H Μαρία και η Μαρία είναι δύο. Μάλλον.
Είναι φίλες. Σίγουρα.
Είναι κούκλες. Και μαριονέτες. Και στρατιωτάκια. Και βαγόνια. Και μήλα. Και δέντρα. Και κρεβάτια. Και συντρόφισσες. Και άνθρωποι.
Ή μάλλον, όχι άνθρωποι. Γυναίκες.
Το εκμεταλλεύονται.
Αυτό, ναι, αυτό.
Που είναι γυναίκες. Αυτό λέω.
“Υποθέτω ότι κάποιοι με βλέπουν ως απειλή. Εντάξει, λοιπόν. Τότε, θα είμαι μια χαρούμενη απειλή. Μια απειλή μέσα σε ροζ και χρυσό… Μια απειλή πολυτελείας!”[1]
Έτσι κι αλλιώς, ποια είναι η άλλη τους επιλογή;
Να είναι το θύμα.
Βέβαια, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει άλλη επιλογή, εκτός από αυτή.
Απλώς, οι Μαρίες αποφασίζουν να διασκεδάσουν και λίγο μ’ αυτό.
“Σαν αιχμάλωτος πολέμου ριγμένος σε βαθύ πηγάδι δεν ξέρω πια που είμαι και τι με περιμένει . Το μόνο που γνωρίζω σε αυτή την επίμονη και σκληρή μάχη με τον διάβολο, κυρίαρχο των δυνάμεων της ύλης, είναι ότι ξέρω πως θα νικήσω εγώ, αυτή είναι η μοίρα μου […]”[2]
Και, ξέρεις, αν διασκεδάζεις με την κατάστασή σου – αυτό είναι το πρώτο βήμα για να βγεις απ’ αυτήν.
“Τι αποπνικτικός καιρός. Φαίνεται πως θα έχουμε καταιγίδα απόψε. Εσείς ή θα φιλοσοφείτε συνέχεια ή θα μιλάτε για χρήματα, πιστεύετε πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία πέρα από τη φτώχια, κατά τη γνώμη μου όμως, είναι χίλιες φορές καλύτερα να είσαι ντυμένος στα κουρέλια και να μην έχεις τι να φας, παρά… Αλλά δεν μπορείτε να καταλάβετε εσείς αυτό το…”[3]
Η Χιτίλοβα κάνει γυρίσματα μέσα στην άνοιξη που ήρθε για λίγο με εκείνον τον – πώς τον λέγανε να δεις.
Δεν θυμάμαι το όνομά του, όχι γιατί δεν ξέρω ιστορία, αλλά γιατί δεν ήταν και πολύ καλός χριστιανός. Η μπουγάδα του έβγαζε ροζ.
Και ας είμαστε λίγο σοβαροί – βγήκε ποτέ τίποτα καλό από το ροζ;
Δεν θα το’ λεγα.
Γι’ αυτό, εμείς, θέλουμε μόνο ανόθευτο χρώμα.
Καθαρό.
Χωρίς προσμείξεις.
(Να, σ’ αυτό μοιάζουμε με τους άλλους.
Μισούμε τον άνθρωπο.)
Αλλά, δεν είναι που συμπαθώ το ροζ.
Είναι που κανείς ανόθευτος δεν θα μου πει ποιο χρώμα πρέπει να συμπαθώ.
–
Μετά την άνοιξη, ήρθε ο χειμώνας.
Κανένα ενδιάμεσο στάδιο.
Η ταινία της Χιτίλοβα απαγορεύτηκε. Γιατί απεικονίζει τεράστια σπατάλη φαγητού. Και μάλιστα “σε μία εποχή που οι αγρότες μας προσπαθούν με μεγάλες δυσκολίες να ξεπεράσουν τα προβλήματα της αγροτικής μας παραγωγής.” (sic)[4]
Ξέρουν αυτοί από αγρότες.
