ο Πέτρινος Βασιλιάς – Σοφία Ξενέλλη – 2ο βραβείο

Ας γνωρίσουμε την Σοφία :

Η Σοφία Ξενέλλη γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε Αρχαιολογία γιατί οτιδήποτε  σημαντικό βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια, και Ιστορία της Τέχνης γιατί οι πιο  ενδιαφέρουσες ιστορίες έχουν χρώματα. Έζησε δύο χρόνια στην Θεσσαλονίκη, όπου  ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της Μουσειολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμού. Η επιστροφή  της στην Αθήνα συνδυάστηκε με τη δεύτερη, πιο ώριμη πια, επαφή της με τη Θεωρία και  Ιστορία της Τέχνης στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος της Καλών Τεχνών. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της σιγουρεύτηκε ότι πάντα θα έχει περισσότερες ερωτήσεις  απ’ ότι απαντήσεις και ότι αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό. Αγαπούσε από μικρή τις  ιστορίες αντικειμένων. Χρειάστηκε να μεγαλώσει για να αντιληφθεί ότι τις αγαπάει επειδή ο  πυρήνας τους είναι πλασμένος από ιστορίες ανθρώπων. Έχει συμμετάσχει στο συλλογικό  έργο «Η κρυφτή γυναίκα. Μικρές ιστορίες για το νησί της Ερεσού», όπου είχε την ευκαιρία  να ενώσει την φαντασία με την πραγματικότητα με αφορμή την Ερεσό απ’ όπου κατάγεται.  Δραστηριοποιείται στον χώρο της επιμέλειας εκθέσεων και προώθησης καλλιτεχνικών  επιδιώξεων.

Ο πέτρινος βασιλιάς

Μια φορά και χίλιους καιρούς …από αυτούς που μελετάνε αλχημιστές κι αστρονόμοι,  αφηγούνται οι ιστορικοί και κοροϊδεύουν οι παραμυθάδες, ήταν μια μικρούλα παραλία. Είχε  άμμο χρυσή και κύμα, άλλοτε ήρεμο κι άλλοτε άγριο, να σκάει στο κορμί της. Ο ήλιος και οι  κόρες του οι ηλιαχτίδες κάθε μέρα τη χάιδευαν και την κανάκευαν. Της μουρμούριζαν λόγια  που δεν καταλάβαινε, μα την έκαναν να χαμογελάει. Περισσότερο απ’ όλα απολάμβανε την φίλη της την Κυμοθόη, την έβδομη από τις κόρες του ήλιου, την πιο μικρή και σκανδαλιάρα. Στην Κυμοθόη άρεσε πολύ να σπάει πλάκα με τα κύματα. Κάθε πρωί, όσο οι αδερφές της  ετοίμαζαν τον χρυσοκέντητο θρόνο του πατέρα εκείνη, διοργάνωνε αγώνες δρόμου με τα  κύματα, και κάθε μέρα τους έλεγε: «Μην διστάζετε καλά μου, σήμερα είμαι κάπως  κουρασμένη, δεν θα τρέξω τόσο γρήγορα!». Κι όμως κάθε φορά τα κέρδιζε , πιο γρήγορα από  εκείνα έτρεχε ακόμα κι αν προσπαθούσε λίγο φρένο να βάζει για να μην τα κακοκαρδίσει.  Ήταν η φύση της βλέπετε τέτοια. Τα κύματα θύμωναν και έσκαγαν με φούρια πάνω στην  άμμο, κι η παραλία μας έσκαγε στα γέλια με τα χουνέρια που τους έκανε η φίλη της.  

