Το βουνό και η θάλασσα – Ηλέκτρα Σωτηροπούλου – 3ο Βραβείο

Ας γνωρίσουμε την Ηλέκτρα:

Ονομάζομαι Ηλέκτρα Σωτηροπούλου, ζω στην Αθήνα και η συγγραφή, ξεκίνησε για μένα πριν από πέντε περίπου χρόνια. Η ιδέα για το συγκεκριμένο παραμύθι διαμορφώθηκε όταν αποφάσισα να γράψω κάτι που θα μιλά για το ζήτημα της αυτοφροντίδας και κατ΄ επέκταση της ουσιαστικής σύνδεσής μας με τους άλλους ανθρώπους. Πιο συγκεκριμένα, επιθυμούσα κάτι που θα είχε νόημα τόσο στα μάτια των παιδιών, των μελλοντικών ενηλίκων, όσο και των ενηλίκων του σήμερα.

Έτσι λοιπόν, το Βουνό και η θάλασσα, μιλά για την ανάγκη να αποδεχτούμε και να αγαπήσουμε τον εαυτό μας καθώς και το να καταφέρουμε να συνδεθούμε με τους γύρω μας μέσα σε ένα κλίμα κατανόησης και αποδοχής. Φυσικά δε θα μπορούσε να παραληφθεί η διαδικασία την οποία χρειάζεται πολλές φορές να βιώσουμε με σκοπό να ανακαλύψουμε εμάς και έτσι σιγά- σιγά να χτίσουμε αυτό που λέμε αυτογνωσία, αυτοσεβασμό, αυτοεκτίμηση. 

Διότι όταν το βουνό κατάφερε να γνωρίσει τον εαυτό του, μπόρεσε να δουλέψει τα δύσβατα μονοπάτια του και αποδέχτηκε στοιχεία που δυσκολευόταν να αναγνωρίσει, μπόρεσε να αγαπήσει και τη θάλασσα. Και να χαμογελάσει. Λίγο πιο γλυκά, λίγο πιο αληθινά. 

Το βουνό και η θάλασσα

Κάποτε σε ένα μέρος όμορφο και ηλιόλουστο, ζούσε ένα ψηλό βουνό με πολλά- πολλά  στρέμματα στην κατοχή του. Στο τελείωμά του, περνούσε ένα μεγάλο και χαμογελαστό  κομμάτι θάλασσας που το έλεγαν «ποτάμι». Το ποτάμι, αγαπούσε το βουνό και το  θεωρούσε τον καλύτερο φίλο που θα μπορούσε να έχει. Το βουνό, επίσης, αποκαλούσε  το ποτάμι «θάλασσα, φίλη μου».  

Ωστόσο, ενώ θα μπορούσε και εκείνο να χαμογελά το ίδιο συχνά , ήταν σχεδόν πάντα  λυπημένο. Όσο και αν περνούσαν οι μέρες και το βουνό ξυπνούσε λέγοντας «Σήμερα,  θα είμαι χαρούμενο!», τόσο λυπημένο ήταν μέχρι να δύσει ο ήλιος. 

-Τι να είναι αυτό που κάνει το βουνό στεναχωρημένο; ρωτούσε το ποτάμι τον ήλιο. 

-Μακάρι να μπορούσα να μάθω και τότε θα το βοηθούσα να γίνει καλά. Ούτε το ίδιο  όμως δεν ξέρει, απαντούσε ο ήλιος βγάζοντας έναν δυνατό αναστεναγμό. 

Η αλήθεια ήταν ότι το βουνό, πάντα ήθελε να μοιάζει στη θάλασσα. Η γαλαζοπράσινη  θάλασσα με τα κρυστάλλινα σαν ψεύτικα νερά έρεε μπροστά του και αντανακλούσε το  χρυσό-πορτοκαλί φως του ήλιου. Πάντα αναδυόταν από εκείνη μια γλυκιά μυρωδιά  και έδειχνε τόσο όμορφη όπως ένας προσεγμένος πίνακας ζωγραφικής.  

