Η πριγκήπισσα Ζιζή και το τέρας του καθρέφτη – Γιάννης Κατσιαούνης – 1ο Βραβείο

Λίγα λόγια για εμένα:

Γεννήθηκα το 1980 στον Πειραιά  και σπούδασα στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Εκτός από τη συγγραφή εργάζομαι και ως βοηθητικός ηθοποιός σε σήριαλ, διαφημιστικά και ταινίες. Έχω διακριθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς και ποιητικούς διαγωνισμούς. Ως τώρα έχουν εκδοθεί τρία έργα μου από τις Εκδόσεις Anubis. Και συγκεκριμένα η τριλογία μυθιστορημάτων μου “Στις Κοιλάδες του Φεγγαριού” (Μισθοφόρος(Γητεύτρα/Ονειρομάντισσα), η οποία ανήκει στο λογοτεχνικό είδος του fantasy. Συμμετείχα επίσης στο Λογοτεχνικό Ημερολόγια 2025 των Εκδόσεων Κέφαλος, με το ποίημα μου “Τέλεψις”. Ως συγγραφέας της λογοτεχνίας του φανταστικού ήταν ίσως θέμα χρόνου να ασχοληθώ και με το παραμύθι. Ένα είδος, που από πολλές απόψεις θεωρώ συγγενικό. “Η Πριγκήπισσα Ζιζή και το τέρας του καθρέφτη” αποτελεί επίσης για εμένα έναν φόρο τιμής στα ζώα – ειδικά τις γάτες – και την αγάπη μου γι’αυτά. Ήθελα να καταδείξω την ιδιαίτερη σχέση, που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος με μια γάτα, αλλά και το ποσό ηρωϊκό μπορεί οποιοδήποτε πλάσμα να γίνει, όταν κίνητρο του είναι η αγάπη. Τόσο ώστε ακόμα κι ένα τέρας ν’αντιμετωπίσει. Και τα χειρότερα τέρατα πάντα είν’αυτά, που όταν στον καθρέφτη μας κυττάμε, μας στοιχειώνουν….

Η πριγκήπισσα Ζιζή και το τέρας του καθρέφτη

Ζούμε σε μια εποχή δύσκολη για πριγκήπισσες. Ακόμα κι αυτές, που έχουν γούνα δική τους, αντί κάποιου άλλου ζώου τη γούνα για δική τους να φοράνε. Τέτοια πριγκήπισσα είναι κι η Ζιζή. Κι αντί για κορώνα χρυσή δυο αυτάκια και μια μυτούλα ροζ το κεφάλι της στολίζουν. Ενώ όταν βρυχάται, με τρόμο οι εθχροί της σκορπίζουν. Εντάξει δεν βρυχάται πραγματικά, αλλά νιαουρίζει. Και οι εχθροί της είναι συνήθως διάφορα μικρά πουλιά, που επισκέπτονται την βεράντα κι όχι τίποτα δράκοι. Αλλά όπως και νά’χει, εκείνη κρατά το βασίλειό της ασφαλές. Όπως κάθε σοβαρή πριγκήπισσα έχει καθήκον. Για να κάτσει μετά με την ησυχία της, να καθαρίσει τη γούνα της, που έχει το άσπρο και το μαύρο για χρώματά της. Τα χρώματα, που οι άνθρωποι για τα πιο επίσημα απ’όλα έχουν. Ποτέ της δεν κατάλαβε το γιατί. Πολλά είν’ αυτά, που στα πλάσματα αυτά τ’αδέξια δεν καταλαβαίνει. Αλλά μια πριγκήπισσα και τόση σημασία στους υποτελείς της δεν πρέπει, να δίνει. Φτάνει, που την ταΐζουν. Όχι, πως υποχρέωσή τους δεν είναι. Αλλά και πάλι, ξέρει η Ζιζή καλά, πως όλες οι γάτες την ίδια τύχη δεν έχουν. Δεν είναι κι όλες τους πριγκήπισσες φυσικά, όπως αυτή. Αλλά τι να γίνει; Όλοι μας ίδιοι δεν γεννιόμαστε. Άνθρωποι και γάτες.