Κι έτσι, ευχάριστα περνούσαν οι μέρες για τη παραλία , με παρέα της τις ηλιαχτίδες , τους  γλάρους κι άλλα τόσα ψάρια και θηλαστικά. Και μιας και είπαμε θηλαστικά ..μια μέρα στην  παραλία εμφανίστηκε κι άλλο ένα που δεν είχε δει ποτέ ξανά…ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος  λοιπόν, δεν ζούσε στην παραλία αλλά την επισκεπτόταν πολύ συχνά. Εκείνη χαιρόταν γιατί  σκεφτόταν πως κέρδισε ακόμα έναν φίλο και απλόχερα του χάριζε τα θαλασσινά της για το  τραπέζι του. Από τους γλάρους μάλιστα, που ταξιδεύαν γύρω γύρω – κι ήταν εδώ που τα λέμε  και λίγο κουτσομπόληδες – μάθαινε, πως ο άνθρωπος λίγο πιο μακριά από τη θάλασσα έχτιζε  βασίλειο μεγαλόπρεπο! Το μόνο που στεναχωρούσε τη παραλία μας ήταν ότι με τον ερχομό  του ανθρώπου η φίλη της η Κυμοθόη περιόρισε λίγο τα παιχνίδια της και τα έκανε στα κρυφά  , γιατί δεν θα εμπιστευόταν ποτέ, όπως έλεγε , ένα θηλαστικό που δεν του έφτανε η θάλασσα  που το γέννησε, μα ήθελε και τη γη να κατακτήσει. Έτσι, ξίνιζε το μουτράκι της κάθε φορά  που έβλεπε τους ανθρώπους και έβαζε τα δυνατά της να λάμπει πιο πολύ, να τους τυφλώνει  με το φως της και να κρύβεται με ασφάλεια πίσω από αυτό. 

Μια μέρα, σαν όλες τις άλλες δηλαδή.. μα ίσως κι όχι , γεννήθηκε στο βασίλειο ένα παιδί, ένας πρίγκιπας. Οι μάντεις του βασιλιά είχαν ήδη μιλήσει για την έλευση ενός λαμπερού  παιδιού που θα έφερνε αλλαγές. Τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα στο βασίλειο και από στόμα σε  στόμα η ιστορία για τη γέννηση του πρίγκηπα έπαιρνε όλο και μεγαλύτερη αίγλη. Όλοι  μιλούσαν για παιδί με λάμψη και απαράμιλλη ομορφιά. Πολλοί μάλιστα πίστευαν πως στο  παιδί κυλούσε αίμα θεϊκό , πως ήταν απόγονος θεού και όχι κοινού βασιλέα , έτσι μονάχα  μπορούσε να εξηγηθεί το παρουσιαστικό του. 

Μέγας θαυμασμός λοιπόν περιέβαλε τον πρίγκηπα, ήδη από τη γέννησή του, κι αν οι  προηγούμενοι πρίγκιπες μεγάλωναν στα πούπουλα εκείνος μεγάλωνε στα ουράνια, με τόση  υπερβολή που όλοι ξεχνούσαν – ακόμη κι ο ίδιος πολλές φορές- πως ανήκε στη γη και όχι  στον ουρανό. Ο μικρός πρίγκηπας μεγάλωνε δίχως έννοιες και ιδιαίτερες ασχολίες πέρα από  μερικές ανιαρές χαιρετούρες. Είχε πολύ ελεύθερο χρόνο που δεν ήξερε πως να γεμίσει και  καθώς το βασιλικό ζεύγος του απαγόρευε τη συναναστροφή με κοινούς θνητούς η μόνη του  έξοδος από το παλάτι ήταν μια βόλτα στη γνωστή μας παραλία. Εκεί μόνο ο μικρούλης , δίχως  να το ξέρει, μπορούσε να είναι ένα κανονικό παιδί . Να τρέξει ξυπόλητος στην άμμο , να  βρέξει τα χρυσοκέντητα ρούχα του στη θάλασσα και να γελάσει με τους αδέξιους γλάρους  που τον παρατηρούσαν με περιέργεια. 

