Ξέρεις τι είναι αυτό που στενεύει τον χρόνο;
Το να πιστεύεις πως δεν τον έχεις.
–
Γιατί κλαίς;
Γιατί, επιτέλους, είμαι ελεύθερη από αυτά που πίστευα.
–
Δεν θέλω να είμαι δυνατή.
Χαρούμενη θέλω να είμαι.
–
Γιατί με βγάζεις φωτογραφίες;
Γιατί, θέλω να ξέρω ότι θα ζήσεις για πάντα.
–
Πότε κάτι είναι καλό;
Όταν λέει την αλήθεια.
–
Σήμερα το πρωί ξύπνησα και ήξερα ποια είμαι, τι θέλω να κάνω
και τι θα κάνω.
–
Μπορεί να μην μοιάζω 30, αλλά νοιώθω 30. Θεέ μου, τι ανακούφιση.
–
Ένοιωθα πάντα πιο άνετα να παρατηρώ, παρά να συμμετέχω.
–
Πού τα ξέρεις εσύ όλα αυτά;
–
Δεν είμαι καλύτερη από σένα.
Απλώς, παρατηρώ περισσότερο από σένα.
–
Να παρατηρείς.
Μη με θαυμάζεις.
Παρατήρησε.
–
Με ρώτησες, ποια δύναμη θα ήθελα να έχω. Να πετάω, να γίνομαι αόρατη ή να διαβάζω το μυαλό των ανθρώπων.
Να διαβάζω αυτά που γράφω σαν να τα έχει γράψει κάποιος άλλος, σου απάντησα.
–
Πάντα φοβόμουν μην γίνω αυτή που μελετάει τους άλλους, αντί αυτή που την μελετάνε.
–
Όχι, δεν φαίνεσαι επιθετική. Φαίνεται, απλώς, σαν πάντα να σκέφτεσαι περισσότερα απ’ όσα λες.
–
“Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους”, λέει ο Αναγνωστάκης.
–
Έλεγα πως δεν με νοιάζει να απευθυνθώ σε κανέναν. Δεν ήταν ψέμα αυτό. Φόβος ήταν.
Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους, λέει ο Αναγνωστάκης.
–
“Μαζεύω πέτρες γραμματόσημα πώματα από φάρμακα σπασμένα γυαλικά πτώματα από τον ουρανό λουλούδια κι ό,τι το καλό σ’ αυτό τον άγριο κόσμο κινδυνεύει”, λέει ο Σαχτούρης.
–
Λουλούδι μου, γιατί σκοτείνιασες;
–
Μαζεύω λουλούδια κι ό,τι το καλό σ’ αυτό τον άγριο κόσμο κινδυνεύει, λέει ο Σαχτούρης.
–
Τριαντάφυλλό μου.
–
Και ξαφνικά, όλα τα ποιήματα, επιτέλους, βγάζουν νόημα.