Η πριγκήπισσα της ιστορίας μας ζει με τον έναν και μοναδικό της υπήκοο σε ένα διαμέρισμα. Στο πιο ψηλό σημείο ενός πύργου, που οι άνθρωποι ονομάζουν πολυκατοικία. Και το διαμέρισμα αυτό ρετιρέ. Παράξενα πλάσματα όντως αυτοί οι άνθρωποι. Και μια πόλη μεγάλη γύρω απ’τον πύργο της – την πολυκατοικία έστω – απλώνεται, που τ’όνομά της συνέχεια το ξεχνά. Όχι, πως έχει και ιδιαίτερη σημασία. Μιας κι η πόλη αυτή, καταπώς φαίνεται, σε πολλά μικρότερα βασίλεια χωρίζεται, που το καθένα τους τη δική του πριγκήπισσα έχει. Δεν έτυχε ποτέ η Ζιζή, κάποια απ’αυτές τις άλλες πριγκήπισσες να γνωρίσει. Κι ούτε και θα τό’θελε. Ήταν σίγουρη, πως απ’όλες τους αυτή η ομορφότερη είναι. Κι ας μην τις είχε ποτέ με τα μάτια της δει. Κάτι της έλεγε μέσα της, πως δεν θα μπορούσαν τα πράγματα, νά’ναι διαφορετικά. 

Ο υπηρέτης της – έτσι εκείνη τον έβλεπε – μάλλον ήταν αρσενικός για το είδος του. Έτσι τουλάχιστον το πριγκηπικό μυαλό της καταλάβαινε. Αν ήταν γάτος θα ήταν εννιά χρονών. Έναν χρόνο μεγαλύτερός της δηλαδή. Και πιθανώτατα θα ήταν ένας άσχημος γάτος με γκρίζα γούνα. Αλλά η Ζιζή ήταν αρκετά έξυπνη, για να γνωρίζει, πως οι άνθρωποι διαφορετικά τον χρόνο και τις ηλικίες μετράνε. Σε ανθρώπινα χρόνια ήταν πολύ μεγαλύτερος σίγουρα. Κι ίσως αυτό να ήταν, που και τόσο σοφό τον έκανε.

Ναι. Ο Άνθρωπος ήταν σοφός. Τουλάχιστον για του είδους του τα μέτρα. Κι όταν ιστορίες δικές του στον υπολογιστή δεν σκάρωνε, παραμύθια όμορφα στην Ζιζή διηγούνταν. Για χώρες ξένες και χρόνια μακρυνά. Μέχρι και για ένα βασίλειο αρχαίο, που το δικό της είδος οι άνθρωποι λάτρευαν, στα ίσα σχεδόν με τους θεούς τους! Κι η Ζιζή σκεφτόταν, ότι αυτές πραγματικά ωραίες εποχές ήταν. Αν και δεν της άρεσε και τόσο, που οι βασιλιάδες αυτού του λαού είχαν τη συνήθεια, τις γάτες τους μαζύ τους όταν πέθαιναν, να θάβουν. Και δεν της φαινόταν δα και τόσο καλλίτερο, που σε ένα μεγάλο σπίτι με τριγωνικές πλευρές, αντί για χώμα θα την έθαβαν. Δεν θυμόταν μονάχα, αν κι αυτό το παράξενο σπίτι πολυκατοικία το έλεγαν ή κάπως αλλοιώς. Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο, που την ενδιέφερε. Ακόμα και η πιο όμορφη εποχή τελικά, έχει και τα κακά της. Είχε γίνει με τα χρόνια κοντά στον Άνθρωπο κι η Ζιζή αρκετά σοφή μάλλον, αυτό για να το καταλαβαίνει. Όπως και το άλλο. Πως όσα ο Άνθρωπος της έλεγε, ίσως και τόσο παραμύθια να μην ήταν. Αλλά γεγονότα πραγματικά, που είχαν τώρα πια περάσει.