Η παραλία μας απολάμβανε τον καινούριο της επισκέπτη και έστελνε μικρά κυματάκια να  τον προϋπαντήσουν και να προκαλέσουν το γάργαρο παιδικό του γέλιο. Η Κυμοθόη  παρακολουθούσε πάντα από μακριά παραμένοντας επιφυλακτική για το είδος αυτό που  λεγόταν άνθρωπος και ακόμη περισσότερο γι’ αυτό το – μάλλον καινούριο είδος – που όλοι  αποκαλούσαν πρίγκηπα. Ωστόσο, η παραλία την είχε δει να μειδιά κρυφά βλέποντας τον  μικρό πρίγκηπα να σκουντουφλά και να πέφτει στην άμμο. Οι γλάροι γελούσαν κι έλεγαν :  «Να αυτός εδώ ο χαβαλές , είτε το πιστεύετε είτε όχι μια μέρα θα φορέσει κορώνα στο  κεφάλι!». 

Σύντομα όμως ο πατέρας του έμαθε για τις εξορμήσεις του αυτές και τις απαγόρεψε. «Τι θα  πει ο κόσμος να δει έναν μελλοντικό βασιλιά να τρέχει και να σκουντουφλά στις παραλίες ;;»  του είπε, «Έχεις υποχρέωση να μάθεις όλες τις βασιλικές εθιμοτυπίες , να ξέρεις όλα όσα σου  ανήκουν, να τα μετράς κάθε μέρα, γιατί όλοι φθονούν έναν βασιλιά και όλοι θέλουν να  πάρουν ότι του ανήκει». «Μα γιατί ;» ρώτησε εκείνος και ο πατέρας του , του απάντησε «  γιατί εσύ γεννήθηκες τέλειος ενώ όλοι οι άλλοι είναι αναγκασμένοι να προσπαθήσουν γι’ αυτό».  

Κι αυτή η φράση του πατέρα του.. «γεννήθηκες τέλειος» καθόρισε δυστυχώς τη πορεία του  πρίγκηπα και του στοίχησε το πιο πολύτιμο απόκτημα απ’ όλα ..το τέλος , δηλαδή τον σκοπό.  Αφοσιώθηκε στο να χρησιμοποιεί σωστά τα χρυσά του μαχαιροπίρουνα , να απευθύνεται για  το κάθε ζήτημα στον κατάλληλο υπηρέτη ή σύμβουλο, να μην αμφισβητεί ποτέ τον βασιλιά  πατέρα του, αλλά ούτε φυσικά και τον εαυτό του, ως μέλλοντα βασιλέα. Και κάθε φορά που  ήθελε να πάει στη παραλία ο πατέρας του έφερνε στην επιφάνεια ακόμη ένα πρωτόκολλο  που έπρεπε να ακολουθήσει. Εκείνος, τα τηρούσε όλα πιστά , μα βαριόταν αφόρητα και το  μόνο που του έμενε να κάνει είναι να παρακολουθεί τον εαυτό του στους περίτεχνους  καθρέφτες του παλατιού και να επιβεβαιώνει διαρκώς αυτό που όλοι του έλεγαν, πόσο  όμορφος ήταν.  

Σύντομα ήρθε ο καιρός να πάρει ο πρίγκηπας τη θέση για την οποία προοριζόταν όλα αυτά  τα χρόνια. Ο βασιλιάς αρρώστησε βαριά και ανάμεσα σε παραμιλητά από το πυρετό και  βογγητά από τους αδιάκοπους πόνους κατάφερε να φωνάξει το γιο του στο νεκροκρέβατό  του και να ψελλίσει τα ίδια λόγια που του είχε πει χρόνια πριν. «Όλοι φθονούν τον βασιλιά  και όλοι θέλουν να τον βλάψουν! Γεννήθηκες τέλειος!». Και μ’ αυτά τα λόγια, ξεψύχησε.  