Ακόμα και τις ημέρες που έμοιαζε αναστατωμένη παίρνοντας ένα σκούρο μπλε  χρώμα…ακόμα και τότε έμοιαζε ελκυστική. Αυτό, γιατί αν και θυμωμένη, τα κύματά  της έκλειναν σαν λευκό, απαλό, καθαρό βαμβάκι.  

Το βουνό, παρατηρούσε όλη αυτή την ομορφιά να διασχίζει το κομμάτι της γης που  βρισκόταν ακριβώς στα πόδια του και ένιωθε άβολα με αυτό που ήταν εκείνο, δηλαδή  με τον εαυτό του.  

Ήταν ένα πανύψηλο με μεγάλη έκταση βουνό που όμως μόνο σε λίγα κομμάτια του  είχε δέντρα και βλάστηση. Άλλες εκτάσεις του σκεπάζονταν από ένα σκούρο καφέ  χώμα με πολλές πέτρες και ένα δρόμο όλο εμπόδια.  

Στην πραγματικότητα, οι εκτάσεις με τις άβολες για περπάτημα πέτρες και την άγονη γη κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του. Κάθε χρόνος που περνούσε, αυτό το κομμάτι  έπαιρνε το μέρος της βλάστησης και των χρωμάτων. Το βουνό αναρωτιόταν κοιτώντας  το γαλάζιο ουρανό «Πως είναι δυνατόν η θάλασσα να έχει τόσο όμορφα στοιχεία πάνω  της και εγώ να χάνω ακόμα και από τις λιγοστές μου ομορφιές»; 

Αυτή η κατάσταση όλο και χειροτέρευε. Το βουνό παρατηρούσε αποσβολωμένο τη  θάλασσα που περνούσε με το φρέσκο νερό, τη θετική στάση και την ασύγκριτη  ομορφιά της. Έπειτα, αισθανόταν μοναξιά. Πίστευε πως είναι άσχημο και κάθε φορά  που σύγκρινε τον εαυτό του με τη φίλη του πάντα ένιωθε πως έχανε. 

Πολλά ήταν τα απογεύματα που ενώ ο ήλιος έδυε ακριβώς πίσω του κάνοντάς το να  μοιάζει πιο φωτεινό και πολύχρωμο από ποτέ, το βουνό επέλεγε να παρατηρεί τη  θάλασσα που δανειζόταν για λίγο το πορτοκαλοκόκκινο χρώμα του ήλιου και το  έμπαζε μέσα στα νερά της. Στα δικά του μάτια, εκείνη τη στιγμή, αυτή έμοιαζε  εκθαμβωτική.  

Και ο καιρός περνούσε.

Και το βουνό μαράζωνε..και μαράζωνε ώσπου ήρθε εκείνη η μέρα που αποφάσισε πως  έπρεπε να κάνει επιτέλους κάτι! 

Τότε, ζήτησε από τον ουρανό να του δώσει ένα όμορφο ρυάκι που θα αποτελούνταν  από νερό το οποίο θα δανειζόταν από τη θάλασσα. Η κρυφή του σκέψη όμως ήταν πως  αν είχε κάτι από τη δική της ομορφιά, τότε θα γινόταν τόσο καλός σαν εκείνη, ίσως  και λίγο καλύτερός της.  

Η ευχή του έγινε πραγματικότητα και έτσι ένα μεγάλο ρυάκι περνούσε στις παρυφές  του βουνού κανοντάς το, έστω και για λίγο, να χαμογελά με την καρδιά του. Η θάλασσα  με ενθουσιασμό και ειλικρινή χαρά του είπε: «πόσο όμορφο είσαι βουνό! Πάντα είχες  πολλές ομορφιές αλλά τώρα που πρόσθεσες και υδάτινη περιοχή, είσαι ζηλευτό!». 