Κι από εργάτες ξέρουν.
“Ο άνθρωπος οφείλει να μοχθεί, να εργάζεται με τον ιδρώτα του προσώπου του, όποιος κι αν είναι αυτός, και πως μέσα σ’ αυτό κλείνεται το νόημα και ο σκοπός της ζωής του, η ευτυχία του, οι ενθουσιασμοί του. Τι καλά είναι να’ ναι κανείς εργάτης, που σηκώνεται πριν ακόμα φέξει και σπάει πέτρες στον δρόμο, είτε τσοπάνης, είτε δάσκαλος που διδάσκει τα παιδιά, είτε μηχανικός σ’ έναν σιδηρόδρομο… Θεέ μου, μα όχι, ούτε καν άνθρωπος, καλύτερα να’ ναι κανείς ένα βουβάλι, καλύτερα να’ ναι κανείς ένα απλό άλογο, φτάνει μονάχα να δουλεύει, παρά να’ ναι μια νέα γυναίκα που σηκώνεται στις δώδεκα το μεσημέρι, έπειτα πίνει τον καφέ της στο κρεβάτι, υστερότερα κάνει δύο ώρες για να ντυθεί… ω, πόσο είναι απαίσιο! Όπως στην μεγάλη ζέστη σου’ ρχεται να πιεις, έτσι κι εμένα μου’ ρθε η όρεξη να δουλέψω. Κι αν δεν με δείτε να σηκώνομαι νωρίς και να εργάζομαι, τότε να πάψετε πια να μ’ έχετε φίλη σας […].”[5]
Όλα τα ξέρουν αυτοί. Γι’ αυτό είναι Αρχηγοί.
Και ξέρουν κι από γέλιο.
Γι’ αυτό απαγορεύουν τις φάρσες.
Γιατί, οι φάρσες μεταμορφώνονται σε λουλούδια και τους κοροϊδεύουν όλους. Όλους. Κανέναν δεν αφήνουν. Και ξεφεύγουν συνέχεια και κανείς δεν μπορεί να τις πιάσει, έχουν αυτόν τον μηχανισμό που είναι σαν αυτοάνοσο, αλλά καλό, υπάρχει κάποια λέξη γι’ αυτό άραγε, να θυμηθώ να το ψάξω, γιατί άμα είσαι και φάρσα και λουλούδι είσαι μάλλον το καλύτερο πλάσμα που υπάρχει στην γη, γιατί τα συνδυάζεις όλα, τα έχεις όλα και κυρίως, έχεις την ιδανική σύσταση για να αγαπάς, να αγαπιέσαι και να ξεφεύγεις, δηλαδή, μεταξύ μας τώρα, τα τρία πιο σημαντικά συστατικά της ζωής.
“- Ηρέμησε, η μητέρα σου σε λατρεύει.
– (Τραβώντας τα πέταλα από μια μαργαρίτα.) Μ’ αγαπά – δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά – δεν μ’ αγαπά, μ’ αγαπά – δεν μ’ αγαπά. (Γελάει.)” [6]
Να δεις που ο Στάλιν διάβαζε Τσέχωφ.
Γι’ αυτό κυβέρνησε χρηστά.
–
[1] Men Who Have Made Love to Me (1918). M. McLane, Edward T. Lowe Jr., A. Berthelet. K. Allen (2010).
[2, 3, 6] Ο Γλάρος, Α. Τσέχωφ. Μετάφραση: Δ. Μαλτέζε (2023, Αθήνα, Νεφέλη).
[4] Μερικές από τις λέξεις του Pružinec, βουλευτή, το 1971, που αιτιολογούν την απαγόρευση της ταινίας Sedmikrásky της Β. Χιτίλοβα από το Κομμουνιστικό Καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας.
[5] Οι τρεις αδερφές, Α. Τσέχωφ. Μετάφραση: Α. Σαραντίδη (1983, Αθήνα, Γκοβόστη).