Τα ιπτάμενα πινέλα – Άννα Μακαντάση – 1ο Βραβείο

Ας γνωρίσουμε την Άννα :

Η Άννα Μακαντάση γεννιέται στη Θεσσαλονίκη μια Κυριακή με πολλή ζέστη. Μεγαλώνει εκεί, σπουδαζει, αλλάζει πόλεις, ταξιδεύει, συναντά ανθρώπους, κάνουνε σχέδια… Δασκάλα στο δημοτικο όταν χρειάζεται, αλλά μουσικός στην ψυχή! Τα 《ιπτάμενα πινέλα》 είναι η πρώτη προσπάθεια συγγραφής παραμυθιού, μες στο οποίο ανακατεύονται θάλασσες και φαράγγια μ΄ αέρα ανεμελιάς κι ελευθερίας • ανησυχίες κι αστέρια με τρυφερές σχέσεις που ανθίζουν στην αλληλεγγύη • μελωδίες, χρώματα και όνειρα που συνθέτουν έναν άλλο κόσμο.

Τα ιπτάμενα πινέλα

1* Ήτανε κάποτε ένα παραμύθι
Που τριγυρνούσε εδώ κι εκεί
Απ’ την Ινδία, Ανδαλουσία,
Νησί του Πάσχα και Αφρική.

Μέσα από θάλασσες κι από
ποτάμια
Φαράγγια, λίμνες, βουνοκορφές
Με τον αέρα μέσα απ’ τ’ αστέρια
Χάραζε ευχάριστες διαδρομές.

Το παραμύθι, το παραμύθι…

Ένας κεφάτος, γλυκός
τροβαδούρος,
Που ταξιδεύει μ’ ιδέες πολλές,
Με ιστορίες, τρελές και
φευγάτες,
Για τα παιδιά, για γέρους, για
εργάτες.

Και για τον ήλιο, τη γη και τη
φύση,
Την ανατολή, μα και τη δύση
Πλανήτες, άστρα, κομήτες,
πουλιά,
Όνειρα άπιαστα κι ουτοπικά.

Το παραμύθι, το παραμύθι…

Όποιος το διάβαζε ανησυχούσε,
Έτρεχε, έπαιζε και ξενυχτούσε,
Παρέες έκανε κι όλο γλεντούσε
Στον ήλιο έβγαινε, χαμογελούσε.

Με λόγια απλά, που τόσο
μετράνε,
Τόσο απλά γιατί ξέρουν που
πάνε,
Που θα αράξουν, Αν θα
πετάξουν,
Και τα νερά θα μας
αναταράξουν.

Ήταν κάποτε ένα παραμύθι που τριγύρναγε από τόπο σε τόπο, από πόλη σε χωριό, από βουνά σε θάλασσες, φαράγγια, πεδιάδες, λίμνες, ποτάμια, ουρανό και γη. Ταξίδευε από στόμα σε στόμα, από χέρι σε χέρι…

Όποιος το άκουγε ζωντάνευε, ανησυχούσε, άλλαζε και 
άρχισε να κάνει αλλόκοτα πράγματα. Όσα παιδιά το διάβαζαν, ήθελαν να σταματήσουν το σχολείο και τρέχανε
όλη μέρα στις πλατείες. Αλλά, ακόμα κι οι μεγάλοι παρατούσαν τις δουλειές τους και έβγαιναν στους δρόμους να παίξουνε και να απολαύσουν τον ήλιο.* 1

Πολύ γρήγορα η κατάσταση αυτή, απασχόλησε τις ΑΡΧΕΣ. Το παραμύθι κρίθηκε ένοχο. Καταζητείται για διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας κάθε πόλης και χωριού!

Μια μέρα με ήλιο και αέρα, το παραμύθι 
καμουφλαρίστηκε καλά-καλά και βγήκε βόλτα σε μία πλατεία.

