Κάθε φορά που ξεκινάω να γράψω, φοβάμαι.
Σαν να μην θέλω.
Νοιώθω ότι δεν μπορώ.
Ας χορέψω καλύτερα.
Όχι γιατί εκεί είμαι καλή.
Αλλά γιατί εκεί δεν έχει λέξεις.
Ποια είναι η μέθοδός σου, με ρωτάνε.
Η δοκιμή, τους απαντάω.
Και κυρίως, η αποτυχία.
Οι άλλοι δεν σου αναγνωρίζουν το δικαίωμα να αποτύχεις. Ένας λόγος παραπάνω για να το πάρεις μόνη σου.
Δεν το κάνουν επίτηδες. Απλώς χρειάζονται να βλέπουν κάποιον που νικάει πάντα, για να ξεχνάνε τις δικές τους ήττες.
Η παρατήρηση.
Άκου. Πώς συζητάνε όταν περπατάνε; Όταν κάθονται; Όταν βρίσκονται; Όταν είναι μόνοι τους; Μιλάνε όταν είναι μόνοι τους;
Κοίτα. Τι παρατηρείς περισσότερο; Τα χέρια. Πού κάθονται; Πώς κινούνται; Πού σταματάνε; Τα μάτια. Πού πηγαίνουν; Πώς ταξιδεύουν; Η αναπνοή. Βγαίνει εύκολα;
Το σώμα. Στέκεται; Πώς στέκεται; Πηγαίνει; Πού πηγαίνει; Σταματάει; Γιατί δεν σταματάει; Έχει λέξεις; Πώς τις βγάζει;
Η ειλικρίνεια. Τώρα. Τώρα, αυτό έχω. Μετά, μπορεί να έχω κάτι άλλο. Δεν έλεγα ψέμματα πριν. Πριν, έλεγα αυτό που είχα. Τώρα έχω και κάτι άλλο. Ή ίσως, τώρα έχω και κάτι λιγότερο.
Ποια είναι η μέθοδός σου, με ρωτάνε.
Η υπομονή.
Αλλά είναι πολύ νωρίς ακόμη.
Η υπομονή είναι το πιο δύσκολο πράγμα.
Και η εμπιστοσύνη.
Χωρίς υπομονή, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, έτσι κι αλλιώς.
Κάθε φορά που ξεκινάω να γράψω, φοβάμαι.
Σαν να μην θέλω.
Νοιώθω ότι δεν μπορώ.
Ας χορέψω καλύτερα.
Όχι γιατί εκεί είμαι καλή.
Αλλά γιατί εκεί δεν έχει λέξεις.
Άλλος θεός εκεί.
Ο ντε Σαντ λέει “Για μένα, ο τελευταίος λόγος δεν υπάρχει. Δεν μπορεί να ειπωθεί. Μένω πάντα με μία ερώτηση. Μένω πάντα με μία ερώτηση, που μένει πάντα ανοιχτή.”
Τι θα απαντούσε ο Λάρυ του Ο’ Νηλ στον ντε Σαντ του Βάις;
Θα του απαντούσε ότι, το μυστικό για να γίνει η επανάσταση είναι να μην έχεις ερωτηματικά.
Να μην αναρωτιέσαι.
Τόσο ανακουφιστικό να μην αναρωτιέσαι.
Τόσο παρηγορητική η βεβαιότητα.
Δύναμη για το κάθε αύριο που έρχεται.
Και σίγουρα, όχι μέρος της μεθόδου μου.