«Δεν μπορώ, όσο και να προσπαθώ δεν μπορώ να το κάνω τόσο όμορφο όσο εσύ!» παραπονέθηκε η Κλεοπάτρα.
Η Κλεοπάτρα ήταν ένα κορίτσι δέκα χρονών που ζούσε με τον παππού και τον μπαμπά της τα τελευταία δύο χρόνια, από τότε δηλαδή που έχασε τη μητέρα της. Ο μπαμπάς της δούλευε σε μια εταιρία ως λογιστής και έλειπε τις περισσότερες ώρες της ημέρας κι έτσι τον έβλεπε πολύ λίγο. Ο παππούς της είχε βγει στη σύνταξη μα αγαπούσε τόσο πολύ τη δουλειά του που είχε μεταφέρει το εργαστήριο του στο υπόγειο του σπιτιού. Ήταν ζωγράφος μα δεν ζωγράφιζε πάνω σε καμβά όπως όλοι οι ζωγράφοι μα πάνω σε γυαλί, σε καθρέφτες και σε πορσελάνινα σκεύη. Ήταν το χόμπι του τώρα πια.
Αγαπούσε πάρα πολύ τον παππού της και της άρεσε να τον βλέπει να δημιουργεί κόσμους ολόκληρους πάνω στο γυαλί. Ήθελε τόσο πολύ να του μοιάσει μα όσο και να προσπαθούσε, αυτά που έφτιαχνε ποτέ δεν ήταν τόσο όμορφα κι ας της έλεγε πως είναι ό,τι ομορφότερο έχει δει.
«Κλεό μου, είναι υπέροχο!» τη θαύμασε ο παππούς που πάντα τη φώναζε Κλεό.
«Όχι, δεν μ’ αρέσει!» αντέδρασε εκείνη. «Εσύ τα φτιάχνεις τόσο όμορφα, πως τα καταφέρνεις;»
«Όσο προσπαθείς θα τα κάνεις όλο και πιο όμορφα. Τα όμορφα πράγματα δεν γίνονται με την πρώτη προσπάθεια, θέλει υπομονή και επιμονή. Αν και το λουλούδι που έφτιαξες είναι τόσο όμορφο που σχεδόν μυρίζω το άρωμα του!»
«Όχι!» νευρίασε η Κλεοπάτρα και έσπασε το μικρό κομμάτι γυαλί στο οποίο είχε φτιάξει το μικρό, στραπατσαρισμένο λουλούδι που της φαινόταν τόσο άσχημο.
Ο παππούς σταμάτησε να ζωγραφίζει το καταπράσινο λιβάδι με τις ανθισμένες αμυγδαλιές και την πλησίασε. Μάζεψε τα κομμάτια από το σπασμένο βιτρό και ατάραχος της είπε.
«Δεν είναι σωστό να παρατάς τις προσπάθειες σου με την πρώτη δυσκολία, όταν δυσκολεύεσαι να καταφέρεις κάτι, με το να το καταστρέψεις και μετά να το παρατήσεις, το μόνο που θα κερδίσεις είναι να μην το καταφέρεις ποτέ.»
Λέγοντας αυτά τα λόγια, έπιασε ένα μπουκάλι με κόλλα και ένωσε το σπασμένο βιτρό. Ύστερα, πήρε τα χρώματα του κι άρχισε να τραβάει γραμμές, να φτιάχνει σχήματα, ακαθόριστα σχέδια, σπείρες, μαιάνδρους και γεωμετρικά σχήματα πίσω από το κακοσχεδιασμένο λουλούδι και ύστερα τα γέμισε με διάφορα χρώματα. Όταν τελείωσε, το κακοσχεδιασμένο λουλούδι ήταν ένα απόλυτα ταιριαστό κομμάτι που φαινόταν σαν να αναδύεται μέσα από τα σχέδια και τα σχήματα που είχε φτιάξει ο παππούς, ενώ τα σημάδια του σπασμένου γυαλιού είχαν χαθεί σαν να μην έγιναν ποτέ.