Σε λίγα λεπτά το ανακάλυψαν κάποια παιδιά κι άρχισαν να το
διαβάζουν συνωμοτικά. Δυστυχώς όμως… πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό από τις ΑΡΧΕΣ… Ακολούθησε μεγάλο κυνηγητό… Το παραμύθι έφυγε τρέχοντας, μα πάνω στη βιασύνη του, δεν έκλεισε καλά, και ξεγλίστρησε από μέσα του ένα… πινέλο!!!

Το άτακτο πινέλο, βρέθηκε στη μέση ενός πάρκου, 
ζαλισμένο, με ένα χτύπημα στο κεφάλι. Πάνω στην αναταραχή, το βρήκε ένα παιδί και το έβαλε στην κασετίνα του, μαζί με άλλα πινέλα, μολύβια, γόμες και ψαλίδια…

Με το που έκλεισε το φερμουάρ, το τάραξαν στις 
ερωτήσεις… Ποιος είσαι; Από πού έρχεσαι; Πώς βρέθηκες ανάμεσα μας; Αλλά αυτό… δεν ήξερε να απαντήσει… Δε θυμότανε τίποτε… τίποτε απολύτως… *2

2* Τι ζαλάδα τι κακό, τι να πω τι να σκεφτώ,
Έπεσα κι έχω ξεχάσει, σε τι μέρος έχω φτάσει;
Μπέρδεμα δε βρίσκω λύση, ποιοι είστε εσείς; Που πέφτει η δύση;
Μη μου λέτε πώς και τι, δε γνωρίζω το γιατί

Δε θυμάμαι, δε θυμάμαι ποιος να είμαι και τι να ‘μαι
Τίποτα δε με αφήνει λεύτερη να ‘χω τη μνήμη,
Είναι τώρα αυτό που ζω
Κάτι που το θέλω εγώ;

3* Νέο φίλο αν γνωρίσω,
Πιο μπροστά θα προχωρήσω,
Η παρέα είναι ιδέα,
Θα μας ταίριαζε ωραία.

Δες εκείνο το χοντρό,
Που γλιστράει στον ουρανό,
Και η φουντωτή τη φάση;
Ο πλακέ θα φέρει δράση.

Τρεις τριχούλες έχει ο άλλος,
Στη λεπτομέρεια μεγάλος,
Είναι τόσο δα λεπτός,
Μα μου φαίνεται σοφός.

Η παρέα είναι ιδέα,
θα μας ταίριαζε ωραία,
σκέψεις κι όνειρα διπλά,
τα προβλήματα μισά.

Έτσι λοιπόν, προσαρμόστηκε κακήν κακώς στην καινούρια πραγματικότητα. Σχολείο, μπλοκ ζωγραφικής, χεράκια να το αρπάζουν και να το τσαλαβουτάν στα χρώματα… Αλλά είχε μία ανησυχία… Ήθελε να θυμηθεί, ποιο είναι, τι έκανε πριν βρεθεί σ’ αυτή την κασετίνα… Άσε που είχε βαρεθεί να ζωγραφίζει σπιτάκια ! Πολλές φορές ήθελε να ξεφύγει… Αφηνόταν να κυλήσει πάνω στο θρανίο μέχρι να φτάσει στην άκρη του, και να σωριαστεί στο πάτωμα… Άλλες κουτρουβαλούσε κάτω από τη βιβλιοθήκη, ή πίσω απ’ το κρεβάτι, και καθότανε εκεί μέρες… Όμως, μάταια… Δε μπορούσε να θυμηθεί τίποτα… Τίποτα τίποτα ΤΙΠΟΤΑ!