Τα τελευταία αυτά λόγια στοίχειωσαν τον πρίγκηπα , βασιλιά πια , και ηχούσαν στο κεφάλι  του όχι μόνο τη στιγμή της στέψης, μαζί με το βάρος του επονείδιστου χρυσού και του  κόκκινου βελούδου της κορώνας, αλλά σε κάθε λεπτό της ζωής του. Ο πρίγκηπας έτσι πήρε  το πρώτο του μάθημα, ότι οι λέξεις πολλές φορές έχουν πολύ μεγαλύτερο βάρος κι από την πιο χρυσή κορώνα. Το τεράστιο παλάτι έμοιαζε μικρό για να χωρέσει την δυσφορία του και  οι άνθρωποι που ζούσαν μέσα σ’ αυτό τον τρόμαζαν. Κάθε τους χαμόγελο , κάθε τους υπόκλιση, έμοιαζε να φωνάζει «Σε μισώ!» και τα λόγια του πατέρα ηχούσαν ξανά, «Όλοι  φθονούν τον βασιλιά και όλοι θέλουν να τον βλάψουν!». Κανένα βλέμμα δεν του ήταν οικείο  πέρα από το δικό του στο είδωλο του καθρέφτη. Μέσα στην απόγνωση του θυμήθηκε την  παιδική του διαφυγή, την παραλία και αποφάσισε για πρώτη φορά στη ζωή του να  παρακούσει τον νεκρό πια πατέρα του. 

Βρέθηκε θλιμμένος στην άμμο, δεν έβγαλε τα παπούτσια του, δεν έβγαλε τα ρούχα του, όπως  όταν ήταν παιδί. Περιφερόταν στην παραλία θλιμμένος και σκεφτικός. Δεν μπορούσε να  ακούσει τους παφλασμούς των κυμάτων, δεν μπορούσε να μυρίσει το ιώδιο της θάλασσας  και αγνοούσε τους γλάρους, όσο δυνατά κι αν ήταν τα κρωξίματα τους. Το μόνο που συνέβαινε στον πρίγκηπα στην παραλία είναι ότι σταματούσαν να ηχούν τα λόγια του πατέρα  του και βυθιζόταν σ’ αυτή την ησυχία, σ’ αυτό το απόλυτο τίποτα, που τον ξεκούραζε. Κι  ύστερα πια, έφευγε γιατί η κορώνα τον καλούσε, μια κορώνα που δεν μπόρεσε ποτέ του να  μάθει πως να υπηρετήσει, απλά υπέκυπτε στο δυσχερές της βάρος και προσκυνούσε κρυφά  σ’ αυτή, τόσες φορές, όσες προσκυνούσαν και οι υπήκοοι μπροστά σ’ εκείνον…ίσως και  περισσότερες. 

Η Κυμοθόη παρατηρούσε κρυφά τις επισκέψεις αυτές του πρίγκηπα στη παραλία και έπρεπε  να παραδεχτεί ότι της κινούσε πολύ τη περιέργεια. Και η περιέργεια την έκανε να πλησιάζει  κάθε μέρα όλο και πιο κοντά για να δει καλύτερα και όσο πιο κοντά πλησίαζε τόσο έμοιαζε  να αιχμαλωτίζεται από την θλιμμένη ομορφιά του πρίγκηπα και την ακατανόητη σιωπή του.  

Ο πρίγκηπας ερχόταν ξανά και ξανά και κάθε φορά έμοιαζε να πλησιάζει όλο και περισσότερο  στα νερά της θάλασσας λες κι έψαχνε κάτι μέσα σ’ αυτά. Ήταν τόσο προσηλωμένος που δεν  αντιλαμβανόταν την παρουσία της Κυμοθόης. Εκείνη, κάθε φορά που ο πρίγκιπας έφευγε  σκεφτόταν: «Αύριο θα πλησιάσω πιο πολύ, ήμουν πολύ μακριά δεν θα μπορούσε να με δει».  Μα δεν είχε σημασία το πόσο πλησίαζε, το βλέμμα του πρίγκηπα ήταν πάντα προσηλωμένο  στο νερό, κανείς δεν ήξερε γιατί.  

