ΥπερΈκθεση – Αναστασία Αντωνακάκη

“Εδώ τους δίνεις πάρα πολλά στο πιάτο. Θα πρέπει να το δώσεις λίγο πιο υπαινικτικά, δεν χρειάζεται να τα αποκαλύπτεις όλα. Άστους να σκεφτούν και τίποτα. Δεν χρειάζεται να καταλαβαίνουν κι ακριβώς τι εννοείς.” είπε ο επιμελητής στην Ω.

“Συμβουλές σου δίνω, από την εμπειρία μου. Για να σε βοηθήσω.”

Η Ω. αναρωτήθηκε, γιατί ο επιμελητής άραγε παρεμβαίνει στο περιεχόμενο μ’ αυτόν τον τρόπο. Αναρωτήθηκε από μέσα της, γιατί ο επιμελητής είναι παιδί του εκδότη και η Ω. δεν είναι παιδί κανενός. Και δεν γίνεται να περάσει μια ζωή μέσα στην μιζέρια για αυτά που θα μπορούσε να καταφέρει αν – έτσι, ξεκίνησε να προσπαθεί να γίνει παιδί ολωνών.

Βγαίνοντας απ’ το γραφείο του επιμελητή, προσπάθησε να σκεφτεί γιατί της τα είπε όλα αυτά. Υποθέτει ότι μάλλον, τους ενοχλεί η θεματολογία. Αλλά οι χαρακτήρες είναι της μοδός, οπότε το θέλουν. Κι αφού το θέλουν, προσπαθούν να το ισιώσουν. Να μην πάρει τον στραβό τον δρόμο.

Η Ω. αναρωτήθηκε, πώς αλλιώς θα μπορούσε να μιλήσει για τα χρήματα. Γιατί δεν μιλάει, πια, κανείς για τα χρήματα; Ίσως γιατί η αποδοχή είναι μέσα στις επαγγελματικές απολαβές. Ανταγωνιστικό περιβάλλον, προοπτικές εξέλιξης, μικρότερη αμοιβή, μεγαλύτερη αποδοχή. Και, αλήθεια, πώς αλλιώς να υπάρξεις; Και η ίδια της προτιμάει να μην απλώνονται χέρια πάνω της στην δουλειά και να παίρνει λιγότερα χρήματα, παρά το αντίστροφο.

Γιατί, όμως, πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο; Πότε έγινε αυτό;

Η Ω. θέλει να μιλήσει για τα χρήματα. Είναι λίγο αστείο, βέβαια, να θέλεις να βγάλεις χρήματα, μιλώντας για τα χρήματα – για τα χρήματα που δεν έχεις ή μάλλον, για τα χρήματα που δεν βρήκες. Αλλά, απ’ την άλλη, γιατί όχι;

Η Ω. θέλει να μιλήσει για όλα και θέλει να τα βάλει με όλα – αλλιώς, τι νόημα έχει; Αν δεν τα βάζεις με όλα, σημαίνει ότι κάπου έχεις βρει την απόλυτη αλήθεια. Η Ω. δεν την έχει βρει και σίγουρα ζηλεύει πολύ αυτούς που την έχουν βρει. Τους ζηλεύει πιο πολύ κι από αυτούς με τα πολλά χρήματα.

Η Ω. θέλει να μιλήσει για όλους αυτούς που γεννήθηκαν στον πλούτο και παρ’ όλα αυτά, γκρινιάζουν για το ότι δεν έχουν χρήματα να βάλουν βενζίνη. Ή να πάρουν τσιγάρα. Ή να πληρώσουν το ενοίκιο. Ή να φάνε έξω. Όταν ήταν μικρότερη και άκουγε κάτι τέτοιο, το πίστευε. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί κάποιος να πει ψέμματα για κάτι τέτοιο. Γιατί να’ χεις λεφτά και να θες να παριστάνεις ότι δεν έχεις;