Μαγεμένη η Κλεοπάτρα από το αποτέλεσμα, πήρε το βιτρό στα χέρια της.
«Είναι το πιο όμορφο πράγμα που έχω δει!» είπε με θαυμασμό. «Βλέπεις τι εννοώ; Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω αυτό!»
«Μα εσύ το έκανες!» απάντησε ο παππούς χαμογελώντας.
«Εγώ έκανα μόνο ένα άσχημο λουλούδι!»
«Ναι, μα αυτό που βλέπεις και σου αρέσει, δημιουργήθηκε από αυτό το λουλούδι που εσύ αποκαλείς άσχημο!»
Η Κλεοπάτρα παραδόθηκε μη μπορώντας να δώσει στον παππού της να καταλάβει πως εκείνη δεν ήταν ικανή να πάρει ένα άσχημο λουλούδι και να το κάνει έργο τέχνης όπως έκανε εκείνος.
«Προσπάθησε να φτιάξεις κάτι άλλο! της είπε δίνοντας της ένα νέο κομμάτι γυαλί και γύρισε στη δουλειά του.»
Η Κλεοπάτρα σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε τι θα μπορούσε να φτιάξει και τότε θυμήθηκε ένα όνειρο που έβλεπε σχεδόν κάθε βράδυ.
Πήρε το μαύρο χρώμα και όπως μπορούσε σχεδίασε έναν κατάμαυρο γάιδαρο με κόκκινα μάτια, κάτω από έναν μουντό σκούρο μπλε ουρανό χωρίς άστρα, που η πορτοκαλί αύρα του ήλιου που δύει σχημάτιζε το περίγραμμα των βουνών. Στα πόδια του γαϊδάρου υπήρχε ένα μικρό βουναλάκι σανό που από μέσα ξεπρόβαλαν κομμένα ανθρώπινα μέλη και ο γάιδαρος μασούσε ένα μέρος από αυτό το σανό.
Μόλις το τελείωσε, το κοίταξε και απογοητευμένη είπε.
«Δεν μ’ αρέσει, δεν μπορώ με τίποτα να φτιάξω αυτό που έχω στο μυαλό μου!»
Τότε ο παππούς παράτησε πάλι τη δουλειά του και πήγε να δει τι είχε φτιάξει η εγγονή του. Το αίμα του πάγωσε μπροστά σ’ αυτό που είδε. Ταραγμένος κάθισε στην καρέκλα και σήκωσε το βιτρό για να το δει στο φώς.
«Που το έχεις δει αυτό Κλεό;» την ρώτησε στο τέλος.
«Στον ύπνο μου! Το βλέπω σχεδόν κάθε βράδυ!»
«Τι βλέπεις δηλαδή;»
«Βλέπω ότι είμαι στο δωμάτιο μου το βράδυ και ξυπνάω από τα γκαρίσματα ενός γαϊδάρου έξω στο δρόμο. Τότε σηκώνομαι και πάω στο παράθυρο και στην άκρη του δρόμου βλέπω έναν κατάμαυρο γάιδαρο με κόκκινα φωτεινά μάτια, να μασάει σανό που μέσα έχει ανθρώπινα χέρια, πόδια και κεφάλια. Τότε, ο γάιδαρος καταλαβαίνει ότι τον κοιτάζω και με κοιτάζει κι αυτός και ύστερα αρχίζει να γκαρίζει δυνατά και μέσα από το στόμα του ακούγονται ουρλιαχτά παιδιών, αλλά αυτό δεν μπόρεσα να το ζωγραφίσω, όπως δεν μπόρεσα να ζωγραφίσω και τα χέρια που βγαίνουν από το στόμα του γιατί τότε δεν θα φαίνεται το σανό.»
Ο παππούς την κοίταξε με το στόμα ανοιχτό μη μπορώντας να διανοηθεί αυτό που του περιγράφει η εγγονή του.
«Από πότε το βλέπεις αυτό το όνειρο;» τη ρώτησε στο τέλος.
«Από τότε που πέθανε η μαμά και ήρθαμε εδώ.»
Ο παππούς κοίταξε ξανά το βιτρό σκεπτικός, μα η έκπληξη στο πρόσωπο του ήταν ολοφάνερη.
«Κι όταν σε κοιτάζει ο γάιδαρος και γκαρίζει εσύ τι κάνεις;»
«Γυρίζω τρέχοντας στο κρεβάτι μου, κρύβομαι στα σκεπάσματα και μετά ξυπνάω.»
«Και τι κάνεις όταν ξυπνάς;»
«Πηγαίνω στο παράθυρο και κοιτάζω αλλά δεν υπάρχει κανένας γάιδαρος κι έτσι γυρίζω στο κρεβάτι μου και κοιμάμαι.»
«Και δεν φοβάσαι;»
«Στην αρχή φοβόμουν αλλά ήμουν μικρή. Τώρα ξέρω πως είναι μόνο ένα όνειρο και δεν με νοιάζει!»
Η καρδιά της Κλεοπάτρας χτύπησε δυνατά όταν ένιωσε την ταραχή του παππού της.
«Είναι κακό που το βλέπω αυτό παππού;» τον ρώτησε στο τέλος φοβισμένη. Εκείνος έγνεψε αρνητικά κοιτάζοντας το υπερπέραν και ύστερα γύρισε και την κοίταξε.
«Ξέρεις Κλεό, υπάρχει ένας μύθος που γεννήθηκε πριν πολλά χρόνια στην περιοχή αυτή. Τον έχεις ακούσει;»
Το βλέμμα του έκρυβε μια ελπίδα. Η Κλεοπάτρα ένιωσε πως έλπιζε η απάντηση να είναι, ναι, μα ο ίδιος ο παππούς την είχε συμβουλέψει κάποτε να μην λέει ποτέ ψέματα.
«Όχι.» Απάντησε στο τέλος. Τότε ο παππούς άρχισε να της λέει την ιστορία που είχε γίνει μύθος.
«Κάποτε, πολύ παλιά, υπήρχε ένας πολύ κακός άνθρωπος που έμενε κάπου εδώ κοντά. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε γυναίκα, ούτε παιδιά, ούτε φίλους.
Ήταν τόσο κακός που κανένας δεν τον αγαπούσε. Το μόνο πλάσμα που είχε για παρέα του, ήταν ένας γάιδαρος που κανείς όμως δεν τον είχε δει. Τον έκρυβε μέσα στο στάβλο που είχε πίσω από το σπίτι του και τον έβγαζε μόνο τη νύχτα που κοιμόνταν όλοι.»
«Και πως ξέρανε ότι τον είχε αφού δεν τον είχε δει κανείς; Τον διέκοψε η μικρή.»
«Από τα γκαρίσματα που ακούγονταν μέσα από τον στάβλο κατάλαβαν πως είχε έναν γάιδαρο μα κανένας δεν θέλησε να τον δει αφού το αφεντικό του ήταν τόσο κακό που δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει. Κάποια στιγμή ένα γεγονός ήρθε να ταράξει την κατά τα άλλα ήρεμη ζωή των κατοίκων εδώ. Τα δύο δίδυμα παιδιά ενός γείτονα εξαφανίστηκαν, δεν γύρισαν ποτέ από το σχολείο. Όλοι βγήκαν στους δρόμους και τα έψαχναν και τα φώναζαν μέρα, νύχτα, εκτός από εκείνον τον κακό άνθρωπο κι όταν η αστυνομία του χτύπησε την πόρτα, εκείνος τους έδιωξε με αγένεια και για έναν ανεξήγητο λόγο υποχώρησαν και κανείς δεν τον ενόχλησε ποτέ ξανά. Μετά από λίγο καιρό χάθηκε ένα κοριτσάκι και σιγά, σιγά καθώς περνούσαν οι μέρες όλο και κάποιο παιδί χανόταν και δεν το έβρισκαν ποτέ όσο κι αν έψαχναν. Σύνολο χάθηκαν εννέα παιδιά μέχρι που εκείνος ο κακός άνθρωπος βρέθηκε νεκρός στην πολυθρόνα του σπιτιού του σχεδόν δύο εβδομάδες μετά τον θάνατο του. Έτσι οι αρχές μπήκαν στο σπίτι του να ψάξουν και βρήκαν αντικείμενα που άνηκαν στα χαμένα παιδιά και όταν μπήκαν στο στάβλο που ήταν ο γάιδαρος… ο παππούς αναστέναξε και συνέχισε… Θεέ μου, τι φρίκη!»
«Τι έγινε τότε παππού;»
«Ο γάιδαρος ήταν υποσιτισμένος από την πείνα μα ακόμη ζωντανός, ίσα που στεκόταν και γύρω του υπήρχαν κόκκαλα από τα χαμένα παιδιά. Εκείνος ο κακός άνθρωπος έκλεβε τα παιδιά, τα σκότωνε, τα διαμελούσε και τα τάιζε στον γάιδαρο του ανακατεύοντας τα μέσα στο σανό.»
«Και γιατί ο γάιδαρος έτρωγε τα παιδιά; Αφού δεν τρώνε ανθρώπους!» «Λογικά εκείνος ο άνθρωπος δεν τάιζε το ζώο του όσο πρέπει, έτσι ο γάιδαρος πεινασμένος έτρωγε ότι του έδινε το αφεντικό του.»
«Και γιατί αυτός ο κακός άνθρωπος μισούσε τόσο πολύ τα παιδιά;» «Από αυτά που έχω ακούσει, κανείς δεν τον ήθελε από τότε που ήταν κι εκείνος παιδί. Ήταν κακός κι έτσι τα άλλα παιδιά τον κορόιδευαν και δεν τον ήθελαν στην παρέα τους. Πάντα ήταν μόνος και το μόνο που του άρεσε να κάνει, ήταν να ενοχλεί τους άλλους και να κάνει πολύ κακά πράγματα.» «Τι δηλαδή;»
«Έχω ακούσει ότι χαλούσε τα παιχνίδια των άλλων παιδιών αλλά το χειρότερο ήταν πως του άρεσε να σκοτώνει ζώα. Είχε σκοτώσει και πολλά ζώα των γειτόνων του.»
«Και τα παιδιά γιατί τα σκότωσε;
«Άλλοι λένε πως δεν του έφτανε να σκοτώνει μόνο ζώα γιατί ήταν πολύ εύκολο. Έτσι στράφηκε στα παιδιά γιατί ήταν και εύκολα θύματα αλλά κρατούσαν και αντίσταση πράγμα που του άρεσε πολύ.»
«Και τι έγινε όταν βρήκαν τον γάιδαρο με τα κόκκαλα των παιδιών γύρω του;»
«Έβαλαν φωτιά στο στάβλο και τον άφησαν να καεί μαζί με το σπίτι. Από εκεί και πέρα ξεκινάει ο μύθος.»
«Και τι λέει ο μύθος;»
«Ο μύθος λέει πως ο γάιδαρος σαν φάντασμα πλέον τριγυρνάει τα βράδια στην περιοχή κουβαλώντας μέσα του τις ψυχές των παιδιών που έχει φάει και όποιον άνθρωπο βλέπει, αρχίζει να γκαρίζει και τότε οι ψυχές των παιδιών φωνάζουν βοήθεια βγάζοντας τα χέρια τους από το στόμα του μα δεν μπορούν να βγουν και κανείς δεν μπορεί να τα βοηθήσει, γιατί κανείς δεν έχει το θάρρος να πλησιάσει αυτό το ζώο.»
«Δηλαδή ήταν κακός ο γάιδαρος;»
«Στην πραγματικότητα ο γάιδαρος έτρωγε απλά ότι τον τάιζε το αφεντικό του. Κατά τα άλλα δεν πείραξε ποτέ κανέναν. Όμως πόσο καλό είναι ένα ζώο που έχει τραφεί με ανθρώπινη σάρκα;» αναρωτήθηκε αναστενάζοντας. «Όμως όλα αυτά είναι απλά ένας μύθος που λένε εδώ για να φοβίζουν τα παιδιά και να μην κυκλοφορούν αργά το βράδυ.»
«Κι αν είναι ένας μύθος, εγώ γιατί τον είδα χωρίς να ξέρω;»
«Ίσως να τον έχεις ακούσει κάποτε και δεν το θυμάσαι μα το θυμάται το υποσυνείδητο σου. Τέρμα όμως τα παραμύθια, πρέπει να γυρίσω στη δουλειά.» Ο παππούς σηκώθηκε και πήρε στα χέρια του το βιτρό με το γάιδαρο.
«Μου επιτρέπεις να το κρατήσω αυτό;» ρώτησε την εγγονή του. «Μα είναι κακοφτιαγμένο!»
«Εμένα μου φαίνεται υπέροχο.» της είπε χαμογελώντας.
«Τότε στο χαρίζω!» του είπε η Κλεοπάτρα που έβλεπε πίσω από το χαμόγελο του παππού της ένα πέπλο ανησυχίας να επισκιάζει το πρόσωπο του.
Από εκείνη την ημέρα το κορίτσι σκεφτόταν συνέχεια την ιστορία με τον γάιδαρο. Η συνεχής απουσία του πατέρα της αν και την ενοχλούσε πάντα, είχε αρχίσει να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα από τη στιγμή που στο μυαλό της, της μπήκε η ιδέα πως η ιστορία αυτή ήταν πραγματική και όχι μύθος όπως της έλεγε ο παππούς της.
Συνέχιζε να βλέπει στον ύπνο της τον γάιδαρο έτσι όπως τον είχε περιγράψει μα τώρα ήξερε ότι δεν ήταν απλά ένα όνειρο. Έτσι, κάποια στιγμή που είδε πάλι στον ύπνο της αυτό το όνειρο, αντί να γυρίσει στο κρεβάτι της και να ξυπνήσει όπως έκανε συνήθως, προσπάθησε να βγει από το σπίτι και να πάει κοντά του, μα κάθε φορά κατάφερνε να κάνει λίγα μόνο βήματα παραπάνω πριν ξυπνήσει στο κρεβάτι της.
Πέρασαν αρκετοί μήνες, ίσως και πάνω από έναν χρόνο μέχρι να καταφέρει να βγει από το σπίτι και να φτάσει κοντά στο γάιδαρο που την περίμενε με τα φωτεινά κόκκινα μάτια του καρφωμένα πάνω της και το στόμα του ανοιχτό με τις ψυχές των παιδιών να καλούν σε βοήθεια και τις παλάμες των χεριών τους να ξεπροβάλουν.
Όσο και να φοβόταν κάτι μέσα της, της έλεγε πως ο γάιδαρος δεν θα την πειράξει. Τα κόκκινα μάτια του αν και τρομακτικά πρόδιδαν θλίψη. Κι όταν πια κατάφερε και στάθηκε μπροστά του, εκείνος γκάριξε τόσο δυνατά που την τρόμαξε και την έκανε να ξυπνήσει. Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι παρόλο που ήταν ξύπνια και ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, άκουγε ακόμα τα γκαρίσματα του γαιδάρου έξω από το παράθυρο της.
Πέταξε τα σκεπάσματα και έτρεξε στο παράθυρο. Ο γάιδαρος στεκόταν στην άκρη του δρόμου και την κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό, με τα χέρια των παιδιών να ξεπροβάλουν και τις απόκοσμες φωνές τους να τρυπούν τα αυτιά της.
Στάθηκε εκεί να τον κοιτάζει φοβισμένη προσπαθώντας να χωνέψει ότι αυτό γινόταν στ’ αλήθεια. Το γκάρισμα του γαιδάρου δεν ήταν απειλητικό, πιο πολύ της φάνηκε σαν να της ζητάει βοήθεια.