Απεγνωσμένη πια η Κυμοθόη, καθώς ο ανεκπλήρωτος έρωτας είναι σκληρός για όλους, ακόμα και για μια αθάνατη νύμφη, ζήτησε τη βοήθεια των φίλων της για να του τραβήξει τη  προσοχή. «Μην ανησυχείς ! Λίγη φρεσκάδα στο προσωπάκι σου και θα είναι αδύνατο να σε  αγνοήσει!» της είπαν, οι φίλες της οι δροσοσταλίδες. « Ω μα κι ένα άρωμα γλυκό και ζωηρό  από τα πρώτα μας μπουμπούκια θα είναι αδύνατο να μην ξυπνήσει τις αισθήσεις του  πρίγκηπα!» της είπαν, οι φίλοι της τα λουλούδια. Έτσι, στην επόμενη επίσκεψη του πρίγκηπα  στην παραλία η Κυμοθόη, πιο όμορφη από ποτέ, πέταξε από το παλάτι του πατέρα Ήλιου στο  πλάι του πρίγκηπα περιμένοντας με αγωνία την πρώτη συνάντηση. Το φως της ήταν τόσο  λαμπερό που η αντανάκλασή του στο νερό κατάφερε να αποσπάσει την προσοχή του  πρίγκηπα και γύρισε επιτέλους να την κοιτάξει.  

Ο πρίγκηπας έκανε έναν εμφανή μορφασμό ενόχλησης και είπε:« Αυτό το φως με εμποδίζει να δω το είδωλό μου στα νερά της θάλασσας! Κάνε μου τη χάρη και πήγαινε λίγο πιο μακριά  ή έστω προσπάθησε να λάμπεις κάπως λιγότερο!». 

Η Κυμοθόη πάγωσε, μια του φράση και ο πανέμορφος πρίγκηπας είχε μεταμορφωθεί σε ένα  άσχημο αλαζονικό τέρας στα μάτια της. Μαρμάρωσε τόσο πολύ που ο πρίγκηπας, ανάθεμα  την εξυπνάδα και την εμορφάδα του, της απηύθυνε ξανά το λόγο. «Εεε κουφή είσαι;; Φύγε  από εδώ, είμαι βασιλιάς και σε διατάζω!». Η Κυμοθόη σκοτείνιασε, ήθελε όσο τίποτε άλλο  να φύγει μακριά του αλλά ήταν σαν να είχε χάσει όλες της τις δυνάμεις. Η παραλία όμως  παρακολουθούσε και κάλεσε ενισχύσεις. Πρώτος έφτασε ο άνεμος, άρχισε να φυσάει  μανιασμένα σήκωσε την άμμο όλη και τύφλωσε τον πρίγκηπα, ύστερα σηκώθηκαν τα κύματα  τεράστια και απειλητικά κόντεψαν να φτάσουν μέχρι το παλάτι –εκείνα άλλωστε είχαν θυμό  όχι μόνο για τη φίλη τους , αλλά και για τα ίδια , ακούς εκεί να κοιτάζει τη θάλασσα μόνο και  μόνο για να δει τη μούρη του!! Τέλος, έφτασαν οι γλάροι που διασκέδασαν, το δίχως άλλο, το κυνηγητό που του έκαναν. Ο πρίγκηπας έφυγε, η Κυμοθόη ανέκτησε σιγά σιγά τις  δυνάμεις της και αποσύρθηκε στο παλάτι του Ήλιου κλαμένη και ταπεινωμένη για την  ανοησία της να αγαπήσει έναν τόσο τιποτένιο άνθρωπο. 

