Είμαι η Άννα Ντούρου, συγγραφέας του παραμυθιού “Το Μικρό Φως”.
Το μικρό Φως
Όλα τα φώτα κάποτε θα σβήσουν. Κάθε λάμπα θα χαλάσει. Κάθε φωτιά, είτε είναι μια μικρή φλόγα σε ένα κερί, είτε μια τεράστια πυρκαγιά, θα σβήσει κάποια στιγμή. Ακόμα και ο ήλιος, που βλέπεις κάθε μέρα, θα σβήσει σε δισεκατομμύρια χρόνια.
Υπάρχει όμως ένα μικρό φως που αρνείται να σβήσει.
Αυτό το μικρό φως είναι πολύ πονηρό, γιατί κρύβεται μέσα σε άλλα φώτα! Πηδάει από ένα φως στο άλλο, οπουδήποτε και αν μπορεί να βρίσκεται αυτό στον κόσμο, μένει για λίγο και φεύγει γρήγορα στο επόμενο πριν σβήσει.
Είναι ιδιαίτερα παιχνιδιάρικο την Πρωτοχρονιά. Τότε πηδάει μέσα σε πυροτεχνήματα μόλις ανάψουν, εκρήγνυται στον αέρα, κατεβαίνει αργά στο έδαφος και αμέσως τρέχει στο επόμενο πριν σβήσει. Είναι σχεδόν σαν να κάνει βόλτα με τρενάκι σε λούνα παρκ.
Ένα βράδυ βρέθηκε σε έναν φάρο και βοηθούσε τα πλοία να μην τσακιστούν στα βράχια. Αλλά πριν ο φάρος σβήσει, το μικρό φως έφυγε γρήγορα και πήδηξε στην επόμενη πηγή φωτός. Κατέληξε σε μια φωτιά μέσα στο δάσος. Γύρω της κάθονταν οχτώ άνθρωποι, τραγουδούσαν και έπαιζαν κιθάρα. Πριν οι φίλοι πάνε για ύπνο, έσβησαν τη φωτιά. Το μικρό φως όμως, έφυγε την τελευταία στιγμή και βρήκε ένα φωτάκι νυκτός στο δωμάτιο ενός παιδιού.
«Τι όμορφο φωτάκι!» σκέφτηκε. Ήταν ένα μπλε φως με χελώνες, φάλαινες, μέδουσες και ψάρια που κολυμπούσαν γύρω-γύρω. Το δωμάτιο ήταν σχεδόν άδειο. Υπήρχαν μόνο το φωτάκι και ένα κρεβάτι. Ένα μικρό κορίτσι, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κοιτούσε το φως και παρακολουθούσε με τα μάτια της τις φιγούρες που κινούνταν. Το μικρό φως ξέχασε τα πάντα και κοίταξε το κορίτσι.
Το κορίτσι το κοίταξε και εκείνη.
Αυτό δεν είχε ξανασυμβεί! Το μικρό φως πάντα κρυβόταν καλά μέσα σε άλλα φώτα και κανείς δεν το είχε προσέξει ποτέ. Όμως τώρα ήταν σίγουρο ότι το κορίτσι το κοιτούσε κατάματα. Είχε συνοφρυωθεί λίγο, σαν να αναρωτιόταν τι ήταν αυτό που έβλεπε. Κοιτούσαν για λίγο ο ένας τον άλλον μέχρι που το μικρό φως ένιωσε την μπαταρία του φωτός να εξασθενεί και ήξερε ότι έπρεπε να φύγει για να μη σβήσει. Κοίταξε για μια τελευταία φορά βαθιά μέσα στα μάτια του μικρού κοριτσιού και μετά εξαφανίστηκε.
Βρέθηκε μέσα σε έναν φακό εξερευνώντας μια σπηλιά. Μέσα στη σπηλιά σκεφτόταν το κοριτσάκι. Του άρεσε που κάποιος πρόσεξε την παρουσία του. Μέχρι τότε δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο μοναχική ήταν η ζωή του.
Πριν ο φακός σβήσει, το μικρό φως πήδηξε στον προτζέκτορα ενός κινηματογράφου. Έπαιζε μια ταινία για δύο φίλους που ζούσαν περιπέτειες μαζί. Το μικρό φως παρακολουθούσε με λαχτάρα την ταινία και σκεφτόταν πόσο ωραίο θα ήταν να έχει έναν φίλο. Όταν η ταινία τελείωσε, το μικρό φως πήρε μια απόφαση: θα επέστρεφε στο κοριτσάκι!
Πήδηξε έξω από τον κινηματογράφο (όπου έπαιζαν ακόμα οι τίτλοι τέλους) και γύρισε στο φως της κουζίνας του σπιτιού του κοριτσιού. Ο πατέρας ετοίμαζε φαγητό, και η οικογένεια θα ερχόταν σύντομα για να φάνε όλοι μαζί. Αυτό θα έδινε στο μικρό φως αρκετό χρόνο να παρακολουθήσει για λίγο το κοριτσάκι πριν του φανερωθεί.
