Το 1973, σε μία Ελλάδα που γλείφει τις δικτατορικές πληγές της, άλλοτε με οδύνη κι άλλοτε με νοσταλγία – έφτιαξε και δρόμους άλλωστε. Μην τα ξεχνάμε αυτά.
Το 1973, σε μία Ελλάδα που, μέχρι και σήμερα, δεν την νοιάζει το αν συμβαίνει, αλλά το αν φαίνεται.
Αν δεν φαίνεται, δεν πειράζει. Όσο αποτρόπαιο κι αν είναι.
Και τι σημαίνει αποτρόπαιο, στο κάτω-κάτω;
Το 1973, σε μία Ελλάδα που “Μια ταινία «καλή για γυναίκα» […]”.
Το 1973, στην Ελλάδα, η Μαρκετάκη μιλάει για την ετερότητα. “Μια ταινία «καλή για γυναίκα» δεν μ’ ενδιαφέρει. Ή κάνω ταινίες ή δεν κάνω.”.
Η γυναίκα είναι το Άλλο. Είναι οι σκηνοθέτες και οι γυναίκες. Οι συγγραφείς και οι γυναίκες. Οι καλλιτέχνες και οι γυναίκες. Είναι κάτι Άλλο. Δεν είναι το κανονικό. Οι γυναίκες είναι τρυφερές, γλυκές, στοργικές. Συναισθηματικές. Έχουν συγκεκριμένη θεματολογία. Συγκεκριμένο τρόπο που μιλάνε για τα πράγματα. Η θηλυκότητα έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Περιεχόμενο που το καθορίζουν άντρες.
“Καλή για γυναίκα”.
Η Μαρκετάκη δεν θέλει να είναι γυναίκα σκηνοθέτης. Είναι σκηνοθέτης.
Το 1973, λίγο πριν την εκκωφαντική νίκη του ΠΑΣΟΚ, που στο όνομα της Αλλαγής, έθρεψε το καρκίνωμα που λέγεται ελληνικό δημόσιο, μοίρασε ανύπαρκτο χρήμα, ζύμωσε τον ατομικισμό μαζί με το μίσος για κάθε τι διαφορετικό κι έστρωσε με ροδοπέταλα το έδαφος για τους Trump και τους Μπέους. Η Νέα Ελλάδα.
Το 1973, όταν έχει ήδη αποτύχει κάθε ολοκληρωτικός σχηματισμός, κάθε χρώματος, γιατί ήρθε να ισοπεδώσει βίαια ό,τι προηγήθηκε.
Το 1973, στην Ελλάδα, η Μαρκετάκη καταθέτει ένα καλλιτεχνικό, κοινωνικό και πολιτικό αριστούργημα.
Μία αφήγηση, κόσμημα. Οπτικές γωνίες που συνθέτουν την αλήθεια – ή μάλλον, μία αλήθεια. Αν μιλάμε για Rashomon effect, λόγω του Kurosawa, πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσουμε και για John the Violent effect, λόγω της Μαρκετάκη.
Ένας ήχος, κόσμημα. Φασαρία, φωνές, μονόλογοι. Σιωπή. Πολλή σιωπή. Πολύ σιωπή. Απόλυτη σιωπή. Βουβός κινηματογράφος.
Μία δομή, κόσμημα. Η Ελένη. Οι γονείς της. Το ξέσκισμα. Η ηθική. Η δικαιοσύνη. Ο θύτης που υπήρξε θύμα. Το θύμα που υπήρξε μόνο θύμα. Ο θρίαμβος του θύτη. Η υποκρισία μας.
Μέσα από την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, η Μαρκετάκη μιλάει με μοναδικά αφοπλιστικό τρόπο για το ατομικό και το συλλογικό. Καταθέτει ένα οπτικό δοκίμιο για τον ιδιωτικό και τον δημόσιο χώρο, την θέση της γυναίκας, την ψυχική ασθένεια, το bullying, την μητρότητα, τον νόμο, την δικαιοσύνη.
Πόσο υποκριτικό είναι που ζούμε σε έναν κόσμο που φτιάχνει εγκληματίες και μετά τους θεωρεί ατομικά υπεύθυνους; Ερώτημα νούμερο 1.
Πόσο υποκριτικό είναι που η πατριαρχία είναι η ίδια που καταστρέφει τον Γιάννη και μετά είναι η ίδια που τον ανακηρύσσει Άγιο; Ερώτημα νούμερο 2.
Πόσο υποκριτικό είναι να λέμε ότι “το ζήτημα είναι μόνο ταξικό”; Όπως λέει και η Σίντυ Χατζή, “Πέραν του ότι η πατριαρχία υπάρχει πολύ πριν τον καπιταλισμό, ας πούμε ότι, με ένα μαγικό ραβδί, μετά την πτώση του καπιταλισμού, εξαφανίζεται κάθε άλλη μορφή καταπίεσης. Πώς ακριβώς πας σε καταπιεσμένες ομάδες και λες χμμμ, περνάς δύσκολα, αλλά όλα θα φτιάξουν όταν αλλάξει το οικονομικό σύστημα. Μέχρι τότε, μπορείς να το βουλώσεις σε παρακαλώ; Μας χαλάς το vibe. Εκτός κι αν θες να μιλήσεις για κάποια καταπίεση, με την οποία μπορώ να ταυτιστώ, όπως η φτώχεια. Είμαι το κέντρο της γης.”. Ερώτημα νούμερο 3.
Πόσο υποκριτική είναι η υποκρισία μας, ατομική και συλλογική; Ερώτημα χωρίς νούμερο.
Πού σταματάει η ατομική ευθύνη και πού αρχίζει η συλλογική;