Για μερικά δευτερόλεπτα, ένιωσε κακία για τη φίλη του. Πίστεψε πως ξεστόμισε αυτές  τις κολακείες διότι γνώριζε πως θα παρέμενε εκείνη για πάντα πιο ζηλευτή, ότι και να  έκανε αυτό… Αποφάσισε όμως να κρύψει καλά κάπου μέσα στο σώμα του αυτές τις  περίεργα άσχημες σκέψεις και απλά να χαρεί αυτό που είχε πετύχει. 

Η χαρά του ήταν τεράστια! Ένιωθε πως πλησιάζει την ομορφιά της θάλασσας, πως  επιτέλους θα γινόταν και εκείνο κάτι όμορφο και θελκτικό που δεν θα αφήσει  περιθώρια να αμφισβητηθούν ξανά τα δικά του χαρακτηριστικά.  

Οι μέρες διαδέχονταν η μία την άλλη, ωστόσο, το βουνό δεν περιποιήθηκε καθόλου το  ρυάκι. Δεν του απηύθυνε το λόγο, δεν το φρόντιζε και μάλλον δεν το δέχτηκε στην  πραγματικότητα ποτέ ως μέρος του εαυτού του. Σα να είχε επαναπαυθεί.  

Ένα κάπως συννεφιασμένο πρωινό, η θάλασσα έβγαλε σε ένα μικρό κομμάτι παραλίας  που δέσποζε απέναντι από το βουνό, κάποια περίεργα μα πανέμορφα κοχύλια. Χρόνια  τα φιλοξενούσε στα άδυτά της και της έκαναν παρέα. Πάνω στη χρυσή και  πεντακάθαρη άμμο λοιπόν, φάνηκαν κάποια μεγάλα, κάποια πιο μικρά και κάποια  ακόμα μικρότερα κοχύλια. Είχαν χρώματα λαμπερά και πρωτότυπα. Κάποια ήταν  άσπρα ή χρυσά, άλλα χρωματιστά με λευκές ρίγες, άλλα γαλάζια ή ροζ με μία γυαλάδα  σαν τη χρυσόσκονη μιας νεράιδας και άλλα μπλε με ένα τόνο πιο σκούρο από το δικό  της χρώμα. Μερικά από αυτά, δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο σχήμα ούτε παρέπεμπαν  βλέποντάς τα κάποιος στα γνωστά σε όλους μας κοχύλια. Ήταν διάφανα. Και αυτό τα  έκανε ακόμα πιο ξεχωριστά. Ανάλογα με το μέρος που στέκονταν, έπαιρναν το χρώμα  της επιφάνειας στην οποία βρίσκονταν! 

Το βουνό, όταν αντίκρυσε αυτή την ομορφιά, θύμωσε. Ένα βάρος εισέβαλε στην ψυχή  του όταν είπε πως «εκείνη, η θάλασσα, ήταν τελικά ‘το ιδανικό’». Το ίδιο, όση  προσπάθεια και αν κατέβαλε, θα παρέμενε ένα άγονο μέρος με μεγάλες πέτρες και  χώμα. Αντιθέτως, εκείνη, όση ομορφιά κι αν έδειχνε, άλλη τόση έβγαζε σε ανύποπτο  χρόνο.  

«Ευτυχώς που έχω έστω αυτό το μικρό και ανούσιο ρυάκι», σκέφτηκε και γύρισε να  το κοιτάξει μετά από πάρα πολύ καιρό.  

Το ρυάκι όμως είχε μαραζώσει. Σχεδόν όλο το νερό είχε στερέψει και είχε χάσει το  χρώμα και την σπιρτάδα του. 

-Τι έπαθες και εσύ τώρα, μου λες; είπε με φωνή βροντερή το βουνό και συνέχισε, όλα  άσχημα είναι τελικά εδώ πέρα. 