Παραμύθια ή όχι, καμμιά ιστορία περισσότερο από το γεύμα της δεν άξιζε φυσικά. Ούτε καν με την απόλαυση να ξαπλώνει πάνω στο πληκτρολόγιο του Ανθρώπου, δεν συγκρινόταν. Ή να στέκεται στην οθόνη του υπολογιστή του μπροστά. Εκείνος νευρίαζε καμμιά φορά μ’αυτά τα καμώματά της. Και της έλεγε, ότι αυτά είναι τα εργαλεία της δουλειάς του. Για μια πριγκήπισσα όμως, τίποτα παραπάνω από θρόνος δικός της το γραφείο του δεν ήταν. Ένας απ’τους πολλούς εν πάση περιπτώσει. Τι να τον κάνεις άλλωστε έναν θρόνο μονάχα; Και δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει, πώς γίνεται κάποιος, που στο παλάτι της τον φιλοξενούσε, σα νά’ναι ο ίδιος κύριος του σπιτιού, να συμπεριφέρεται. Ίσως κάποτε να γινόταν αρκετά σοφή κι αυτή τη γνώση ν’αποκτήσει. Ως τότε όμως, θά’βρισκε πάντοτε τον Άνθρωπο εξαιρετικά ενοχλητικό. Έδειχνε κατανόηση παρ’όλ’αυτά. Όπως σε κάθε καθωσπρέπει πριγκήπισσα αρμόζει, να κάνει.

Όλα κυλούσαν όμορφα για την πριγκήπισσα Ζιζή. Όμορφα και βαρετά. Αλλα εκείνη απ’τα δυο τους το πρώτο κρατούσε. Καμμιά ιστορία όμως, δεν αξίζει, να γραφτεί, αν όλα όπως θέλουμε, πάντοτε κυλάνε. Κι έφτασε κάποτε η στιγμή, που κι η Ζιζή, μιας ιστορίας πρωταγωνίστρια θα γινόταν. Ίδιας μ’αυτές, που ο Άνθρωπος τα ήσυχα βράδια διηγούνταν. Αν όχι κι ακόμα πιο σπουδαίας.

Ήταν καιρός πολύς, που πια τα βράδια στης Ζιζής τ’ανάκτορο και τόσο ήσυχα δεν ήταν. Μήτε κι οι μέρες. Κάτι είχε αλλάξει. Πολύ αχνά στην αρχή. Τόσο, που η πριγκήπισσα μας με το ζόρι το κατάλαβαινε. Κι έπρεπε για το σκοπό αυτό όλα τα γατίσια ένστικτά της να επιστρατεύσει. Όλα αυτά, που από αιώνες οι γάτες οι παλιές είχαν πίσω τους αφήσει. Ίσως κι απ’την εποχή τη μακρυνή, που αντάμα με των ανθρώπων τους βασιλιάδες θάβονταν. Μα πάντοτε σε κάθε γάτα μέσα απ’τη γούνα της κρυφά σιγοβράζουν. Κι όταν η ανάγκη το ζητήσει ξυπνάνε. Κι είναι σαν ποτέ τους να μην είχαν κοιμηθεί.

Ο Άνθρωπος συμπεριφερόταν πια διαφορετικά. Κι όχι στην Ζιζή μονάχα. Αλλά κι απέναντι σ’άλλους του είδους του, που καμμιά φορά τους μιλούσε, δίχως να είναι αυτοί εκεί. Ποτέ της δεν κατάλαβε η Ζιζή, πως τό’κανε αυτό. Ίσως να τον βόηθαγε ένα λεπτό μαύρο κουτί, που κράταγε στο αυτί του. Αλλά τώρα είχε μυστήρια μεγαλύτερα απ’αυτό, να εξηγήσει. Αυτή την παράξενη αλλαγή. Που όσο κι αν τη δική της ζωή δεν επηρέαζε, δεν έπαυε μ’έναν τρόπο, να την ενοχλεί κιόλας. Τι σόι πριγκήπισσα θά’ταν άλλωστε, αν τον εαυτό της μονάχα σκεφτόταν;