Μια μέρα με καθαρό ουρανό και λαμπερό ήλιο, μια παρέα 
παιδιών έκανε μία μεγάλη ζωγραφιά. Σχεδίασαν όλα μαζί τα όνειρα τους. Εκεί το Άτακτο Πινέλο, γνώρισε και συναναστράφηκε διάφορων ειδών πινέλα… Χοντρά, λεπτά, πλακέ και φουντωτά! Γνώρισε κι ένα πολύ λεπτό πινέλο, που είχε σχεδόν 3 τρίχες, και ζωγράφιζε μόνο τις λεπτομέρειες. Αυτό είχε πολλά να πει, μιας και τις περισσότερες ώρες, ρέμβαζε… Περίμενε υπομονετικά να έρθει το τέλος για να κάνει τη λεπτομερή δουλειά του. Τα δύο πινέλα ταίριαξαν εξαιρετικά! Ζωγράφισαν παρέα, με όλη τους την τέχνη, τα πολύχρωμα παιδικά όνειρα… Το άτακτο πινέλο ήταν τόοοσοοο χαρούμενο για την καινούρια γνωριμία ! *3

Αφού καλλιτέχνησαν, τα δύο πινέλα, πήγαν για ένα 
ξέπλυμα, και βυθίστηκαν σ’ ένα ποτήρι νερό. Το λεπτό πινέλο άρχισε να λέει συνωμοτικά μία ιστορία… «Επ εσύ καινούριε! Θυμάσαι ένα Παραμύθι που είχε περάσει από εδώ και είχε τρελάνει τους πάντες και τα πάντα; Φήμες λένε ότι πια περιπλανιέται δυστυχισμένο… Ψάχνει, λέει κάποιο πινέλο που ξεγλίστρησε απ’ τις σελίδες του πάνω σ’ ένα κυνηγητό με τις ΑΡΧΕΣ… και κάτι τέτοια περίεργα… Γνωρίζεις κάτι;»

Το Άτακτο πινέλο προσπάθησε και πάλι να θυμηθεί… και 
τότε… μία έκλαμψη το διαπέρασε σαν κεραυνός!!!

4* Το μυαλό μου πήρε φόρα,
Ήρθαν νέες σκέψεις τώρα,
Η φούντα μου πήρε φωτιά,
Κι εκτοξεύομαι ψηλά,

Είμαι ιπτάμενο πινέλο,
Ξέρω πια σου λέω τι θέλω


Ψάχνω για το παραμύθι,

Το κουκί και το ρεβύθι,
Μ’ έχει πιάσει μια μανία,
Ψάχνω για την ουτοπία.

Είμαι ιπτάμενο πινέλο,
Ξέρω πια σου λέω τι θέλω

Φίλοι φίλες μην αργείτε,

Γρήγορα οργανωθείτε,
Το έφερε η ζωή μοιραία,
Να πετάξουμε παρέα.

Είμαι ιπτάμενο πινέλο

ξέρω ποια σου λέω τι θέλω (x3)
Κάνω σύναξη πινέλων!

Άρχισε να νιώθει το σώμα του κύτταρο προς κύτταρο. Κάθε ίνα του ξύλου, μα και κάθε τρίχα του. Έστυψε το μυαλό του να θυμηθεί… Ξαφνικά… μια έκρηξη… Εκτοξεύθηκε σαν πύραυλος στον ουρανό. Μπορούσε να πετάξει! Μα βέβαια! Θυμήθηκε όλη την ιστορία… Κάποτε ζούσε στην κοινωνία των ιπτάμενων πινέλων!!! *4

Το Άτακτο Πινέλο δεν έχασε λεπτό! Οργάνωσε ένα συμβούλιο πινέλων. Τους είπε την ιστορία του. Άλλα συνέχισαν να ζωγραφίζουν αδιάφορα, λες και δεν άκουσαν
τίποτα… Άλλα φοβήθηκαν την αναστάτωση και κρύφτηκαν πίσω απ’ τις παλέτες… Άλλα θύμωσαν τόσο πολύ που τους χάλασε την ηρεμία, και φώναζαν ότι αν συνεχίσει με τις τρέλες θα καλέσουν τις ΑΡΧΕΣ… Για καλή του τύχη όμως, υπήρχαν κι αυτά τα πινέλα, τα πιο αυθόρμητα, τα πιο τολμηρά, τα πιο ελεύθερα πνεύματα βρε παιδάκι μου, που ήθελαν σαν τρελά να πετάξουν και να ψάξουν αυτό το περιπλανώμενο παραμύθι…

