Μία φορά κι έναν καιρό σε χρόνια περασμένα
σε μια κοιλάδα όμορφη που ΄μοιαζε μαγική
πολλές νεράιδες ζούσανε γλυκά και μονιασμένα
και είχαν όλες μια μορφή θαρρείς αγγελική
Δεν ήταν όμως ορατές στους πιο πολλούς ανθρώπους
κανένας δεν κατάφερε ποτέ του να τις δει
θα ΄πρεπε ναν καλόκαρδος και με ωραίους τρόπους
και να χει μια ψυχή αγνή και αθώα σαν παιδί
Ολημερίς χορεύανε κοντά στο ποταμάκι
τραγούδια λέγανε πολλά, σε γλώσσα ξενική
και τα μαλλιά τους χτένιζαν με χάρη και μεράκι
και κάθε μια τους είχε μια δουλειά μοναδική
Και μια νεράιδα σκεπτική, τρελή και σκανταλιάρα
που Ντόροθυ την έλεγαν κι ήταν η πιο μικρή
ανάποδα εξύπνησε ένα πρωί του Μάη
γιατί η δουλειά της ήτανε πολύ κουραστική
Κάθε φορά που ένα παιδί έβγαζε ένα δοντάκι
έτρεχε γρήγορα, μεμιάς, σχεδόν σαν αστραπή
και μ’ ένα μαγικό ραβδί το έκανε αστεράκι
και το ΄στελνε στον ουρανό να λάμπει από κει
Κι ύστερα πήγαινε κρυφά στο όμορφο κρεβατάκι
εκεί που το παιδάκι αυτό κοιμότανε γλυκά
κάτω απ’ το μαξιλάρι του άφηνε πετραδάκι
πολύτιμο, αστραφτερό, κι έφευγε μετά
Μα όλο αυτό το τρέξιμο την είχε εξαντλήσει
βαρέθηκε τον κόσμο της τον τόσο μαγικό
άλλη πορεία στη ζωή είπε θ’ ακολουθήσει
και δεν το σκέφτηκε πολύ, της ήρθε ξαφνικό
«Μου φτάνουν πια τα δύσκολα», είπε αποφασισμένη
«και από δω και στο εξής, θέλω να ζήσω απλά
Δεν θέλω να μαι συνεχώς και πάντα κουρασμένη
ας είναι όλα εύκολα και καθημερινά»
«Ανέμελα να παίζω πια, κι ήρεμα να πετάω
μαζί με όλα τα έντομα και τα μικρά πουλιά
έτσι απλά, χωρίς σκοπό, τις μέρες να περνάω»
και τίναξε με δύναμη τα μωβ της τα φτερά
Και για ν’ απαλλαγεί λοιπόν απ’ όλη τη μαγεία
κι από το βάσανο αυτό, για πάντα να σωθεί
το μαγικό της το ραβδί, δωράκι από τη θεία
έψαχνε τρόπο για να βρει, να το ξεφορτωθεί
Πέταξε τότε μακριά κι έφτασε ως την πόλη
κι άρχισε να παρατηρεί τα πάντα από ψηλά
οι άνθρωποι βιαστικοί και κουρασμένοι όλοι
περπάταγαν και κοίταγαν στο δρόμο χαμηλά
Και κάπου εκεί στον ουρανό, στην πόλης μες την μέση
σταμάτησε και πέταξε λίγο πιο χαμηλά
το μαγικό της το ραβδί το άφησε να πέσει
κι εκείνο προσγειώθηκε στο χώμα απαλά
Ένα χαμόγελο άστραψε τότε στο πρόσωπό της,
και στην κοιλάδα επέστρεψε με κέφι και χαρά
το μαγικό της το ραβδί δεν ήταν πια δικό της
κι όλο τον χρόνο είχε πια, να παίζει, να γελά
Κάθε της μέρα ήταν γιορτή, έπαιζε ως το βράδυ
και κοτσιδάκια έπλεκε στα ωραία της μαλλιά
και σαν ερχότανε ξανά το μαύρο το σκοτάδι
τα αστεράκια μέτραγε στον ουρανό ψηλά
Μα ένα βράδυ δροσερό άκουσε μια φωνούλα
σαν κλάμα, σαν παράπονο, σχεδόν ψιθυριστό
σ’ ένα σπιτάκι εκεί κοντά, κοιμόταν μια μικρούλα
που το δοντάκι έβγαλε, κι έκανε σαν μωρό
Η Ντόροθυ ταράχτηκε και σφίχτηκε η καρδιά της
γιατί ήτανε ανέμελη αλλά χωρίς σκοπό
κανέναν δεν λογάριαζε κι έκανε τα δικά της
όμως της έλειπε πολύ να κάνει το καλό
«Το κοριτσάκι», λέει, «αυτό, πρέπει να το βοηθήσω
αλλιώς δε θα μπορώ ξανά, καλά να κοιμηθώ
το μαγικό μου το ραβδί πρέπει να πάρω πίσω
και πού το πέταξα ευθύς πρέπει να θυμηθώ»
Πέταξε πάλι μακριά, μες την καρδιά της πόλης
έψαξε εδώ, έψαξε εκεί για να βρει το ραβδί
και να που τα κατάφερε, πριν να νυχτώσει μόλις
και στο σπιτάκι της μικρής έφτασε στη στιγμή
Κι αφού έστειλε στον ουρανό ένα ακόμα αστέρι
σκέφτηκε πως χρειάζεται κάποιον να τη βοηθά
κι ευθύς εφώναξε κοντά έν’ άσπρο περιστέρι
και του εξήγησε μεμιάς πώς έχει η δουλειά
«Πάνω απ’ τα σπίτια θα πετάς, και σαν ακούσεις κλάμα
γύρω τριγύρω θα κοιτάς, δοντάκι για να βρεις
θα ΄ρχεσαι αμέσως να με βρεις, κι ας είμαι με πιντζιάμα
πετράδι αστραφτερό θα πας, κι ας είν η ώρα τρεις»
Το περιστέρι εδέχτηκε, έτσι κι αλλιώς πετούσε
ολημερίς κι ολυνυχτίς χωρίς σταματημό
κι από τότε η Ντόροθυ ευτυχισμένη ζούσε
με γέλιο, κέφι και χαρά και με πολύ ρυθμό