Όχι, πως έγινε κακός. Κάθε άλλο. Και κανονικά κάθε μέρα το φαγητό στο μπώλ της έβαζε. Όμως, κάτι σα σκιά γύρω απ’τα μάτια του στριγοφύριζε. Σαν ένα σύννεφο, που η Ζιζή μπορούσε μόνο να δει. Κι ήταν λες και προσπαθούσε, τον Άνθρωπο να καταπιεί. Καμμιά φορά έδειχνε, σα να το καταφέρνει. Και τότε το πρόσωπο ολόκληρο του Ανθρώπου άλλαζε. Ένας άλλος γινόταν. Θλιμμένος. Μ’έναν τρόπο, που η Ζιζή κανένα πλάσμα δεν είχε σκεφτεί ποτέ της, πως θα μπορούσε να γίνει.

Κι όσο οι μέρες κι οι νύχτες περνούσαν, τόσο η κατάστασή του χειρότερευε. Ούτε να μιλήσει μπορούσε συχνά. Μήτε καν να φωνάξει, όταν η Ζιζή στο πληκτρολόγιο του επάνω καθόταν. Κάποιες φορές δεν πλενόταν καν. Έστω κάτω απ’το νερό, με των ανθρώπων τον ανόητο τρόπο. Κι όταν απ’τον ύπνο ξυπνούσε, έδειχνε από πρώτα πιο κουρασμένος. Αν είναι ποτέ δυνατό, κάτι τέτοιο να συμβαίνει.

Σε όλην αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση έπρεπε, να μπει ένα τέλος. Κι όταν λέμε «να μπει», εννοούμε, η Ζιζή να το βάλει. Πώς όμως; Αυτό κάθε μέρα πλέον την απασχολούσε. Και με το γατίσιο μυαλό της σκέφτηκε, ότι λύση σ’ένα πρόβλημα δεν μπορείς να βρεις, αν πρώτα στην πηγή του δεν φτάσεις. Αν δεν μάθει δηλαδή, τι είν’αυτό, που πραγματικά το προκαλεί. Όχι αυτό, που φαίνεται. Αλλά αυτό, που στ’αλήθεια είναι.

Ξεκίνησε λοιπόν η πριγκήπισσα Ζιζή μια παράξενη επιχείρηση κατασκοπείας. Ακολουθούσε τον Άνθρωπο, όπου κι αν πήγαινε. Ήταν συνέχεια δίπλα του, οπουδήποτε κι αν εκείνος βρισκόταν. Το πριγκηπικό της προνόμιο, να έχει ελεύθερη πρόσβαση σε κάθε δωμάτιο και κάθε γωνιά του σπιτιού, την βοήθησε αρκετά σ’αυτό, είν’ η αλήθεια. Που θα πήγαινε; Θα την έβρισκε σύντομα τη ρίζα του κακού! Κι όταν την έβρισκε… Ε τότε αλλοίμονό της!

Παρατήρησε κάποια στιγμή, ότι ο Άνθρωπος δεν βρισκόταν μόνιμα στην ίδια άσχημη κατάσταση. Πάντοτε ήταν θλιμμένος κι αμίλητος βέβαια. Αλλά κάποιες φορές, έδειχνε περισσότερο θλιμμένος από άλλες. Αν έχει νόημα, κάτι τέτοιο να πούμε. Όμως, η Ζιζή το καταλάβαινε. Έμενε μονάχα, να βρει, πότε ακριβώς η κατάστασή του χειροτέρευε. Τι έκανε πριν απ’αυτό; Ένοιωθε, πως αν τούτο τ’ανακάλυπτε, σύντομα τη λύση του μυστηρίου με τα νύχια της θα γράπωνε.

