεμάτα με μπλε φώτα, μπλε, μόνο μπλε, όχι το μπλε του “Μια πόλη δίπλα στην θάλασσα” ούτε το μπλε του “Μπλε Βελούδου”, το άλλο μπλε, εκείνο το μπλε που τρυπάει τα μάτια σου, και την ψυχή σου, εκείνο το μπλε που σου φέρνει στον νου όλα τα άσχημα της ανθρώπινης φύσης, εκείνο το μπλε που σε ζαλίζει, που λιποθυμάς μαρτυρώντας “δεν θα το ξανακάνω”.
Αυτοί ήθελαν άλλα Χριστούγεννα, με φωνές, με δυνατούς ήχους, με χαρά, με μεθύσια – κυριολεκτικά ή μεταφορικά, δεν έχει σημασία. Ήθελαν να δείξουν ότι περνάνε καλά, ήθελαν να κοιτάξουν τον διπλανό τους και να νοιώσουν ότι είναι καλύτεροι απ’ αυτόν, ήθελαν να περνάνε καλά. Αυτό, όμως, το ήθελαν όλοι στα Χριστούγεννα τους. Όπου κι αν βρίσκονταν. Όπως κι αν ήταν.
Αυτοί ήθελαν άλλα Χριστούγεννα. Και τα πήραν.
Επιτέλους. Κάποιος τους είδε.
Σήμερα ο τόπος μου δεν έχει Μαύρο Θέατρο. Ούτε άσπρο θέατρο έχει. Γενικά, δεν έχει κανένα θέατρο. Γενικά. Δεν έχει.
Δεν έχει πια πανιά, που βλέπαμε παλιές ταινίες. Φτάνει με τα παλιά, βαρεθήκαμε. Να φύγουν οι Ερινύες, να έρθουν οι Ευμενίδες. Έχουμε πόλεμο.
Φτάνει με τα παλιά, βαρεθήκαμε. Φωνάζει ο τόπος μου, φτάνει με τα παλιά, βαρεθήκαμε. Κι οι άλλοι επιμένουν, τι καλά που ήμασταν παλιά, ο παλιός καλός καιρός.
Αυτός ο παλιός καλός καιρός που για κάποιους ήταν πάρτι και για κάποιους, αποκλεισμός.
Τους απέκλεισες. Και αντέδρασαν. Ήρθαν να πάρουν μόνοι τους τα Χριστούγεννα που του ανήκουν και του στέρησες.
Τώρα, σε αποκλείουν αυτοί.
Δεν έχουν χώρο για σένα.
Γιατί κι εσύ, δεν έκανες ποτέ χώρο γι’ αυτούς.
Κάντε χώρο, επιτέλους.
Όλοι.
Κάντε χώρο.
Ο τόπος μου.
Θέλει να αναπνεύσει.