Οκτώβριος 2021
“Έρχεται το ELENIT και πρέπει ο-πω-σδή-πο-τε να πας να το δεις – δεν είναι δυνατόν ε-σ-ύ να μην έχεις δει Λασκαρίδη!”
Η Χ. αναρωτιέται – ποιος είναι αυτός ο Λασκαρίδης; Γιατί δεν τον ξέρει; Και γιατί ε-κ-ε-ί-ν-η δεν έχει δει παράστασή του;
Απορημένη, κλείνει εισιτήριο.
Πηγαίνει στην παράσταση.
Κατάμεστο το θέατρο.
Η παράσταση τελειώνει και η Χ. βγαίνει έξω, καθόλου ενθουσιασμένη. Ο κόσμος γύρω της παραληρεί και η Χ. τους ακούει με αγωνία, μαζεύοντας τις σκόρπιες κουβέντες τους, μπας και καταφέρει να καταλάβει αυτά που δεν κατάλαβε.
Ε, εντάξει, σκέφτεται. Μάλλον εμένα δεν με αγγίζει αυτό το είδος θεάτρου – ή ό,τι είναι αυτό, τέλος πάντων.
Περπατώντας προς το μετρό, μια μελωδία της παράστασης συνεχίζει να παίζει στο κεφάλι της. “What iiiiiiiiiiissssssssssss youuuuur proooooobleeeeeeeeeeeeem”.
Οκτώβριος 2023
Η Χ. δουλεύει σε ένα εμπορικό μαγαζί της τέχνης. Της τέχνης του κώλου. Κυριολεκτικά του κώλου. Είναι ένα μαγαζί που ασχολείται όλη μέρα με κώλους. Ποιος είναι πιο μεγάλος. Πιο τροφαντός. Πιο όρθιος. Πιο φανταχτερός.
Μην είστε κουτσομπόληδες. Δεν πρόκειται να σας πω σε ποιο μαγαζί δουλεύει. Δεν έχει και σημασία, άλλωστε. Όλα αυτά, ίδια είναι. Μόνο το αφεντικό αλλάζει. Είναι σαν τα παιδικά πάρτι, όπως λέει κι ο άντρας μιας φίλης της – είναι όλα ίδια, αλλάζει μόνο το παιδάκι που σβήνει τα κεράκια.
Το βασικό προϊόν σ’ αυτό το μαγαζί είναι, ω τι έκπληξις, το σεξ. Όχι να το κάνεις. Να μιλάς γι’ αυτό. Μέλι-μέλι και τηγανίτα τίποτα, που λένε. Πουλάς την υπόσχεση. Όχι την πράξη. Δεν έχει σημασία να κάνεις σεξ. Σημασία έχει να δείχνεις πόσο σε απασχολεί το σεξ. Πόσο το σκέφτεσαι. Κάθε λεπτό. Δευτερόλεπτο. Δέκατο του δευτερολέπτου.
Άντε καλέ, σιγά, κόβεται το σεξ;
Οκτώβριος 2025
Η Χ. τελειώνει την πρωινή της γυμναστική. Βγάζει τα ρούχα της, για να μπει κάτω απ’ το ζεστό νερό. Πηγαίνοντας στο μπάνιο, περνάει γυμνή μπροστά απ’ τον καθρέφτη της και το βλέμμα της πέφτει στον κώλο της.
Πολύ καλός, μπράβο μου, σκέφτεται.
Η γραμματική της φαντασίας την πηγαίνει στο εμπορικό μαγαζί της τέχνης του κώλου που δούλευε κάποτε. Χαμογελάει.
Θα ήθελε να γράψει κάτι γι’ αυτό – προσπαθεί να σκεφτεί, πώς θα μπορούσε να το γράψει, με τι θα έμοιαζε – και τότε κατάλαβε.
Δεν ήθελε να το γράψει. Ήθελε να το απεικονίσει.
Και το μόνο πράγμα που μπορεί να απεικονίσει αυτό που έζησε εκεί, είναι μια φιγούρα του Λασκαρίδη.
Μια γκροτέσκα φιγούρα, που μουρμουρίζει ακατάληπτα τραγούδια με παραμορφωμένους ήχους, σε μια σκηνή σπαρμένη με τα πιο παράλογα αντικείμενα.
Και τότε κατάλαβε.
Οι φιγούρες του Λασκαρίδη την βρήκαν την στιγμή που έπρεπε.
Την βρήκαν την στιγμή που μπορούσε να αντέξει την γλώσσα τους.
Την στιγμή που η γλώσσα τους ήταν η μοναδική που μπορούσε να περιγράψει την ζωή της με τον τραγικά αστείο τρόπο της.
Και τότε κατάλαβε.
Ίσως αυτή να είναι η σπουδαία τέχνη.
Αυτή, που επιστρέφεις σ’ αυτήν, για να περιγράψεις κάτι που σου έχει συμβεί.
Γι’ αυτό, ο μεγαλύτερος σύμμαχος της τέχνης είναι ο χρόνος.
Όταν την προετοιμάζεις – και όταν την απευθύνεις.
Και γι’ αυτό, στην τέχνη δεν κερδίζει ο πιο ταλαντούχος. Κερδίζει ο πιο υπομονετικός.
Τελικά, δεν υπάρχει Ευριπίδης που να μην έχει περιγράψει το τραγικό με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Και, τελικά, δεν υπάρχει Ευριπίδης που η Χ. να μην έχει αγαπήσει.