Στο σπίτι υπήρχε ένα μαγικό αντικείμενο ανάμεσα σ’όλα τ’άλλα. Όχι ο υπολογιστής, που ολημερίς κι ολονυχτίς μπροστά στο ψεύτικο φως της οθόνης του ο Άνθρωπος καθόταν. Όχι. Ήταν κι αυτή μια συσκευή μαγική σίγουρα, που όμως η Ζιζή είχε συνηθίσει και μέχρι ένα σημείο κατανοούσε τη λειτουργία της. Υπήρχε και κάτι άλλο όμως. Ακόμα πιο παράξενο, που μ’έναν τρόπο η Ζιζή… Τι; Το φοβόταν; Ποτέ της μια πριγκήπισσα κάτι τέτοιο δεν θα παραδεχόταν. Αλλά εμείς γνωρίζουμε, πως απ’όλα όσα είχε ως τώρα η Ζιζή αντικρύσει, αυτό μονάχα φόβο της προκαλούσε.

Ήταν ένα μεγάλο κομμάτι γυαλιού πάνω στον τοίχο. Έμοιαζε πολύ με τα τζάμια, που είχαν τα παράθυρα και οι μπαλκονόπορτες. Αλλά αυτό ήταν ξεκάθαρα μαγικό. Γι’αυτό κάθε φορά, που κάποιος μπροστά του στεκόταν, ένα πλάσμα μ’αυτόν ολόιδιο πάνω στο γυαλί εμφανιζόταν. Και σ’όλα τον μιμούταν και τον αντέγραφε. Ακόμα και στις κινήσεις! Τό’χε πάθει κι η Ζιζή αυτό μια – δυο φορές, καθώς τυχαία από μπροστά του περνούσε. Και τσουπ! Μια γάτα ίδια μ’αυτήν απέναντί της εμφανίστηκε! Η πριγκήπισσα Ζιζή σάστισε τότε και δεν ήξερε, τι να κάνει. Η επίθεση σ’αυτήν την άλλη γάτα την παρείσακτη – και σίγουρα μαγική – φάνταζε ως η μόνη επιλογή. Η καλή της ανατροφή όμως, μαζύ με την παρέμβαση του Ανθρώπου, την εμπόδισαν, απ’το ν’αρχίσει μια τέτοιου είδους μάχη. Από τότε απλά απέφευγε, να περάσει μπροστά απ’αυτό το μαγικό αντικείμενο. Κάποια πράγματα είναι καλλίτερο, ν’αφήνονται στην ησυχία τους. Έτσι σκέφτηκε, προτού καν μάθει, ότι αυτή η παράξενη γυάλινη κατασκευή είχε ένα όνομα στη γλώσσα των ανθρώπων. Καθρέφτης.

Σ’αντίθεση με την Ζιζή, ο Άνθρωπος κάθε άλλο παρά απέφευγε αυτόν τον καθρέφτη. Καμμιά φορά μάλιστα, περνούσε ανεξήγητα πολύ χρόνο μπροστά του. Λες κι έψαχνε κάτι, μέσα σ’αυτόν να βρει. Ίσως πάλι αυτό, που την Ζιζή την φόβιζε, εκείνος να τό’βρισκε ευχάριστο, να το βλέπει και να το παρατηρεί. Ποτέ της δεν θα καταλάβαινε ακριβώς το μυαλό των ανθρώπων, πώς λειτουργεί. Αυτό όμως, που σίγουρα κατάλαβε και την έβαλε σε πολλές υποψίες, ήταν πως κάθε φορά, που ο Άνθρωπος μπροστα στον καθρέφτη στεκόταν, έπειτα η κατάσταση του χειροτέρευε. Το θεώρησε τυχαίο στην αρχή. Επαναλήφθηκε τόσες φορές όμως, ακριβώς το ίδιο πράγμα, που το ένστικτο του αιλουροειδούς τής έλεγε, πως μονάχα τυχαίο δεν μπορούσε, νά’ναι.