Καθώς μεγάλωνε, η Ω. έβλεπε τους ανθρώπους που έλεγαν ότι δεν μπορούν να αγοράσουν τσιγάρα, να αποκτούν σπίτια στα βόρεια προάστια, αυτοκίνητα, καινούργιες ηλεκτρικές συσκευές τελευταίας τεχνολογίας. Κι ακόμη ένα εξοχικό, κι ακόμη ένα τετραώροφο στην επαρχία, κι εκείνο το άλλο το σπίτι στο χωριό, και στο άλλο το χωριό – δύο γονείς, δύο χωριά – και τα λεφτά στην τράπεζα για να σπουδάσει το παιδί, να πάρει σπίτι το παιδί, να παντρευτεί το παιδί, να πάει το εγγόνι σε καλό σχολείο είπε η γιαγιά και ο παππούς Α’ που είχαν κάτι κτήματα με ελιές στο χωριό που τα δούλευαν οι Αλβανοί και τα είχαν βάλει και στο ΕΣΠΑ και η νονά με την μόνιμη δουλειά που μπήκε εγγυητής για εκείνο το μεγάλο το δάνειο των γονιών για να πάρουν εκείνη την γκαρσονιέρα απέναντι, για να’ χει ένα νοίκι να παίρνει το παιδί.

Φτάνοντας σπίτι, η Ω. θυμήθηκε εκείνον τον μαθητή της με το σπίτι δίπλα στην πρεσβεία του Ισραήλ, που είχε μια καστρόπορτα για να μπεις μέσα και έναν μεγάλο καταπράσινο κήπο με ελάφια και κυνηγόσκυλα, που της είχε κάνει δώρο κάποια Χριστούγεννα μια πετσέτα θαλάσσης. Τι να την κάνω, τον ρώτησε, είναι Δεκέμβριος, κάνει κρύο. Για να μπαίνετε στην πισίνα σας, κυρία, της απάντησε.

Θυμήθηκε που το αγόρι αυτό μεγάλωσε και έφυγε, για λίγο, από το σπίτι δίπλα στην πρεσβεία και άρχισε να κάνει παρέα με αυτούς που καταζητούσαν οι πρεσβείες. Φόρεσε άλλα ρούχα, για να τους μοιάζει, μα ήταν τόσο λευκός, τόσο λεπτός, τόσο καθόλου ταλαιπωρημένος, που ποτέ δεν τα κατάφερε. Δεν θα άντεχε, έτσι κι αλλιώς.

Η Ω. θυμήθηκε μια φορά που τον είχε συναντήσει, ήταν ντυμένος με μαύρα ρούχα και γυαλιά Rayban και της είπε “δεν έχω λεφτά να πάρω τσιγάρα”. Η Ω. έκανε μια κίνηση προς την τσάντα της. Το αγόρι, καθώς περίμενε την Ω. να του δώσει χρήματα, έβγαλε το κινητό του. Η Ω. είδε να καθρεφτίζονται στα Rayban νούμερα και δείκτες. Στο χρηματιστήριο, είχε επενδύσει σε μία καινούργια εταιρεία. Η Ω. σταμάτησε να κινείται προς την τσάντα της και σήκωσε το κεφάλι της ψηλά. Στα δευτερόλεπτα που τον κοίταξε, πριν του μιλήσει, σκέφτηκε ότι πέρασε όλη της την ζωή μαθαίνοντας να μην εμπιστεύεται τους ανθρώπους. Κι όμως, μέχρι και σήμερα, είναι ανεπίδεκτη μαθήσεως. Δυστυχώς.

Καλή συνέχεια, του είπε.

Η Ω. έκλεισε την πόρτα πίσω της, έβγαλε τα παπούτσια της και ξάπλωσε στον καναπέ. Ποια ταινία να δω σήμερα, αναρωτήθηκε. Ευτυχώς, έχει έναν φίλο που της στέλνει συνέχεια ταινίες. Ποια ταινία να δω σήμερα; Τι ωραίο που είναι να σε απασχολεί αυτό. Το ποια ταινία θα δεις σήμερα. Τι ωραίο.

Ειρήνη.

Η ειρήνη που συμβαίνει όταν είσαι ανεπίδεκτη μαθήσεως. Ευτυχώς. Γιατί, αλλιώς, πώς θα είχε βρει τον φίλο που της στέλνει συνέχεια ταινίες;

Καλή προβολή.

Κύλιση στην κορυφή