Λίγα λεπτά αργότερα, δύο παιδιά μπήκαν στην κουζίνα, κάθισαν στο τραπέζι και άρχισαν να τρώνε. Αλλά πού ήταν το κοριτσάκι; Το μικρό φως περιπλανήθηκε σε κάθε λάμπα του σπιτιού, ψάχνοντάς την, αλλά δεν ήταν πουθενά. Τελικά μπήκε στο φως του δωματίου όπου την είχε πρωτοσυναντήσει, αλλά όλα έδειχναν διαφορετικά. Υπήρχαν παντού κουτιά, καινούργια έπιπλα, και έλειπε και το μπλε φωτάκι όπου είχε κρυφτεί την πρώτη φορά.
Η οικογένεια είχε μετακομίσει.
Στενοχωρημένο, το μικρό φως έφυγε από το σπίτι και βρέθηκε στο φως μιας πυγολαμπίδας. Χαμένο στις σκέψεις του, δεν πρόσεξε καν την πανέμορφη λίμνη πάνω από την οποία πετούσαν χιλιάδες πυγολαμπίδες δίπλα του. Σκεφτόταν μόνο το κοριτσάκι και αναρωτιόταν πού να βρίσκεται. Θα ήταν τόσο όμορφο να μην είναι πια μόνο και να έχει κάποιον να διηγείται τις περιπέτειές του.
«Λοιπόν, φτάνει,» σκέφτηκε. «Θα ψάξω να τη βρω.»
Με ανανεωμένη ενέργεια, το μικρό φως ξεκίνησε. Πρώτα γύρισε στο παλιό σπίτι του κοριτσιού. Πέρασε εκεί λίγο χρόνο, ελπίζοντας ότι η νέα οικογένεια θα του έδινε κάποιο στοιχείο για το που είχε μετακομίσει. Δυστυχώς, κανείς δεν την ανέφερε. Αλλά το μικρό φως δεν τα παράτησε. Έψαξε κάθε σπίτι της πόλης, πέρασε ακόμα και μια μέρα στο σχολείο, ελπίζοντας να τη βρει εκεί, αλλά ήταν άφαντη.
Για αρκετό καιρό, το μικρό φως ταξίδευε από πόλη σε πόλη, εξερευνώντας σπίτια και σχολεία, ψάχνοντας για το κορίτσι. Δυστυχώς, δεν μπόρεσε να τη βρει πουθενά. Απογοητευμένο, σταμάτησε να ψάχνει με σχέδιο και άρχισε να πηδάει τυχαία από φως σε φως, ελπίζοντας να τη συναντήσει.
Βρέθηκε στο φως μιας φωτεινής διαφημιστικής πινακίδας, στα φωτάκια αθλητικών παπουτσιών που φορούσε ένα παιδί, σε ένα ψυγείο, ένα λάπτοπ, ένα τζάκι… Συνάντησε πολλούς ανθρώπους, αλλά κανείς τους δεν ήταν το κορίτσι και, όπως συνήθως, κανείς δεν το πρόσεξε.
«Σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε», σκέφτηκε το μικρό φως στεναχωρημένο.
Ένα όμορφο βράδυ, το μικρό φως καθόταν σε ένα αστέρι πάνω από τη θάλασσα. Από εκεί ψηλά είχε μια απίστευτη θέα. Κάπου στη μέση της σκοτεινής θάλασσας, είδε ένα μοναχικό ιστιοφόρο με ένα κερί στο κατάστρωμα. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ, άφησε τον εαυτό του να πέσει προκειμένου να προσγειωθεί στο κερί.
Όπως έπεφτε όμως, φύσηξε ένας δυνατός αέρας και το φωτάκι, αντί να προσγειωθεί στη φλόγα του κεριού, έπεσε στην θάλασσα! Τρομαγμένο το φωτάκι προσπάθησε να ξεφύγει από τα κρύα νερά, αλλά το σκοτάδι ήταν πολύ βαρύ και άρχισε να το τραβάει στον βυθό!
Βούλιαζε… βούλιαζε…ήταν έτοιμο να σβήσει…Μέχρι που είδε ένα δυνατό φως να φέγγει καταπάνω του! Το μικρό φως πιάστηκε από αυτήν την ακτίνα και κατάφερε να τραβηχτεί στην επιφάνεια της θάλασσας. Με ένα δυνατό πηδηματάκι βρέθηκε στην φλόγα του κεριού όπου ήθελε να πάει εξαρχής. Κουρασμένο κοίταξε γύρω του να δει ποιος το είχε βοηθήσει.
Δεν πίστευε στα μάτια του! Πάνω στο κατάστρωμα του ιστιοφόρου δίπλα ακριβώς από το κεράκι, στεκόταν το μικρό του κοριτσάκι! Κρατούσε έναν μεγάλο φακό στα χέρια της με τον οποίο το είχε σώσει από την σκοτεινή θάλασσα, το κοιτούσε κατάματα και του χαμογελούσε.
Το μικρό φως ήταν πανευτυχές, και η φλόγα του κεριού άρχισε να χορεύει σε όλα τα χρώματα! Δεν ήθελε ποτέ ξανά να χωριστεί από την καινούργια του φίλη, κι έτσι πήδηξε κατευθείαν στο φως των ματιών της.
Το μικρό φως και το κοριτσάκι, ένιωσαν μια ζεστασιά να τους τυλίγει. Από εκείνη τη νύχτα, ήταν για πάντα μαζί και το μικρό φως της έδειχνε όλες του τις περιπέτειες, όταν εκείνη έκλεινε τα μάτια της και κοιμόταν.