Μια φορά λοιπόν έκανε στην άκρη τον φόβο της και πλησίασε κι εκείνη την ίδια στιγμή, που ο Άνθρωπος μπροστά στο κρύο τζάμι του καθρέφτη είχε σταθεί. Κι αυτό, που είδε, ακόμα περισσότερο απ’τη δική της μορφή την φόβισε. Και την προβλημάτισε. Δίπλα στο δικό της αντίγραφο αυτό του Ανθρώπου ορθωνόταν. Όπως το περίμενε. Μα κι αντίγραφο ακριβώς δεν τό’λεγες. Ήταν μια γκρίζα μορφή περισσότερο. Σκιά πιο πολύ παρά ομοίωμα του Ανθρώπου. Ένα τέρας. Ναι. Αυτό ήταν και όχι ο Άνθρωπος. Κι όσο εκείνος τη μορφή του κυττούσε, τόσο κι αυτό απ’την ψυχή του την ίδια τρεφόταν. Δεν φαινόταν με τα μάτια. Αλλά η Ζιζή με την καρδιά της τό’νοιωσε βαθειά. Κι όταν ο άνθρωπος απομακρύνθηκε για μια στιγμή το τέρας πάνω στο γυαλί παρέμεινε. Χαμογελώντας. Μ’έναν τρόπο, πού’κανε τις τρίχες στη ράχη της Ζιζής ψηλά να σηκωθούν. Από φόβο. Μα κι απ’του κυνηγού τ’αλάθευτο ένστικτο. Κι ύστερα η σκιά χάθηκε. Λες και το γυαλί το ίδιο μέσα του την κατάπιε.

Τώρα πια, πού’χε καταφέρει η Ζιζή την αιτία του προβλήματος να βρει, δεν μπορούσε με τις πατούσες σταυρωμένες να καθήσει. Όχι δα! Ήταν μια εισβολή στο βασίλειο της το δίχως άλλο! Κι αυτό ήταν αδύνατο μια πριγκήπισσα αναπάντητο να τ’αφήσει. Δεν καταλάβαινε βέβαια ακριβώς αυτό το τέρας τι είδους ήταν. Κι ας τό’χε η ίδια μες στον καθρέφτει δει, να εμφανίζεται. Όμως, αυτό σημασία για εκείνη δεν είχε. Ένας ήρωας δεν χρειάζεται όλα να τα καταλαβαίνει, το σωστό στο τέλος για να κάνει. Κι αυτό πάει δυο φορές, όταν για μια πριγκήπισσα μιλάμε.

Χωρίς αμφιβολία ο καθρέφτης ήταν το σπίτι αυτού του τέρατος. Μέσα σ’αυτόν έμενε και μέσα απ’αυτόν μονάχα μπορούσε, με τον κανονικό κόσμο νά’ρθει σ’επαφή. Αυτή ήταν η δύναμη του. Αλλλά και η αδυναμία του ταυτόχρονα. Μιας και μ’έναν τρόπο έδειχνε και το ίδιο, μες στον καθρέφτη φυλακισμένο νά’ναι. Το ζήτημα ήταν, πως θα κατάφερνε η Ζιζή μέσα στον κόσμο του καθρεφτή να μπει, ώστε το τέρας ν’αντιμετωπίσει.

Καμμιά φορά, όταν είναι ανάγκη μεγάλη, η ίδια η ζωή τις απαντήσεις στα μυστήρια τα πιο μεγάλα δίνει. Αρκεί το θάρρος, νά’χουμε, για να τις δεχτούμε. Κι η Ζιζή είχε απ’αυτό μπόλικο. Όσο κάθε γάτα έχει κι ακόμα παραπάνω.

Περίμενε λοιπόν πότε θα λείπει ο Άνθρωπος απ’το σπίτι, για να βάλει μπροστά το σχέδιο της. Την αντεπίθεσή της, όπως τ’ονόμασε. Πήγε μπροστά στον καθρέφτη. Δεν είδε κανένα τέρας μέσα του, παρά μια άλλη γάτα μονάχα ολόιδια μ’εκείνη, όπως άλλες φορές. Σκέφτηκε, πως ίσως αυτή η άλλη γάτα πολλά περισσότερα για τον εχθρό της να γνωρίζει, μιας και το ίδιο σπίτι μοιράζονται. Την κύτταξε κατάματα. Γγια να την δει κι εκείνη με τη σειρά της, ακριβώς το ίδιο να κάνει. Ακούμπησε πάνω στο γυαλί την πατούσα της κι η άλλη γάτα ευθύς την μιμήθηκε. Λες κι έναν παράξενο τρόπο επικοινωνίας, είχαν τα δυο όμοια αιλουροειδή εφεύρει. Της φάνηκε για λίγο, σα να της έκλεινε η άλλη γάτα το μάτι κι ύστερα…μπλουμ!

