Σταθμίστε το καλά αυτό, αγαπητέ κύριε. Ζούσα ατιμώρητος. Καμία ετυμηγορία δεν με αφορούσε, δεν βρισκόμουν στην σκηνή του δικαστηρίου, αλλά κάπου ψηλά κρεμασμένος, όπως εκείνοι οι θεοί που κατεβαίνουν κάθε τόσο με τη βοήθεια μιας μηχανής, για να μεταβάλουν τη δράση και να της δώσουν το πραγματικό της νόημα. Στο κάτω κάτω της γραφής, το να ζεις στα ψηλά αποτελεί τον μοναδικό τρόπο να σε βλέπουν και να σε χαιρετούν όσο το δυνατόν περισσότεροι.
Μερικοί απ’ τους καλούς μου εγκληματίες είχαν άλλωστε, σκοτώνοντας, προσεγγίσει το ίδιο συναίσθημα. […] Όπως πολλοί άνθρωποι, έτσι κι αυτοί δεν άντεχαν πια την ανωνυμία, κι η ανυπομονησία τούς είχε ίσως οδηγήσει, εν μέρει, σε δυσάρεστες ακρότητες. Για να γίνεις γνωστός αρκεί, εν ολίγοις, να σκοτώσεις την θυρωρίνα σου
Οι δικαστές τιμωρούσαν, οι κατηγορούμενοι εξέτιαν την ποινή τους, κι εγώ, απαλλαγμένος από κάθε υποχρέωση, απαλλαγμένος τόσο από τη δικαστική κρίση όσο και από την τιμωρία, βασίλευα ανεμπόδιστα μέσα σ’ ένα παραδεισένιο φως.
Τι σημασία έχει, στο κάτω κάτω; Μήπως τα ψέμματα δεν μας βάζουν τελικά στο δρόμο της αλήθειας; Κι οι ιστορίες μας, αληθινές ή ψεύτικες, δεν τείνουν όλες στον ίδιο σκοπό, δεν έχουν όλες το ίδιο νόημα; Οπότε, τι σημασία έχει αν είναι αληθινές ή ψεύτικες, αφού και στις δύο περιπτώσεις, είναι ενδεικτικές αυτού που υπήρξα κι αυτού που είμαι. Μερικές φορές, βλέπουμε πιο καθαρά στα λόγια εκείνου που βλέπει ψέμματα παρά στα λόγια του άλλου που λέει την αλήθεια. Η αλήθεια τυφλώνει όπως το φως. Απεναντίας, το ψέμα είναι ένα όμορφο λυκόφως που κάνει κάθε αντικείμενο να ξεχωρίζει.
Τέλος πάντων, πάρτε το όπως θέλετε, αλλά με έχρισαν πάπα σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων.
–
Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από την “Πτώση” του Αλμπέρ Καμύ, από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση Νίκης Καρακίτσου-Ντούζε και Μαρίας Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν.