Ο μικρός Ορέστης και οι ιππότες δράκοι – Δομηνίκη Μαρκησία Ρουγγέρη

Ήταν αργά το απόγευμα όταν άκουσα τη μητέρα μου να φωνάζει. «Ορέστη, ώρα για ύπνο! Έλα να πλύνεις τα δόντια σου!». 

Πόσα πράγματα πρέπει να κάνεις πριν κοιμηθείς. Να μαζέψεις τα παιχνίδια σου, να  φορέσεις τις πιτζάμες, να πλύνεις τα δόντια… να… ακούσεις παραμύθια! Η μητέρα  μου κάθε βράδυ ανελλιπώς, πριν κοιμηθώ, μου διαβάζει παραμύθια ή μου αφηγείται  ιστορίες και το ταξίδι μου στον μαγικό κόσμο των παραμυθιών ξεκινά… Συγύρισα  γρήγορα το δωμάτιό μου, φόρεσα τις πιτζάμες μου κι έτρεξα στο μπάνιο να πλύνω τα  δόντια… Σε λίγα λεπτά βρισκόμουν κιόλας ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου. 

«Μαμά, είμαι έτοιμος για παραμύθι!», της φώναξα με ενθουσιασμό. Κι  αμέσως εμφανίστηκε στην πόρτα μου κι ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Είμαι σίγουρος  πως η ώρα του παραμυθιού είναι και για εκείνη «η δική μας στιγμή». «Τί καλό θα μου διαβάσεις σήμερα μαμά;». 

«Λοιπόν, σήμερα λέω να μη σου διαβάσω κάτι. Αλλά να σου διηγηθώ…». «Είμαι όλος αυτιά!, της είπα κι αμέσως κούρνιασα στην αγκαλιά της. Κι όπως  όλα τα παραμύθια σίγουρα κι αυτό θα ξεκινούσε με το «Μία φορά κι έναν καιρό…».  Κάθε φορά νόμιζα πως θα άκουγα κάποιο παραμύθι γνωστό σε επανάληψη. Αλλά  πάντα η μητέρα μου κάτι άλλο είχε στο μυαλό της. Κι έτσι ξεκίνησε… «Μία φορά και έναν καιρό σε ένα δάσος μακρινό ζούσε…». 

«Η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας και ο κακός ο λύκος!». 

«Όχι, όχι». 

«Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι!». 

«Όχι, όχι». 

«Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ!». 

«Όχι, όχι!». 

«Τότε ποιος;». 

«Άσε με να σου πω…». 

«Καλά, σε αφήνω…». 

«Μία φορά κι έναν καιρό σε ένα δάσος μακρινό ζούσε…». 

«Τα τρία γουρουνάκια!». 

«Όχι, όχι!». 

«Η πεντάμορφη και το τέεεερας!». 

«Όχι, όχι!». 

«Ευτυχώς γιατί τα τέρατα με τρομάζουν… Πες λοιπόν έχω αγωνία…». «Μία φορά κι έναν καιρό σε ένα δάσος μακρινό ζούσε σε μία σπηλιά μία  οικογένεια δράκων… όπως η δική μας…». 

«Είμαστε εμείς δράκοι και ζούμε σε σπηλιά;» 

«Όχι, όχι. Αλλά είμαστε μία οικογένεια που ζει σε ένα σπίτι». 

«Καλά, καλά, ας πούμε πως είναι έτσι…». 

«Όλα τα ζώα του δάσους την εκτιμούσαν και ως τα πέρατα του κόσμου ήταν  ξακουστή κι αγαπητή…». 

«Γιατί;». 

«Ήταν πάντα ευγενικοί με όλους και βοηθούσαν όποιον είχε ανάγκη». «Σα τον μπαμπά μου δηλαδή!».

«Ναι, σα τον μπαμπά σου… Μία μέρα αποφάσισαν να πάνε ημερήσια  εκδρομή στο δάσος με τους φίλους τους. Από νωρίς είχαν αρχίσει τις ετοιμασίες…  Κατιτίς για φαγητό, ένα τραπεζομάντηλο καρό και μπόλικο χυμό».  «Νερό;» 

«Νερό θα έβρισκαν στου δάσους την πηγή, γάργαρο και δροσερό πολύ.  Ξεκίνησαν λοιπόν πολύ κεφάτοι κι όλο χαρά γεμάτοι. Σε όλη τη διαδρομή  τραγουδούσαν και δυνατά γελούσαν. Όμως εκεί που περπατούσαν, σε ένα σημείο,  είδαν ότι το έδαφος είχε υποχωρήσει. Μία μεγάλη ρωγμή είχε σχηματιστεί, πολύ  πιθανόν, από την προχθεσινή νεροποντή. Τα ζώα στάθηκαν ακίνητα μπροστά της και  κοιτούσαν μία τη ρωγμή μία το ένα τ΄ άλλο, απ’ την κορφή ως τα νύχια. Ήταν  ολοφάνερο τα μικρόσωμα ζωάκια δεν μπορούσαν να περάσουν απέναντι». 

«Και τώρα τί; Πάει η εκδρομή; Γυρίσανε πίσω ή κατασκήνωσαν εκεί;». «Κάνε λίγο υπομονή! Τα ζώα προσπαθούσανε να βρουν μία λύση. Πρότειναν  πολλές, μα καμία δεν φαινόταν εφικτή και αποτελεσματική. Τότε ο δράκος είχε μία  ιδέα. Ευθύς έκανε το σώμα του γέφυρα και τα μικρότερα ζωάκια πέρασαν απέναντι.  Έτσι, κατάφεραν να συνεχίσουν το ταξίδι τους για το δάσος. Όταν έφτασαν στην πηγή,  ήπιαν γάργαρο νερό και στήσανε χορό. Λίγο πριν νυχτώσει, πήραν τον δρόμο της  επιστροφής. Σε όλη σχεδόν τη διαδρομή, τα μικρά ζωάκια χοροπηδούσαν χαρούμενα  και τραγουδούσαν. Ένα μικρό σκιουράκι, τα πείραζε και τα κυνηγούσε μα έτσι όπως  έτρεχε ανέμελο, έπεσε μέσα στη ρωγμή που είχε ξεχάσει πως ήτανε εκεί. Ο δράκος  όμως δεν έχασε λεπτό, αμέσως κρέμασε τη μακριά ουρά του στο κενό. Τότε, το μικρό  σκιουράκι γραπώθηκε απ’ αυτή και σώθηκε την τελευταία στιγμή. Άλλη φορά να  φανταστείς, είχε πέσει στο ποτάμι ένα κουνάβι. Κανένα ζωάκι δεν πλησίαζε να το  σώσει. Μονάχα κρατούσαν τις μύτες τους κλειστές για να σωθούν από τη μυρωδιά  και φωνάζαν όλα δυνατά! «Δράκε, δράκε είσαι εδώ; Έλα τώρα στο λεπτό! Το κουνάβι  πρέπει να σωθεί, γρήγορα να μην πνιγεί!». Κι ο δράκος έτρεξε όσο πιο γοργά  μπορούσε. Άπλωσε την μακριά ουρά του στο ποτάμι. Μεμιάς, το κουνάβι πιάστηκε  πάνω της σφιχτά κι ο δράκος το σήκωσε ψηλά. Στην όχθη το άφησε να τινάξει από  πάνω του το νερό κι όλα τα ζώα απ΄ τη χαρά τους στήσανε πάλι τον χορό. Το κουνάβι  είχε πια σωθεί κι ας το ‘χαν σίγουρο πως θα πνιγεί! Από στόμα σε στόμα, διαδόθηκαν τα κατορθώματα του δράκου ως τα πέρατα του κόσμου. Εκεί στην άλλη άκρη, ζούσε  ένας Βασιλιάς. Μόλις έμαθε όσα είχε καταφέρει ο δράκος τού έστειλε μία πρόσκληση  στο παλάτι. Ο δράκος και η οικογένειά του με μεγάλη χαρά και τιμή την αποδέχθηκαν  και ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Ακόμα δεν είχαν καλά καλά φτάσει στην πύλη, όταν  άκουσαν σαλπίσματα. Ο Βασιλιάς είχε ετοιμάσει μία γιορτή και για να τιμήσει τον  δράκο για όλα όσα είχε καταφέρει. Όταν η πύλη άνοιξε και μπήκαν μέσα, τα έχασαν…  Ολόκληρο το παλάτι ήταν σημαιοστολισμένο με ιππότες και στο κέντρο της αυλής  υπήρχαν στρωμένα τραπέζια με ένα σωρό καλούδια. Ο Βασιλιάς τούς πλησίασε  ακολουθούμενος από μία πομπή σαλπιγκτών. 

«Αγαπητέ δράκε, χαίρομαι πολύ που αποδέχθηκες την πρόσκλησή μου. Σας  καλωσορίζω στο παλάτι μου», είπε ο Βασιλιάς. 

«Μεγάλη μας τιμή», αποκρίθηκαν με μία φωνή ο δράκος και η δρακίνα, σύζυγός του, με ελαφρά υπόκλιση. 

«Ακολουθήστε με», τους είπε. Όταν έφτασαν στο κέντρο της αυλής, οι  σαλπιγκτές σταμάτησαν. Ο Βασιλιάς γύρισε προς το μέρος του δράκου κι είπε… «Για την ανδρεία σου και τη σοφία σου, σε χρήζω «Ιππότη του δάσους».  Αμέσως όλοι οι καλεσμένοι ξέσπασαν σε δυνατό χειροκρότημα. Ο Βασιλιάς τού έδωσε κι ένα παράσημο βασιλικό, να το ‘χει πάντα κρεμασμένο στον λαιμό. Όλοι το  βλέπουν πια και καμαρώνουν που έχουν για φίλο τους έναν θαρραλέο και τιμημένο  δράκο! Πάντα πρόθυμο να τους βοηθήσει και στη δύσκολη στιγμή να μη λυγίσει! Περήφανη γι’ αυτόν ήταν κι η Δρακίνα που είχε για σύζυγο έναν σωστό ιππότη,  παράδειγμα προ μίμηση για τον μικρό τους γιό…». 

«Είχαν κι εκείνοι γιό; Μα έχεις δίκιο μοιάζουμε σα δυο σταγόνες νερό!». «Μα στο είπα από την αρχή, αυτό το παραμύθι είμαστε εμείς κι εσύ!». «Για συνέχισε να δούμε τί θα γίνει…». 

«Είχαν λοιπόν, έναν μικρό γιό, πολύ χαριτωμένο και γλυκό. Στα πάρτι όλοι τον  καλούσαν και μαζί του όμορφα περνούσαν. Ήταν αστείος και χορευταράς, κεφάτος  μα και υπναράς. Αν το πάρτι ως αργά κρατούσε, τα μάτια του με δυσκολία δε  σφαλούσε. Έτσι, τα πάρτι τέλειωναν νωρίς γιατί κανείς δεν θα πήγαινε αν ήτανε χωρίς  το μικρό δρακάκι να είναι καλεσμένο». 

«Αυτό το μικρό δρακάκι μού θυμίζει τον Οδυσσέα κι εμένα… σ’ όλα τα πάρτι  της τάξης είμαστε τα πρώτα παιδιά καλεσμένα!». 

«Ε ναι, είστε κι εσείς αγαπητά εξίσου. Έλα, άσε με να σου πω το παραμύθι κι  ύστερα κοιμήσου. Πέρασε η ώρα… Πάντα ήτανε καλοντυμένο και με κέφι άπλετο ήταν  γεννημένο. Έλεγε αστεία φοβερά, χαμογελούσε πάντοτε πλατιά και γελούσε δυνατά!  Στα μάτια του διέκρινες την καλοσύνη της ψυχής του και στις πράξεις του την αγάπη  που ‘χε φωλιάσει στην καρδιά του. Ήτανε λοιπόν ευγενικό και πολύ αγαπητό… Ήξερε  τα πιο διασκεδαστικά παιχνίδια! Ήταν πάντα αρχηγός και άριστος στην μπάλα! Αρκεί  να μην παίζανε με μπαλόνι… γιατί αν στ΄ αγκάθια του ακουμπούσε, άκουγες ένα  ΜΠΑΜ! κι ύστερα το ‘βλεπες να ξεφουσκώνει, ή, γινόταν μικρά μικρά κομμάτια και του δράκου γέμιζαν δάκρυα τα μάτια. Οι φίλοι του,τότε,τον παρηγορούσαν κι ώσπου να ξεχάσει τη στεναχώρια του στην αγκαλιά τους σφιχτά τον κρατούσαν. Μέχρι που  αποφάσισαν μπαλόνι σε πάρτι να απαγορεύσουν, μη τύχει και το σπάσει και τον  απογοητεύσουν. Ο καιρός όμορφα περνούσε με γλέντια και χαρές και διασώσεις  πολλές! Βλέπεις, ο μπαμπάς δράκος ήταν πια διασώστης ξακουστός κι έτρεχε όλο για  βοήθεια, από δω και μπρος, ακόμα και πέρα από το δάσος…». 

«Κι εμένα ο μπαμπάς μου είναι πυροσβέστης πρώτος! Έχω δει και τα  παράσημά του! Λες να τον καλέσει Βασιλιάς να τον βραβεύσει;». «Δύσκολο αλλά όχι κι ακατόρθωτο. Έχει όμως τα παράσημα της υπηρεσίας του  για την ανδρεία του κι εκείνος». 

«Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα;». 

«Ναι, αλλά περίμενε λίγο ακόμα, έχει συνέχεια το παραμύθι…». 

«Μύθι, μύθι παραμύθι το κουκί και το ρεβύθι… μην αργείς πολύ και με πάρει  ο ύπνος δυσκολεύομαι κι εγώ τώρα να μείνω ξύπνιος!». 

«Μία μέρα το μικρό δρακάκι, ήταν καλεσμένο σ’ ενα πάρτι ονειρικό που το  περίμενε καιρό. Η μικρή δρακίνα, που τόσο αγαπούσε και δεν το μαρτυρούσε, τον  κάλεσε στα γενέθλιά της. Από νωρίς στο σπίτι γινότανε χαμός! Ετοιμαζότανε  πυρετωδώς! Τί ρούχα δοκίμαζε, τί παιχνίδια ετοίμαζε! Όλα ήθελε να είναι άψογα  οργανωμένα και η μικρή δρακίνα και τα ζωάκια να είναι ευτυχισμένα! Ήθελε διακαώς  να περάσουν όλοι τέλεια στο πάρτι και κανείς να μην κλείσει μάτι! Γιατί αυτό το πάρτι  δεν ήθελε να τελειώσει ώσπου να ξημερώσει! Δεν έβλεπε την ώρα να ετοιμαστεί και  στο σπίτι της αμέσως να βρεθεί! Πήρε μαζί του δώρα, παιχνίδια και μια μεγάλη  τούρτα, όπως της υποσχέθηκε, με φράουλες και κρέμα βανίλια. Όλα ήταν έτοιμα για  το τέλειο πάρτι! Εκείνος κι η μητέρα του απ΄ ώρα ήτανε φευγάτοι! Μόλις έφτασαν στην πόρτα του σπιτιού της, το κουδούνι χτύπησαν τρεις φορές… Συνθηματικά να το  χτυπήσει του είχε πει για να μπει από την πίσω αυλή. Οι καλεσμένοι να μην τον δούνε  την τούρτα να κρατά, άσε που ήθελε να τον παρουσιάσει και κρυφά! Σε όλους στ’  αστεία είχε πει πως στο πάρτι της δεν είχε καλεστεί! Κι όλοι είχαν έρθει με μούτρα ως  το πάτωμα, άσε που έλειπαν και πόσα άτομα! Τελικά το αστείο της ίσως δεν ήταν και  καλό… Ίσως το πάρτι της χαλούσε στο λεπτό! Όμως ήξερε πόσο θα το χαρούνε όταν  ξαφνικά μπροστά τους θα τον δούνε! Έτσι κι έγινε… Μόλις τον είδαν τα ζωάκια  αμέσως άλλαξαν μουτράκια! Τώρα άκουγες μόνο γέλια, δυνατές και χαρούμενες  παιδικές φωνές. Το παιχνίδι και τα αστεία του, τους είχαν συνεπάρει πως πέρασε η  ώρα δεν πήρανε χαμπάρι. Κανένας τους δεν νύσταζε, κανένας δεν πεινούσε. Όλοι  ήθελαν το πάρτι ως το ξημέρωμα να κρατούσε. Κι η μικρή δρακίνα ήταν τόσο  ευτυχισμένη! Το πάρτι ήταν τέλειο και η παρέα αγαπημένη! 

«Ώρα για την τούρτα!», είπε η μαμά της. Ο μικρός δράκος σηκώθηκε ευθύς να  την φέρει με καμάρι. Έτσι, θα της έδειχνε πως είναι παλικάρι! Καμαρωτός ερχότανε  κρατώντας στα χέρια του την τούρτα κι εκείνη τον κοίταζε με θαυμασμό στα μάτια.  Αμέσως κοκκίνησε από ντροπή ο μικρός μας δράκος. Χαμήλωσε τα μάτια του  κοιτώντας προς τα κάτω, ίσα που πρόλαβε να δει ένα κενό στο χώμα. Το πόδι του  βούλιαξε μεμιάς μέσα σε μία λακκούβα… και τότε… από τα χέρια του εκτινάχθηκε η  τούρτα και η μικρή δρακίνα την έφαγε στα μούτρα! Σωστός τουρτοπόλεμος γύρω το  τοπίο. Πάει κι η ελπίδα του πως θα γεννούνε δύο! Τώρα ήταν σίγουρος πως θα τον  μισήσει και πώς ποτέ της δεν θα του ξαναμιλήσει. Ούτε το πόδι του δεν σκέφτηκε που  τόσο τον πονούσε. Ήταν ο πόνος πιο βαθύς που θα ‘χανε ό,τι αγαπούσε. Οι  καλεσμένοι μείναν άφωνοι, κοιτούσαν γύρω απορημένοι ποια θα είναι η αντίδραση  απ’ την αγαπημένη. Όλοι ξέρανε πόσο την αγαπούσε κι ήτανε σίγουροι πως η απόρριψή της θα τον πονούσε. Κρατούσαν την ανάσα τους, τίποτα δεν ακουγόταν, μέχρι τη στιγμή που η μικρή δρακίνα άρχισε να κλαίει και να φωνάζει: «Μου χάλασες  το πάρτι μου! Τα ‘κανες όλα χάλια!», είπε κι έφυγε κλαίγοντας, τρέχοντας προς το  σπίτι. Ο μικρός δράκος, τα ‘χε χαμένα δεν ήξερε τί να κάνει. Δεν το έκανε επίτηδες κι  ήταν να πέσει να πεθάνει. Έμπηξε κι εκείνος τα κλάματα. 

