Υπάρχει, λέει, ένα είδος στο σινεμά, που λέγεται Body Horror.
Τρόμος του σώματος.
Τρόμος για το σώμα.
Σωματικός τρόμος.
Η Ψ. δεν ξέρει ακριβώς πώς να το μεταφράσει, γιατί δεν βλέπει τέτοια.
Ίσως γιατί τα ζει και, και να τα ζει, και να τα βλέπει, κάπως της είναι πολύ.
Με το σώμα της, η Ψ. έχει σχέση τρόμου.
Την μια μέρα το βλέπει όμορφο. Tην άλλη, τερατώδες.
Ώρες-ώρες, του αξίζει να αγαπηθεί, πιστεύει – αλλά τις περισσότερες ώρες, πιστεύει το αντίθετο.
Ειδικά τις μέρες που περιμένει το αίμα να την τιμωρήσει που δεν έγινε ακόμη μητέρα. Οι μέρες αυτές είναι πραγματικός τρόμος. Όχι ότι υπάρχει και ψεύτικος τρόμος, κάθε τρόμος αληθινός είναι. Αλλά ο τρόμος αυτών των ημερών, για την Ψ., είναι λίγο πιο πραγματικός.
Τις μέρες αυτές, η Ψ. δεν μπορεί να κοιμηθεί, να ανασάνει, να σκεφτεί. To μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αναρωτιέται δύο πράγματα. Πρώτον, σε τι έφταιξε. Και δεύτερον, είναι έτσι ο τρόμος σε κάθε διάσταση; Θέλω να πω, μήπως υπάρχει κάποιο μέρος που ο τρόμος δεν είναι τρόμος αλλά δέος, ομορφιά και θαυμασμός;
Η Ψ., όπως και τα περισσότερα κορίτσια της εποχής της, μεγάλωσε με το πρότυπο του θανάτου και της νευρικής ανορεξίας κι όταν ήταν μικρότερη, ευχόταν να είχε κι αυτή ένα πρόβλημα υγείας που θα της έκοβε την όρεξη – μαχαίρι.
Μάλλον το φαγητό, για τις γυναίκες, ήταν κάτι σαν το σεξ – αν το απολαμβάνουν, πρέπει να έχουν ενοχές γι’ αυτό.
Και γι’ αυτό.
Όταν ήταν μικρή, η πρώτη ταινία που είδε ποτέ ήταν ο Μάγος του Οζ. Το έγχρωμο, το τεκνικόλορ. Έλεγε “τεκνικόλορ” με την παιδική της φωνή, που δεν πρόφερε καλά το ρο, δεν ήξερε ακόμη να διαβάζει, δεν διάβαζε τους υπότιτλους, αλλά ήξερε πού αλλάζει η σέπια και γίνεται χρώμα, εκεί, εκεί μετά τον τυφώνα, μετά που πετάνε οι άνθρωποι έξω απ’ το παράθυρό της, τότε εκεί γίνεται με χρώμα. Ήξερε την χροιά της φωνής όλων των ηρώων, τον Τότο το σκυλί, την θεία Εμ, τους εργάτες στο κτήμα, τα μαντσκινζ, τον δρόμο με τα κίτρινα τουβλάκια, την μάγισσα, τα γοβάκια, ήξερε την θημωνιά, αν και δεν μπορούσε ακόμη να πει “θημωνιά”, αλλά την ήξερε, ήταν εκεί που ακουμπούσε η Ντόροθι και τραγουδούσε.
Όταν μεγάλωσε, διάβασε για το Σκιάχτρο, που του έμειναν για πάντα οι ρυτίδες από την μάσκα που φορούσε για τα γυρίσματα.
Διάβασε για τον Τενεκεδένιο, που άλλαξε ο ηθοποιός γιατί ξύπνησε ένα πρωί και δεν μπορούσε πια να ανασάνει – τα χημικά που χρησιμοποιούσαν για το βάψιμο – και άλλαξε ο ηθοποιός γιατί δεν γινόταν να σταματήσουν τα γυρίσματα, τόσα λεφτά για το τεκνικόλορ κι ο άλλος ήθελε να πάει στο νοσοκομείο, φαίνεται μάλλον δεν ήταν αρκετά παθιασμένος με την δουλειά του.
Για την μάγισσα, που η πράσινη μπογιά ήταν κι αυτή χημική, αν ξεχνιόταν και την έγλειφε μπορεί και να μην ζούσε τώρα – να μην ξεχνιόσουν, εδώ δεν υπάρχει περιθώριο λάθους. Μηδενική ανοχή στα ατυχήματα. Όχι ατυχήματα, όχι λάθη σε στούντιο και σετ.
Και γι’ αυτήν την σκηνή με την φωτιά, σ’ εκείνη τη σκηνή η φωτιά είναι αληθινή, και η πόρτα από πίσω σκαλώνει και η μάγισσα δεν προλαβαίνει να φύγει και καίγεται, καίγεται στ’ αλήθεια, οι σάρκες της καίγονται, μέχρι σήμερα έχει τα εγκαύματα και τα γυρίσματα πρέπει να συνεχιστούν, δεν υπάρχει χρόνος, το τεκνικόλορ είναι καινοτομία και το’ χουμε συνδυάσει με το ασπρόμαυρο, καινοτομία και τεχνολογία οι πυλώνες της σύγχρονης οικονομίας και της σύγχρονης τέχνης, δεν μπορούμε τώρα να πάμε ξανά προς τα πίσω κι έτσι η μάγισσα δεν μίλησε ποτέ.
Για την Τζούντι Γκάρλαντ, που το Χόλιγουντ της έδινε χάπια για να της κοπεί η όρεξη και να είναι το κορίτσι που πρέπει για να παίξει την Ντόροθι. Ή μάλλον, όχι για να παίξει – για να είναι. Της έδιναν χάπια για να αντέχει όρθια και μετά της έδιναν χάπια για να κοιμηθεί. Η μαμά της ήταν εκεί και την προστάτευε, επέβλεπε την ώρα που παίρνει το κάθε χάπι – μην και τα πάρει όλα μαζί, και δεν κάνουν σωστά την δουλειά τους.
Όταν μεγάλωσε και διάβασε όλα αυτά, η Ψ. κατάλαβε ότι το παιδικό παραμύθι του ενός κοριτσιού ήταν ο εφηβικός εφιάλτης ενός άλλου.
Το body horror της.
Και κάπως έτσι, η Ψ. άρχισε να γράφει τα δικά της παραμύθια.
Και τα κορίτσια δεν είχαν πια εφιάλτες.