Κι αν για οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο το κυνηγητό αυτό της φύσης θα του είχε γίνει  μάθημα, για τον πρίγκιπα και για κάθε πρίγκιπα ξεχνιέται εύκολα κάτω από το πουπουλένιο μαξιλάρι της βασιλικής κλίνης. Το καταφύγιο όμως της παραλίας το είχε εγκαταλείψει  οριστικά γιατί ήξερε πια, πως πηγαίνοντας εκεί θα έβλεπε κάτι παραπάνω από τον εαυτό του  και αυτό ήταν τρομακτικά ασυνήθιστο για τον πρίγκιπα. Έτσι, αποφασισμένος πια ανέλαβε  τα ηνία της βασιλείας. Και ήταν αδιαμφισβήτητα άριστος σε αυτό, χρησιμοποιούσε τα  μαχαιροπίρουνα πάντα όπως έπρεπε, επέλεγε πάντα τις καταλληλότερες κυρίες στους  χορούς και όλα τα μπαλκόνια του παλατιού είχαν να λένε πως ποτέ δεν επιτέλεσε  λανθασμένα το βασιλικό χαιρετισμό. Η αγκράφα με το οικόσημο πάντα στη σωστή πλευρά ,  η χωρίστρα στα μαλλιά πάντα δεξιά, το ξίφος του κρεμασμένο, γυαλισμένο και διακοσμητικό,  όλα στην εντέλεια και όπως τα είχε διδαχθεί! Όταν λοιπόν ζήτησε ακρόαση ο σύμβουλος του  Βασιλιά δεν μπορούσε να διανοηθεί τι θα μπορούσε να έχει πάει στραβά.  

«Μεγαλειότατε, το βασίλειο περνάει κρίσιμες ώρες. Ο χειμώνας ήταν δύσκολος, η αγροτική  παραγωγή φτωχή και τα χρήματα ξοδεύτηκαν όλα στον προηγούμενο χορό! Το ταμείο δεν  μπορεί να υποστηρίξει άλλο χορό! Οι αγρότες ζητάνε αποζημιώσεις για τις χαμένες σοδειές,  τα εμπορικά μας πλοία χρειάζονται συντήρηση και οι οικογένειες των ναυτικών στήριξη για  τους δικούς τους που χάθηκαν στα ναυάγια.» 

« Μα τι αχάριστοι άνθρωποι! Όλο ζητάνε, ζητάνε…προχθές δεν τους πέταξα μερικά κέρματα  από το μπαλκόνι; Αααα μα έχεις κοντή μνήμη σύμβουλε!! Και ένας σύμβουλος με κακό  μνημονικό δεν μου είναι και πολύ χρήσιμος!» 

Ο σύμβουλος μαρμάρωσε, κατάλαβε ότι έπρεπε να μετρήσει τα λόγια του καλά γιατί το  κεφαλάκι του έτρεμε αβέβαιο στη βάση του κεφαλιού του. Η λαιμητόμος στην βασιλική αυλή  είχε πάρει φωτιά τον τελευταίο καιρό και ο σύμβουλος ήθελε να αποφύγει να γίνει ο  επόμενος επισκέπτης της. 

« Ω μεγαλειώτατε!! Ασφαλώς, έχετε απόλυτο δίκιο! Μα τι αχάριστοι! Άργησα λίγο αλλά  βρήκα τη λύση! Θα αυξήσουμε την φορολογία των υπηκόων και θα συμπληρώσουμε το  ταμείο για τον επόμενο χορό.» 

«Χμ… Άρχισε να λειτουργεί το μυαλό σου σύμβουλε. Άλλωστε χωρίς χορό δεν μπορώ να βρω  βασίλισσα και να εξασφαλίσω διάδοχο για το θρόνο και όπως μπορείς να φανταστείς  βασίλειο χωρίς βασιλιά δεν γίνεται. Πώς σου φαίνεται αυτό σαν προτεραιότητα;» 

«Εξαιρετικό Βασιλιά μου! Σοφά τα σκέφτεστε όλα!» 

«Εύγε σύμβουλε! Άντε ίσως να σε κρατήσω λίγο ακόμα.» 