Όλα τα ζωάκια τον πλησίασαν, τον αγκάλιασαν και του είπαν να μην  στεναχωριέται και πως η ευτυχία του από κείνους εξαρτιέται. Άρχισαν να  καθαρίζουνε από παντού τις τούρτες. Αν και κάποιοι παιχνίδι το είδανε κι αρχίσανε  τις βούτες. Δεν άργησαν όμως όλα καθαρά να γίνουν πάλι κι όλοι ευχόντουσαν το  πάρτι ξανά να αρχίσει. Μα η μικρή δρακίνα στο σπίτι ήταν κλεισμένη. Με όλα όσα  έγιναν ήταν πολύ απογοητευμένη. Κάποια ζωάκια μπήκανε μέσα στην κάμαρά της… 

«Έλα, κατέβα, μην αργείς», της είπαν όλα με μια φωνή. 

«Είναι όλα μαζεμένα. Ο μικρός δράκος κι εμείς, τα έχουμε όλα καλώς  φτιαγμένα. Έλα, σε περιμένουμε…». 

Μα η μικρή δρακίνα δε σάλεψε απ΄ τη θέση κι ύστερα από λίγο τα χέρια της  έβαλε στη μέση. «Και πώς νοείται πάρτι χωρίς κεριά να σβήσω;», τους ρώτησε  θυμωμένη. 

Τα ζωάκια λίγο σάστισαν, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κι ύστερα ο μικρότερος  πέταξε μια ιδέα… «Θα γαργαλίσουμε τον δράκο να φταρνιστεί και φλόγες πολλές να  βγάλει κι ύστερα φυσάς τη φλόγα εσύ και κάνεις την ευχή σου! Θα δεις θα είναι  τέλεια και θα ‘μαστε μαζί σου!». Όλοι τον χειροκρότησαν. «Τί τέλεια ιδέα!», αναφώνησαν με ενθουσιασμό και κάτω πήγαν στο λεπτό.

Βρήκαν τον μικρό δράκο να κάθεται πάνω σε μια πετρούλα. Το πρόσωπό του  έκρυβε μέσα στις δυο του χούφτες, το δάκρυ το κορόμηλο να μην το δουν οι φίλοι. Η  μικρή δρακίνα τον πλησίασε και στάθηκε μπροστά του. Στεναχωρήθηκε πολύ με τα  κακά του χάλια. Μα πιο πολύ για τα σκληρά της λόγια. «Συγχώρεσέ με δράκάκι μου,  επάνω στον θυμό μου, δεν πρόσεξα τα λόγια μου, τη συμπεριφορά μου. Δεν έφταιγες  σε τίποτα ήτανε τυχαίο». Κι ευθύς ο μικρότερος, που είχε την ιδέα, με ένα κλαδί  αγριελιάς του γαργάλισε τη μύτη. Το δρακάκι όρθιο σηκώθηκε κι ακούστηκε ένα  ααααψούουου! Φλόγες, τότε, πετάχτηκαν από το στόμα του παντού. Κι η μικρή  δρακίνα φυσώντας στις φλόγες δυνατά ευχήθηκε να είναι αγαπημένοι. Το πάρτι  άρχισε ξανά κι…». 

«Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα! Τέλειο παραμύθι! Αλλά νύσταξα… Καληνύχτα μαμά, σ’ αγαπώ πολύ!» 

«Καληνύχτα μικρό μου! Κι εγώ σ’ αγαπώ!»

Scroll to Top