Φόρεσε το μπουφάν της και βγήκε τρέχοντας έξω. Η καρδιά της χοροπηδούσε από φόβο και ένιωθε τα γόνατα της να τρέμουν μα συνέχιζε να πλησιάζει το πλάσμα που την καλούσε.
Ξύπνια πια, στάθηκε μπροστά του και κοίταξε το μαύρο σώμα που το περίγραμμα του γινόταν ένα με το σκοτάδι.
Το ζώο άνοιξε το στόμα του τόσο πολύ που νόμιζε πως ήταν έτοιμο να την φάει κι εκείνη, όμως έμεινε ακίνητο, με τα χέρια των παιδιών να ξεπροβάλουν.
«Βοήθησε μας, βγάλε μας από εδώ, σε παρακαλούμε, βοήθησε μας!» τα άκουσε να την ικετεύουν. Επιστράτευσε όλο το θάρρος της, άπλωσε το χέρι της και έπιασε το παγωμένο χέρι που ήταν μπροστά της. Ένα ρίγος την κατέβαλε κι ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε το σώμα της μα δεν άφησε το χέρι του παιδιού. Το τράβηξε με όλη της τη δύναμη μέχρι που το παιδί βγήκε από το στόμα του γάιδαρου ο οποίος σιωπηλός και υπομονετικός περίμενε τη λύτρωση.
Η ψυχή του παιδιού που μόλις ελευθερώθηκε την ευχαρίστησε και αιωρήθηκε δίπλα της. Αμέσως ξεπρόβαλε άλλο χέρι από το στόμα του γαϊδάρου και η Κλεοπάτρα το τράβηξε κι αυτό με όλη της τη δύναμη. Κάθε ψυχή που ελευθέρωνε την ευχαριστούσε και ύστερα αιωρούταν δίπλα της ή πίσω της ή από πάνω της, γύρω της και αμέσως εμφανιζόταν άλλο χέρι.
Δεν ήταν εύκολο να ελευθερώσει όλες τις ψυχές. Το σώμα του γάιδαρου τις τραβούσε σαν ηλεκτρική σκούπα, γι’ αυτό ήταν αδύνατο να βγουν από μόνες τους. Το κορίτσι είχε κουραστεί πολύ μα οι ψυχές που άνηκαν στα ελευθερωμένα παιδιά την ενθάρρυναν να συνεχίσει και δεν ήθελε να τα απογοητεύσει. Πέρασε πολύ ώρα μέχρι να βγάλει και την τελευταία ψυχή από το στόμα του γάιδαρου μα μόλις το κατάφερε, τα κατακόκκινα μάτια του έγιναν γαλάζιες φωτεινές ενέργειες και το σώμα του από μαύρο έγινε λευκό.
Οι ψυχές των παιδιών αιωρήθηκαν γύρω της. Η Κλεοπάτρα διέκρινε μέσα σε όλα και τα δύο δίδυμα αγόρια που χάθηκαν πρώτα. Οι ενδυμασίες που φορούσαν όταν χάθηκαν εναλλάσσονταν σε καλοκαιρινές ή χειμωνιάτικες, ανάλογα την εποχή που το κάθε παιδί έχασε τη ζωή του.
Ο γάιδαρος την κοίταξε με τα αθώα πια, γαλάζια μάτια του, έτριψε τη μουσούδα του στις παλάμες της και σαν καπνός πέταξε προς τον ουρανό με τις ψυχές των εννέα παιδιών να τον ακολουθούν.
Η Κλεοπάτρα τους κοίταζε μέχρι που χάθηκαν και η νύχτα πήρε τη φυσιολογική ήσυχη μορφή της, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Με τα πόδια της ακόμα να τρέμουν γύρισε στο σπίτι και πριν προλάβει να κάνει κάτι, η πόρτα άνοιξε και ο παππούς της την πήρε στην αγκαλιά του δακρυσμένος.
«Γενναίο μου κορίτσι, αυτό που έκανες απόψε ήταν πολύ σπουδαίο!» «Το είδες παππού;»
«Τα είδα όλα Κλεό μου!»