Σα νά’πεσε μέσα σ’έναν κουβά γεμάτο με κρύο νερό, ένοιωσε η Ζιζή αυτό, π’ακολούθησε. Τό’χε πάθει μια φορά κάποτε. Κι η ίδια ακριβώς δυσάρεστη ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της και τώρα. Με τη διαφορά, ότι τούτη τη στιγμή δεν βρέθηκε μεσα σε νερό. Κι η γούνα της ολόστεγνη παρέμεινε. Πάλι καλά δηλαδή! Αλλά δεν ήταν και λιγότερο παράξενο το μέρος, που η πριγκήπισσα μας μεσ’ απ’τον καθρέφτη ταξίδεψε. Ένας διάδρομος άδειος και σκοτεινός. Πού’μοιαζε με μέρος κάποιου σπιτιού. Μα μέσα της τό’ξερε καλά, πως σπίτι αληθινό δεν ήταν.

Ευτυχώς, που τα μάτια μιας γάτας το σκοτάδι δεν λογαριάζουν. Όσο πυκνό κι αν είναι. Κι έτσι αρχοντικά κι ατρόμητα ξεκίνησε, προς το τέρμα αυτού του περίεργου διαδρόμου να κατευθύνεται. Όπως σε μια πριγκήπισσα ταιριάζει. Με την φουντωτή ουρά της ψηλά και τα νύχια της για μάχη πανέτοιμα. Τό’νοιωθε, πως κάπου εδω γύρω θά’πρεπε και το τέρας να κρυβόταν. Και μ’έναν τρόπο παράξενο κάθε φόβο στην αλλη πλευρά του καθρέφτη είχε αφήσει. Δεν είχε εξάλλου απ’αυτό κι άλλη επιλογή. Καθώς ο φόβος δεν είναι κάτι, που σε μια μάχη μαζύ σου είναι καλό, να το παίρνεις. Ό,τι είδους μάχη κι αν είν’ αυτή.

Όπως το περίμενε, το τέρας είχε σε μια γωνιά σκιερή στην άλλη άκρη του διαδρόμου λουφάξει. Αυτό όμως, που στα σίγουρα δεν περίμενε, ήταν, πως έδειχνε εκείνο περισσότερο, την Ζιζή να φοβάται. Αντί το αντίθετο να συμβαίνει. Ίσως δεν περίμενε, ότι εδώ στην κρυψώνα του αυτήν την κρυφή θα το ξετρύπωνε. Μπορεί και νά’νοιωθε ασφάλεια μες στο σκοτάδι και τις σκιές χωμένο. Η σκιά και το σκοτάδι άλλωστε ήταν το σπίτι του, μα κι η τροφή του μαζύ. Όπως και νά’χε, όλα τώρα ένα τέλος θά’περναν. Γι’αυτό η πριγκήπισσα κάτι παραπάνω κι από σίγουρη ήταν.

Μια θύελλα από νύχια και δόντια κοφτερά ήταν η επίθεσή της. Κι ένα νιαούρισμα, που ίδιο με βρυχηθμό αιλουροειδούς πολύ πιο σπουδαίου ακούστηκε. Μήτε που πρόλαβε το τέρας απέναντι σ’αυτήν την καταιγίδα να κουνηθεί. Κι όσο η Ζιζή το χτυπούσε, τόσο λιγότερο με τον Άνθρωπο έμοιαζε. Κι ολοένα και πιο αλλόκοτο γινόταν. Αλλά και πιο αδύναμο. Λες κι ένα κομμάτι κουρελιασμένο απ’τη σάρκα του με κάθε νυχιά, πίσω στο σκοτάδι ξανά χανόταν. Μέχρι, που τίποτ’ άλλο πέρ’απ’αυτό δεν απόμεινε. Σκοτάδι. Δίχως τέρας. Κι η ησυχία, που κάθε καταιγίδα ακολουθεί. Μ’ένα νιαούρισμα θριάμβου μονάχα να την σπάζει.