Ο σύμβουλος ξεφύσησε με ανακούφιση και αγνάντεψε μελαγχολικά το δύστυχο βασίλειο  που εκτεινόταν έξω από το παλάτι καθώς ήξερε ότι ήταν καταδικασμένο σε μαρασμό. 

Πράγματι, η πείνα τσάκισε γρήγορα το βασίλειο και οι άνθρωποι πια πεινούσαν τόσο που  σταμάτησαν να ξεχνιούνται με τους φανταχτερούς χορούς. Πλέον δεν τους ένοιαζαν τα  παντρολογήματα του Βασιλιά, μόνο τα χωράφια που δεν έβγαζαν πια καρπούς, τα καράβια  που δεν μπορούσαν πια να πλεύσουν και τα τραπέζια τους που κάθε μέρα ήταν και πιο άδεια. 

Κι έτσι δεν άργησε να έρθει επανάσταση. Μια θυελλώδης, άνιση μάχη ανάμεσα στην  εκπαιδευμένη στρατιά του Βασιλιά και σε έναν καχεκτικό και απεγνωσμένο λαό. Και επειδή  τα θαύματα καμιά φορά αργούν ακόμα και στα παραμύθια, ο λαός έχασε τη μάχη και όσοι  επιβίωσαν βρέθηκαν στη φυλακή. Μα καθώς η απόγνωση είναι όπλο σοβαρό, που οι  βασιλείς τείνουν να υποτιμούν, ο λαός αν και έχασε πέτυχε σοβαρή ζημιά στη στρατιά του βασιλιά. Και ο στρατός του βασιλιά μέτρησε τις πληγές και του φάνηκαν πολλές και έτσι  ζήτησε παραπάνω χρυσό από το βασιλιά για τη δύσκολη αυτή δουλειά. 

Ο βασιλιάς μοίραζε χρυσό για την ασφάλειά του μα κι ο χρυσός στερεύει …ο θυμός όμως του  αδικημένου ποτέ. Έτσι οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν μέχρι που φρουροί και μισθοφόροι δεν  είχαν άλλο λόγο πια να παλεύουν και έφυγαν γι’ άλλα βασίλεια και ανοιχτοχέρηδες  βασιλιάδες.  

Ψέματα δεν θα σας πω κι ας είναι παραμύθι ετούτο. Οι περισσότεροι άντρες του βασιλείου  χάθηκαν στις συγκρούσεις και η γη ρήμαξε από τις κακουχίες , μα αφού ο τόπος αλάφρυνε  από φρουρά και μισθοφόρους και ο βασιλιάς μαζεύτηκε ολομόναχος πια στη βασιλική του  κάμαρη, ακούστηκε ένα τραγούδι που έφτασε μέχρι τη θάλασσα, μέχρι την άκρη του  ουρανού, κι ακόμη παραπέρα : 

«Τρέμει η πέτρα που χω στο πλατύσκαλο ,  

ο βασιλιάς από το σόι της είναι το ύστερο, 

κι όσα κι αν λεν για τους πολύτιμους λίθους  

τα διαψεύδει η μάνα τους η γη. 

Τρέμει η πόρτα που σφραγίζω αποβραδίς  

τρίζει κ’ ολημερίς προειδοποιεί  

λέει πως δεν είν’ αρκετή. 

Μα εγώ δεν τρέμω άλλο πιά βαρέθηκα  

τον φόβο μου τραγουδιστά τον έβγαλα 

έχω τη πέτρα που αλέθει στ’ αλώνι 

και τη βαφτίζω πια πολύτιμη.» 

Οι γυναίκες του τόπου δεν έχασαν καιρό. Από το λίγο που είχε από μείνει του έδωσαν αγάπη  και τραγούδι και ρίχτηκαν στη δουλειά να το κάνουν πολύ. Μ ένα σπυρί στάρι στο κάθε σπίτι  με μια πέτρα και χώμα ήταν έτοιμες να τα φτιάξουν όλα καλύτερα για τα χαμόγελα των  παιδιών. Το τραγούδι έφτασε και στ’ αυτιά της Κυμοθόης και κατέβηκε στη γη για να  βοηθήσει. 