Το ρυάκι με όση δύναμη του είχε απομείνει αποκρίθηκε: «δεν με αγάπησες, δεν με  πίστεψες, δεν με αποδέχτηκες, δεν με φρόντισες ποτέ». Τα λόγια του όμως δεν έφτασαν  ποτέ στ’ αυτιά του βουνού, το οποίο απελπισμένο για μία ακόμα φορά έβλεπε τη  θάλασσα και τα κοχύλια να συνομιλούν με διάθεση φανερά καλή! 

«Αφού το ρυάκι δε με βοήθησε, θα βρω και εγώ να κάνω κάτι άλλο», είπε κοιτώντας  τον ουρανό και συνέχισε δυνατά αυτή τη φορά. 

-Βλέπεις ότι και το ρυάκι ακόμα με πρόδωσε. Σε παρακαλώ, προσεύχομαι για σένα και  σου ζητώ να μου προσφέρεις δέντρα! Δέντρα ψηλά, καμαρωτά με πράσινο, σχεδόν  βελούδινο φούντωμα.  

Ο ουρανός, θέλοντας να τον βοηθήσει, πείστηκε.  

Και το άλλο πρωί, μια τεράστια έκταση, κοντά στη θάλασσα, γέμισε με πανέμορφα  δέντρα. Και το βουνό, καμαρωτό, τα θαύμαζε.  

Η θάλασσα, τον καλημέρισε, θαύμασε για λίγο τα δέντρα και συνέχισε την πορεία της. 

«Δεν έδωσε πολύ σημασία στα δέντρα μου, άρα ζηλεύει.» σκέφτηκε «Δεν με  ενδιαφέρει. Εγώ είμαι ξανά όμορφο» είπε παρακολουθώντας την ψεύτικη αντίπαλό του  να διαβαίνει λάμποντας τα πάντα στο διάβα της.  

Τότε, λίγα λεπτά μάλλον αργότερα, πρόβαλε ένα περίεργο πλάσμα, θαρρείς άντρα τον  έλεγαν του είχε πει ο παππούς του, ο οποίος ξάπλωσε ανάμεσα στα δέντρα για να  ξαποστάσει. 

-Αυτά τα δέντρα είναι τόσο όμορφα, αλλά δείχνουν μαραζωμένα, όπως και αυτό το  πανέμορφο ρυάκι, σαν να ζητούν να φύγουν από δω. Μα καλά, πόσο κουτός είναι αυτός  στον οποίο ανήκουν για να μην τα φροντίζει;  

-Καλά θα κάνεις να προσέχεις τις κουβέντες που ξεστομίζεις, άγνωστε, ακούστηκε μία  δυνατή φωνή.  

Ο άντρας, φανερά αναστατωμένος, πετάχτηκε όρθιος ενώ από τον τρόπο που γρήγορα  σηκώθηκε σκόνταψε σε μια μεγάλη πέτρα.  

-Ποιος μου μιλάει; ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. 

-Εγώ. 

Αποκρίθηκε το βουνό, το οποίο σχεδόν σείστηκε από τη δύναμη. -Και ποιος είσαι εσύ, που δεν μπορώ να δω λοιπόν; 

-Είμαι το βουνό που πατάς και θα ήταν φρόνιμο να μην ρίχνεις κατηγόριες σε κανέναν  αν δεν τον γνωρίζεις καλά.  

-Μα αν είσαι το βουνό, τότε σε σένα ανήκουν όλες αυτές οι ομορφιές!

Το βουνό έριξε τον τόνο στη φωνή του, περιεργάστηκε το ανθρώπινο πλάσμα και τα  τελευταία λόγια του. Aποφάσισε να του μιλήσει. Είχε πολύ καιρό να μπει σε διάλογο  και ένιωθε εκείνη τη στιγμή πως το είχε ανάγκη.  

-Αχ, δεν σου κρύβω τη χαρά μου για τα τελευταία σου λόγια άντρα, ωστόσο, ομορφιές  εδώ πάνω αντικρύζεις μονάχα εσύ. 