«Μα εσύ έλεγες πως ήταν απλά ένας μύθος!»
«Έτσι σου είπα γιατί δεν ήθελα να κινδυνέψεις. Όμως, απόψε έκανες αυτό που κάποτε δείλιασα να κάνω εγώ!»
«Εσύ; Τον ρώτησε κοιτάζοντας τον έκπληκτη.»
«Ναι, τον έβλεπα κι εγώ τον γάιδαρο όταν ήμουν σαν εσένα μα εγώ τον φοβόμουν. Νόμιζα πως θέλει να φάει κι εμένα. Εσύ όμως κατάλαβες πως ζητάει βοήθεια και του την έδωσες! Εννέα ψυχές παιδιών και μια ψυχή ζώου αγαλλίασαν απόψε γιατί εσύ είχες το θάρρος να τις βοηθήσεις κι αυτό είναι πολύ πιο σπουδαίο από το να φτιάξεις ένα όμορφο βιτρό.» «Παππού ο κακός εκείνος άνθρωπος δεν θα μπορέσει να κάνει ξανά κακό σε κανέναν έτσι;»
«Όχι, δεν νομίζω, έκανε τόσο κακό που ίσως σκότωσε και την δική του ψυχή. Ούτε ο Θεός δεν μπορεί να τον βοηθήσει πια, επέλεξε το δρόμο του όταν είχε την επιλογή.»
Εκείνο το βράδυ ο παππούς στάθηκε άγρυπνος φρουρός πάνω από το κεφάλι της και χάιδευε τα μαλλιά της εξουθενωμένης εγγονής του που κοιμόταν ήσυχα πια, χωρίς κανέναν γάιδαρο να την καλεί έξω στο δρόμο.
Την άλλη μέρα κατεβήκαν μαζί στο υπόγειο που ήταν το εργαστήριο του και μέσα εκεί που φιλούσε τα παλιά βιτρό που είχε φτιάξει, έβγαλε ένα που παρίστανε τον μαύρο γάιδαρο με τα κόκκινα μάτια που από το στόμα του ξεπρόβαλαν οι ψυχές των παιδιών, πολύ πιο όμορφο από αυτό που έφτιαξε εκείνη, μα ο παππούς θεωρούσε πως το δικό της ήταν καλύτερο κι ας θύμιζε ο γάιδαρος περισσότερο σκύλο κι ας μην είχε τόσες πολλές λεπτομέρειες. Όταν το κορίτσι τον ρώτησε γιατί θεωρεί καλύτερο το δικό της, τότε εκείνος της είπε.
«Εγώ το έφτιαξα μεγάλος, κατείχα καλά την τέχνη αυτή και ήξερα πώς να το φτιάξω. Εσύ όμως χωρίς να γνωρίζεις πολλά, έφτιαξες αυτό. Η Ψυχή σου είναι αυτή που οδήγησε το χέρι σου κι όχι η εμπειρία, γι αυτό έχει μεγαλύτερη αξία.»
Την ίδια κι όλας μέρα ξεκίνησαν μαζί να φτιάχνουν ένα νέο βιτρό που παρίστανε εκείνη να χαϊδεύει τη μουσούδα του λευκού πια γάιδαρου με τα γαλάζια φωτεινά μάτια και τις ψυχές όλων των παιδιών να χορεύουν ελεύθερες πια, γύρω τους.
Δεν ήταν εύκολο έργο, τους πήρε μέρες μέχρι να το τελειώσουν μα με υπομονή και επιμονή έφτιαξαν το πιο όμορφο βιτρό που είχε δει στη ζωή της η Κλεοπάτρα.
Αυτό το βιτρό τοποθετήθηκε στο παράθυρο του δωματίου της και έμεινε εκεί για πάντα να της θυμίζει πως όλα ήταν αλήθεια και πως με τη δική της βοήθεια όλες εκείνες οι ψυχές βρήκαν τη λύτρωση που τόσα χρόνια λαχταρούσαν.