Λίγες τούφες απ’ τα χρυσά της μαλλιά σαν έπεσαν στη γη γινήκανε χωράφια ολάκερα με  στάρι και το τραγούδι των γυναικών δυνάμωνε και τράνταζε τα θεμέλια του παλατιού.  

« Τρέμει η πέτρα που χει στο πλατύσκαλο 

ο βασιλιάς από το σόι της το ύστερο  

τι κι αν ανήκει στους πολύτιμους λίθους  

τη γη μας άλλο δεν θα την πατεί 

το κρίμα που χει ας το ξεπλύνει η βροχή.»

Με το τραγούδι ετούτο σείστηκε το παλάτι ολάκερο, γκρεμίστηκε και απέμεινε ο βασιλιάς  ρημαγμένος και θλιβερός με μόνη του παρέα έναν καθρέφτη. Έτσι τον βρήκε η Κυμοθόη  επιστρέφοντας προς το ουράνιο σπίτι της. 

Δεν ήταν όπως τον είχε πρωτοδεί. Ήταν ένα σκυθρωπό ανθρωπάκι που με τρεμάμενα χέρια  κρατούσε έναν σκονισμένο καθρέφτη. Το ανθρωπάκι αυτό πάσχιζε μάταια να δει το είδωλό  του ακόμα και σ’ αυτή την ύστατη στιγμή. Η Κυμοθόη τον λυπήθηκε, πλησίασε και έπιασε το  χέρι με το οποίο κρατούσε τον καθρέφτη προσπαθώντας να τον βοηθήσει. Τότε, για πρώτη  ίσως φορά, ο βασιλιάς την είδε και είπε :  

«Μα πια είσαι; Μου φαίνεσαι γνώριμη και τόσο όμορφη..νόμιζα πως είχα σκοτώσει κάθε  ομορφιά».  

«Μπορώ να σε βοηθήσω κάπως ; δείχνεις να παλεύεις εδώ και ώρα με αυτόν το  καθρέφτη..», είπε εκείνη χωρίς να δίνει απάντηση στην ερώτησή του. 

«Ναι, σε παρακαλώ. Νιώθω διαφορετικός αλλά δεν μπορώ να διώξω τη σκόνη να δω το  είδωλό μου στον καθρέφτη… βοήθησέ με να δω!» 

Και πράγματι, η Κυμοθόη φύσηξε απαλά στον καθρέφτη και εκείνος για πρώτη φορά  μπόρεσε να δει τον πραγματικό του εαυτό. Και ήταν τέτοια η ασχήμια που ο βασιλιάς  ούρλιαξε και πέτρωσε αυτοστιγμής από τον τρόμο του. Ακίνητος, πέτρα πια , όπως επέλεξε  να ζήσει έτσι και χάθηκε και η Κυμοθόη παρ ’όλο το κρίμα που κουβαλούσε ο βασιλιάς  πόνεσε για το χαμό του. 

Πονούσε τόσο, που ζήτησε από τον πατέρα της τον Ήλιο μια χάρη. Ζήτησε να βάλει τον  πέτρινο βασιλιά κοντά στη θάλασσα και ο ήλιος να δύει πάντα από πίσω του για να μπορεί  η Κυμοθόη, η έβδομη από τις ηλιαχτίδες, να περνάει κάθε σούρουπο από κοντά του. 

Έτσι, ακόμα και σήμερα αν τύχει να βρεθείτε σ’ αυτή την όμορφη παραλία τις ώρες του  δειλινού θα δείτε τον ήλιο να δύει πίσω από ένα βράχο που μοιάζει να ουρλιάζει, κι αν  κοιτάξετε λίγο καλύτερα μπορεί να δείτε και τη Κυμοθόη να προσπαθεί να ζεστάνει τη  πέτρινη καρδιά ενός βασιλιά.

Scroll to Top