Κάπως έτσι ξεκίνησε ένας μεγάλος διάλογος που διήρκησε ώρες και μετά μέρες και  μετά βδομάδες ολόκληρες. Ο άντρας, άκουγε προσεκτικά ότι του ανέφερε το βουνό και  το βουνό άνοιξε για πρώτη φορά την καρδιά του ξεδιπλώνοντας όλες τις σκέψεις και  τα συναισθήματα που βίωνε. Στιγμή δεν σκέφτηκε πως θα μπορούσε και εκείνος να τον  πληγώσει. Αντικρίζοντας τα δυο μάτια γεμάτα στοργή και απόλυτη αφοσίωση,  αφέθηκε και ξεδίπλωσε ακόμα και τις πιο δύσβατες και περίπλοκες σκέψεις του.  

-Αν δεν ποτίσω τις γλάστρες μου, τότε τα λουλούδια που έχουν μέσα ξεραίνονται. Αν  δεν φροντίσω το γρασίδι στον κήπο μου, θα μαραθεί και δεν θα είναι πια πράσινο και  όμορφο. Αν δεν ταΐσω τα ζώα μου, θα φάει το ένα τ’ άλλο. Αν όμως συμβούν αυτά τα  δεινά , θα είναι γιατί εγώ δεν τα δέχτηκα ποτέ εδώ…στην καρδιά μου, είπε ο άντρας  δείχνοντας την αριστερή πλευρά του σώματός του, κοντά στο στήθος του.  

-Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να μου δείξεις άντρα, είπε το βουνό με πραγματική απορία.  

-Όταν αναγνωρίζεις την ομορφιά σε κάτι, έχεις την επιλογή να το βάλεις στην καρδιά  σου. Αν το βάλεις στην καρδιά, μπορείς να το αποδεχτείς. Αν το αποδεχτείς, μαθαίνεις  να τ’ αγαπάς και τότε ακόμα και το αδύνατο, αυτό που δεν θωρείς, γίνεται ορατό,  απάντησε ο άντρας υψώνοντας το κεφάλι και προσφέροντας ένα μεγάλο χαμόγελο.  

Το βουνό στάθηκε για λίγο. Πολλές σκέψεις τον κατέκλυσαν μέχρι που κατάλαβε πως  θα έβρισκε την δική του προσωπική ευτυχία μόνο όταν θα αγαπούσε και θα αποδεχόταν  όλα τα κομμάτια του εαυτού του. Ακόμα και εκείνα τα χωμάτινα με τις πέτρες. Τότε  και αυτά θα έπαιρναν δύναμη, ομορφιά και ζωντάνια. 

«Ήταν και αυτά μέρος του εαυτού του. Εξάλλου, τα πάντα κρύβουν κάτι όμορφο.  Αρκεί να το παρατηρήσει!». Αυτές ήταν οι τελευταίες κουβέντες του άντρα πριν  επιβιβαστεί στη μικρή βάρκα και αποχωρίσει από το βουνό με τη βοήθεια της θάλασσας.  

Όσο αυτές οι σκέψεις γύριζαν μέσα στο μυαλό του παίρνοντας πια σχήμα στην καρδιά  του, τόσο οι γόνιμες εκτάσεις του έβγαζαν δέντρα και γέμιζαν βλάστηση. Ταυτόχρονα,  ωστόσο, το ρυάκι και τα βελούδινα πράσινα δέντρα, δώρο του ουρανού, εξαφανίζονταν. 

Δεν τον πείραζε καθόλου! Άλλωστε, δεν τα χρειαζόταν πια.  

Είχε τους φίλους του. Τη θάλασσα, τον ήλιο, τον ουρανό, την άμμο, τα κοχύλια, μα  πάνω απ’ όλα είχε τον εαυτό του που έμαθε να τον σέβεται και να τον αγαπά. Και τότε  το μεγαλύτερο δώρο ήρθε. Αγάπησε αληθινά και τους φίλους του.

Scroll to Top