Μέρος 1ο
“Στο τμήμα των οπερατέρ, δεκαεπτά αρσενικοί κι εγώ. Μου έκαναν τη ζωή δύσκολη. Έτσι ήλθε η αδιαφορία για τη γνώμη των άλλων (όταν έχεις τον κόσμο εναντίον σου οδηγείσαι στην ανεξαρτησία, κάνεις πειράματα που δεν θα έκανες διαφορετικά, και δεν θα μάθαινες ποτέ).
Σύγκρουση μιας αρσενικής δουλειάς με τη θηλυκότητά σου.
Πτυχίο οπερατέρ.
Επιστρέφοντας, ήξερα πως είχα ν’ αντιμετωπίσω ένα χώρο άγνωστο που δεν είχα κανάλια να περάσω σ’ αυτόν.”.
Τώνια Μαρκετάκη, 1960, Παρίσι.
Ψάχνω κι αναρωτιέμαι, γιατί το όνομά της δεν φιγουράρει δίπλα στο όνομα του Αγγελόπουλου; Γιατί, δεν έμαθα το όνομά της, μαζί με το όνομα του Νικολαΐδη;
Ξέρω, ναι. Έζησε λιγότερο. Έκανε λιγότερα πράγματα. Ξέρω. Πάντα φταίει κάτι άλλο. Ποτέ αυτό. Είναι στο κεφάλι σου. Είσαι φαντασιόπληκτη. Ψάχνεις φαντάσματα. Φτιάχνεις εχθρούς.
“1973. Ιωάννης ο Βίαιος.
Βαθύτατα αυτοβιογραφική. Μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν πέρασε τίποτα στους Έλληνες κριτικούς, σαν να υπήρχε ένα τείχος ανάμεσά μας, σα να μην τους αφορούσες. Μου έκανε τεράστια εντύπωση η απήχηση που είχε στους Γερμανούς, μολονότι τα βιώματά τους είναι διαφορετικά.”.
Τώνια Μαρκετάκη, 1973, Ελλάδα. Ιωάννης ο Βίαιος.
Έλληνες κριτικοί. Το είδος: αστυνομική ταινία. Ψυχολογικό θρίλερ. Δικαστικό δράμα. Το θέμα: άντρας με ψυχολογικά προβλήματα. Το δεύτερο θέμα: ο νόμος – ή μάλλον, η θεατρικότητα του νόμου.
“Ίσως γι’ αυτό ακριβώς.
Ο ήρωας είναι άνδρας:
Όταν στην οθόνη ένα πρόσωπο φοράει φουστάνια, φορτίζεται με ειδικές συνθήκες. Η γυναίκα δεν είναι το σύμβολο του Ανθρώπου.
Έχει ειδικά προβλήματα. Αυτά που αφορούν τον άνδρα, αφορούν και τη γυναίκα. Το αντίστροφο δεν είναι απαραίτητο.
Η γυναίκα είναι μια ειδική κατηγορία ανθρώπου, ένας άνθρωπος συν κάτι. Κι αυτό το «συν» μπορεί να είναι εμπόδιο στο να βάλεις μια γυναίκα να συμβολίσει το Γένος.”.
Η Ελένη γυρίζει σπίτι μόνη της την νύχτα. Με τα πόδια. Δεν έχει χρήματα για το λεωφορείο. Της τα παίρνει ο αρραβωνιαστικός της. Τα μαζεύει, για τον γάμο τους.
Οι γυναίκες δεν μπορούν να γυρίζουν στο σπίτι μόνες τους την νύχτα. Αν γυρίζουν μόνες τους την νύχτα, μάλλον δεν θα φτάσουν ποτέ. Κι αν φτάσουν, είναι τυχαίο.
Η Ελένη, σε μία τυπική βραδινή γυναικεία πορεία, περνάει ανάμεσα από πέντε μεθυσμένους άντρες που την περικυκλώνουν απειλητικά. Τους χαμογελάει. Τι άλλο να κάνει; Να τους αφήσει να μυρίσουν τον φόβο της; Και εδώ που τα λέμε, ποιον φόβο. Δεν φοβάσαι πια. Έχεις αποδεχτεί. Αυτή είναι η κανονικότητα για σένα. Η παραβίαση. Κάθε λεπτό. Κάθε στιγμή σου στον δημόσιο χώρο ισοδυναμεί με αποδοχή της παραβίασής σου.
Ένα αυτοκίνητο σταματάει δίπλα της. Της αναβοσβήνει τα φώτα. Την “πειράζει”. Έλα μωρέ, πώς κάνεις έτσι; Ένα κομπλιμέντο σου έκανα. Ούτε αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε πια; Οι παλιές καλές εποχές – τι αθώες, τι αγνές. 1973. 2024.
Την τρίτη φορά, ο δολοφόνος της έχει πια προσπεράσει όλους τους προηγούμενους άντρες. Την φτάνει. Είναι αποφασισμένος. Τόσον καιρό κάνει πρόβες, άλλωστε. Την σκοτώνει.
Ο δολοφόνος της είναι άντρας. Που έχει βασανιστεί από άλλους άντρες. Και έχει αποφασίσει ότι γι’ αυτό, πρέπει να την πληρώσουν οι γυναίκες.
“Ο Γιάννης αυτό, ο Γιάννης εκείνο, ο Γιάννης φοβάται, ο Γιάννης δεν μπορεί το φως, ο Γιάννης δεν μπορεί να πάει με γυναίκες. Ε, και λοιπόν; Εμείς τι φταίμε;”.
Έλα ντε. Εμείς τι φταίμε;
Αυτό δεν το αναρωτήθηκε, όμως, κανένας κριτικός. Και γιατί να το αναρωτηθεί; Αφού δεν τον αφορά.
Και ως γνωστόν, στην κοινωνία μας, και τότε, και τώρα, όταν δεν σε αφορά κάτι, δεν σκέφτεσαι πάνω σ’ αυτό. Να μην σου πω ότι το αρνείσαι κιόλας. Αφού δεν σε αφορά. Ό,τι δεν σε αφορά, δεν υπάρχει.
Οι αστυνομικοί γελούν, μαζί με τους μάρτυρες. Η πόρνη, η όμορφη, η αυτή που δεν ήθελε και τόσο πολύ να παντρευτεί.
Η αυτή που καταπιέζεται με τις δουλειές του σπιτιού. Καταπιέζεται να υπηρετεί τους πάντες.
Η αυτή που ήταν εύκολη και δουλεμένη. Έτσι κι αλλιώς, οι γυναίκες δεν κάνουν σεξ για την ευχαρίστησή τους. Έτσι κι αλλιώς, οι γυναίκες διαχωρίζονται: οι Κοινές και οι Άλλες.
Η αυτή που και δουλεύει και δεν έχει λεφτά. Όπως λέει κι ο Connolly, “Ο εργάτης είναι ο σκλάβος της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η θηλυκή εργάτρια είναι ο σκλάβος αυτού του σκλάβου.”.
Τι σημασία έχει τι ήταν και τι δεν ήταν; Έτσι κι αλλιώς, δεν είναι πια εδώ.
Έτσι κι αλλιώς, η ιστορία της γράφεται από τους άντρες.
Στον δρόμο.
Στην αστυνομία.
Στις εφημερίδες.
Στο δικαστήριο.