Η Χ. περπατούσε στο σκονισμένο από το χώμα πεζοδρόμιο. Κοίταζε τα βήματά της και σκεφτόταν ένα μόνο πράγμα. “Εδώ δεν γίνεται τίποτα.”
Κρανίου τόπος.
Μαύρο, γκρι και ώχρα, σαν τους μαύρους πίνακες του Γκόγια. Σκόνη. Χώματα. Νερά που ξερνάνε ψάρια κι ελπίδες, όλα νεκρά. Τα νερά, τα ίδια αυτά νερά που λαχταρούσε τόσο να δει όταν ήταν παιδί, πριν καν περπατήσει ακόμη.
Περπατούσε και σκεφτόταν το όνειρο που είδε χθες βράδυ: τρομοκράτες να τρομοκρατούν την τρομοκρατημένη της ζωή. Ήταν, λέει, σε μια γειτονιά που έμοιαζε ταυτόχρονα με την Βεϊκου στο Κουκάκι και με εκείνη την στοά στην Βουλής – ήταν η Βεϊκου μέσα σ’ αυτήν την στοά, μάλλον, με πολυκατοικίες πολύ μουντές, που απέξω είχαν συρματοπλέγματα και ταυτόχρονα ένα πεζοδρόμιο ανοιχτό, πολύ ανοιχτό, σαν αυτά που έχει στο Μπρνο και την Βιέννη – και η Χ. ήταν ανάμεσα. Χόρευε μπροστά από την μία πολυκατοικία και την έβγαζε βίντεο μία περαστική αλλά ήταν σκοτεινό το βίντεο και σκεφτόταν “δεν πειράζει, θα το φτιάξουμε στο post”, και την άκουσε, λέει, η Χάρις Αλεξίου που έμενε σ’ εκείνη την πολυκατοικία και κατέβηκε κάτω μαζί με μία κιθάρα και άρχισε να την συνοδεύει στον χορό της και μαζεύτηκε κόσμος και σταμάτησε το βίντεο και τραγουδούσαν όλοι μαζί σ’ έναν κύκλο.
Αλλά τίποτα δεν κρατάει για πάντα, κι αυτό είναι πολύ ωραίο όταν στο λένε την στιγμή που συμβαίνει κάτι άσχημο, αλλά δυστυχώς ισχύει και όταν συμβαίνει κάτι όμορφο – κι έτσι στην επόμενη σκηνή, η Χ. βρίσκεται στο πεζοδρόμιο, αυτό το ανοιχτό, το μεγάλο, μπροστά από το σπίτι της. Στέκεται πίσω από έναν κάδο σκουπιδιών. Από τον κάδο, εξέχει μια πολύ μεγάλη σακούλα, είναι γαλάζια κι είναι πολύ μεγάλη, είναι τόσο φουσκωμένη που νομίζεις πως θα σκάσει, μοιάζει με παραμορφωμένη φάλαινα. Και κάνει ηρεμία, πολύ ηρεμία. Για πρώτη φορά, δεν κάνει φασαρία στο κεφάλι της.
Βλέπει μπροστά της έναν άντρα να τρέχει με μανιακή αγωνία, σαν να τον κυνηγάνε. Η σακούλα σκίζεται. Από την γωνία του δρόμου, ξεπροβάλλει μια συμμορία αντρών, της φαίνονται πολλοί, αλλά είναι λιγότεροι απ’ όσοι φαίνονται. Πάντα είναι λιγότερο απ’ αυτό που φαίνεται. Χτυπάνε τα βήματά τους στο πεζοδρόμιο, το ανοιχτό πεζοδρόμιο, χτυπάνε με καδρόνια τους φράχτες, τις πόρτες, τους στύλους. Άνθρωποι βγαίνουν απ’ τα σπίτια τους και τρέχουν τρομαγμένοι. Τρέχει κι αυτή, δεν ξέρει κανέναν, δεν ξέρει πού πηγαίνει, τρέχει απλώς επειδή τρέχουν κι οι άλλοι.
Εγκλωβίζεται μέσα σε μια αποθήκη, αλλά έχει τζαμαρίες, μάλλον δεν είναι αποθήκη, αν ήταν αποθήκη δεν θα είχε τζαμαρίες. Γιατί μπήκε σε κάτι που έχει τζαμαρίες, την βλέπουν απέξω, μπορούν να μπουν, γιατί νομίζει ότι κρύφτηκε, αφού φαίνεται από τις τζαμαρίες. Προσπαθεί να πάει στο βάθος, να κρυφτεί μέσα στο πλήθος – δεν είναι πλήθος, είναι λιγότεροι απ’ όσοι φαίνονται. Η συμμορία τους βλέπει, μπαίνει μέσα, κάποιοι έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους, κάποιοι όχι. Μπορεί να δει τα μάτια τους, τουλάχιστον μπορεί να δει τα μάτια τους – “τουλάχιστον”, συμβιβασμός ή ευγνωμοσύνη, ή μήπως και τα δύο;
Κοιτάζει τα μάτια τους, τα ακολουθεί, ψάχνει να βρει κάποιο σημάδι, να καταλάβει γιατί το κάνουν αυτό, τι σκέφτονται, μισούν ή αγαπούν, ή μήπως και τα δύο. Μιλάνε στους αιχμαλώτους τους – είναι πια αιχμάλωτοι, είναι όμηροι, έτρεξαν σ’ αυτήν την αποθήκη με τις τζαμαρίες για να σωθούν και τελικά έγιναν όμηροι. Τους κρατάνε. Φωνάζουν, τους λένε, τι έγινε τώρα, τι έγινε, τώρα τρέξατε, τώρα τρέξατε να ξεφύγετε, τόσον καιρό γιατί δεν τρέχατε να ξεφύγετε – τόσον καιρό δεν τρέχατε να ξεφύγετε και τώρα θα πληρώσετε, θα πληρώσεις που τόσον καιρό δεν τρέχεις να ξεφύγεις, τώρα είσαι όμηρος, η ζωή σου κρέμεται απ’ τα χέρια μου, σ’ αρέσει; Δεν μπορείς να ξεφύγεις πια, δεν μπορείς.
Η Χ. περπατάει στο σκονισμένο από το χώμα πεζοδρόμιο. Σηκώνει το βλέμμα της στον ουρανό και σκέφτεται ένα μόνο πράγμα. “Εδώ δεν γίνεται τίποτα”.
Λένε πως, όταν ψάχνεις κάτι, αλλά δεν ξέρεις ακριβώς τι, πρέπει πάντα να γυρνάς στον τόπο σου. Και λένε και κάτι άλλο – ότι για να ξεπεράσεις, πρέπει πρώτα να αποδεχτείς. Να κάνεις ειρήνη. Μόνο έτσι θα προχωρήσεις. Αν συγχωρήσεις πρώτα.
Αυτά σκεφτόταν η Χ., καθώς περπατούσε ανάμεσα σε σωρούς από χώματα, λακκούβες, “πέτρες γραμματόσημα πώματα από φάρμακα σπασμένα γυαλικά πτώματα απ’ τον ουρανό λουλούδια κι ό,τι το καλό σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο κινδυνεύει.”