Μια και δυο, δημιουργήθηκε μία μικρή ομάδα, η οποία σε 
χρόνο ρεκόρ εκπαιδεύτηκε στην εκτόξευση! Σε μερικά λεπτά ο ουρανός μετατράπηκε σε έναν καμβά ζωγραφικής γεμάτο σχέδια και χρώματα.. Όσοι έβλεπαν αυτό το θέαμα είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό! Το νέο κυκλοφόρησε γρήγορα… έγινε είδηση!

Μιλάγανε γι αυτό στους δρόμους, στις πλατείες και στα 
μαγαζιά, νέες, γέροι και πουλιά… Παιδιά, μέλισσες και πεταλούδες.. Κασετίνες και μολύβια, γόμες, ξύστρες και μυρμήγκια!!!

Έφτασε στα πεταχτά, και στου παραμυθιού τ’ αυτιά! 
Μια αγωνία διαπέρασε όλες τις σελίδες του μία προς μία… «Δε μπορεί… Αυτά θα πρέπει να είναι τα καμώματα του Άτακτου Πινέλου», σιγοψιθύρισε… Πλησίασε σιγά- σιγά την εναέρια ζωγραφιά, και κρύφτηκε πίσω από ένα σύννεφο προσπαθώντας να παρατηρήσει πρόσωπα και πράγματα… Θαμπώθηκε απ’ τα χρώματα.. Ήταν μαγευτικά.. Και τότε… ένα δάκρυ κύλησε με συναισθήματα πολλά…

5* Ξέρω που είναι το παραμύθι,
Είναι στο δρόμο και στα βουνά,
Είναι στη θάλασσα, σε μια
σπηλιά,
Είναι στ’ αγέρι το μεσημέρι.

Θαρρείς κυλάει σ’ ένα ρυάκι

Θαρρείς πώς πέφτει με τη βροχή
Θαρρείς πετάει μ’ ένα κοτσύφι
Θαρρείς σκορπάει με τη μουσική.

Το παραμύθι, το παραμύθι..


Είναι παντού, είναι παντού,

Έξω απ’ τον φόβο του κόσμου
αυτού,
με το πινέλο ενός παιδιού,
μες στη βαλίτσα ενός τρελού

Είναι και μέσα μας κι έχει χτιστεί

Από το όνειρο για τη ζωή
Μια ιστορία που όλο τρέχει,
Αρχή και τέλος ποτέ δεν έχει

Το παραμύθι, το παραμύθι..

Το δάκρυ που παραμυθιού σκόρπισε στον ουρανό και μια σταγόνα βρήκε κατακούτελα το Άτακτο Πινέλο.. Πάνω σ’ εκείνη τη στιγμή που σαν μαέστρος ενορχήστρωνε τους χρωματιστούς πυραύλους σε μια χαρμόσυνη μελωδία απελευθέρωσης… Γύρισε αμέσως και κοίταξε προς τα επάνω… Το είδε. Ήταν εκεί ψηλά.. Ήταν το παραμύθι που έψαχνε.. Έδωσε το σύνθημα και όλα τα πινέλα- πύραυλοι έτρεξαν κατά πάνω του. Μπήκαν γρήγορα μέσα του, και πέταξαν μακριά.. Απαλά, ανέμελα κι ελεύθερα…

Το παραμύθι αυτό είχε τίτλο: Τα ιπτάμενα πινέλα. Αναφερόταν σ’ ένα τόπο που τα πινέλα μπορούσαν να ζωγραφίζουν ελεύθερα ιστορίες, τοπία, πλανήτες και όνειρα. Αυτά είναι τα πινέλα που έρχονται και χρωματίζουν στον ύπνο μας τα μεγάλα μας όνειρα για έναν άλλο κόσμο…

Scroll to Top