Κι ένας ήχος ακόμα στο νιαούρισμα απάντησε. Και τούτη την φορά το σπάσιμο, μια παρομοίωση απλά δεν ήταν. Η Ζιζή ξανά στο σπίτι της μέσα βρέθηκε. Κι ένας σωρός από γυαλιά σπασμένα είχε την θέση του μαγικού καθρέφτη πάρει. Ευτυχώς, που ήταν αρκετά σβέλτη κι επιδέξια, ώστε να μην επιτράψει σ’αυτά, να την τραυματίσουν.

Και τότε διάλεξε κι ένας ήχος τρίτος στους προηγούμενους να προστεθεί. Κλεδιά στην πόρτα. Η επιστροφή του Ανθρώπου στο σπίτι το δίχως άλλο. Η Ζιζή είχε αρκετό μυαλό, για να καταλάβει, πως θά’ταν καλό απ’τη σκηνή αυτή, ν’αποχωρήσει. Κι όσο πιο γρήγορα μπορούσε μάλιστα. Αντί για τη σωτηρία του ο Άνθρωπος έναν καθρέφτη σπασμένο θά’βλεπε μόνο. Κι αυτό δεν θα το θεωρούσε και τόσο ευχάριστο θέαμα. Μέχρι εκεί εξάλλου το μυαλό του Ανθρώπου φτάνει. Αλλοίμονο!

Μια φουντωτή ουρά περήφανα στον απέναντι διάδρομο να στρίβει, πρόφτασε ο Άνθρωπος, να δει. Προτού αρχίσει, με τρόπο την ίδια στιγμή οργισμένο και κωμικό, να φωνάζει. Έπρεπε η Ζιζή, να μείνει κρυμμένη για λίγο, ωσότου ο θυμός του γι’αυτόν τον παλιοκαθρέφτη, πού’κανε κομμάτια, να τού περάσει. Και μόνο που φώναζε όμως, ήταν δείγμα, πως είχε αρχίσει ξανά τον παλιό του εαυτό να βρίσκει. Άρα η αποστολή της πέτυχε. Απλά θά’πρεπε η πριγκήπισσα μας, για το κατόρθωμά της αυτό ποτέ μπροστά του να μην κομπάσει. Ενοχλητικό σίγουρα. Αλλά κι αναμενόμενο. Καθώς η μοίρα πολλών ηρώων αυτή είναι. Κι αυτό, το μεγαλείο τους ακόμα πιο τρανό το κάνει.

Αφού βρήκε ένα μέρος ασφαλές, την ηρωική της ύπαρξη για να κρύψει, η πριγκήπισσα Ζιζή έγλειψε την ασπρόμαυρη γούνα της. Είχε πολύ σκόνη τελικά μέσα σ’αυτόν το μυστήριο καθρέφτη. Τόσο το καλλίτερο επομένως, που οριστικά τον ξεφορτώθηκε. Για όλους. Και θα το καταλάβαινε αυτό κι ο Άνθρωπος με τον καιρό. Κι ας μην τον άφηνε ποτέ ο εγωισμός του, να το παραδεχτεί.

 Ζούμε σε μια εποχή δύσκολη για πριγκήπισσες. Κι αυτό είν’ όμως, που μας κάνει, ακόμα περισσότερο από κάθε άλλη φορά ανάγκη να τις έχουμε.

(Αφιερωμένο στη δική μου πριγκήπισσα με μαυρόασπρη γούνα, που μ’άφησε νωρίς, μιας κι εκείνη δεν κατάφερε, το δικό της τέρας να νικήσει.)

Κύλιση στην κορυφή